Το  Χρηματιστήριο Αθηνών παραμένει «αιχμάλωτο» ενός κλίματος δυσφορίας, ενώ τα ξένα κεφάλαια…. λάμπουν δια της απουσίας τους.

Ως αποτέλεσμα, η ελληνική αγορά αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει το θετικό αφήγημα της οικονομίας και την υπεραπόδοση της ανάπτυξης και να δει την ώθηση που πολλοί είχαν προβλέψει από την αλλαγή πίστας της Ελλάδας και την είσοδό της στο γκρουπ των «επενδύσιμων» χωρών.

Έπειτα από δύο έτη υπεραπόδοσης σε σχέση με τις ευρωπαϊκές αγορές, το 2022 και το 2023, η φετινή χρονιά είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες διαθέσεις για το Χ.Α, με τον Γενικό Δείκτη να βλέπει τα υψηλά 13 ετών και τις 1.500 μονάδες τον Μάιο, ωστόσο από τις αρχές του καλοκαιριού έχασε όλες τις δυνάμεις και τις άμυνές του, με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκεται 7,5% χαμηλότερα και να υποαποδίδει των περισσότερων ευρωπαϊκών δεικτών.

Μεγάλο μέρος της «ευθύνης» αυτής της αδυναμίας «πέφτει» στις τραπεζικές μετοχές οι οποίες και έχουν μεγάλο «βάρος» στον Γενικό Δείκτη και καταλαμβάνουν πάνω από το 70% του ημερήσιου τζίρου. Ο τραπεζικός δείκτης καταγράφει πτώση της τάξης του 15% από τα υψηλά έτους που σημειώθηκαν τον Ιούλιο, με τις απώλειες για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να κινούνται μεταξύ του 12% και του 21% το ίδιο διάστημα.

Αυτή η «ταλαιπωρία» του Χ.Α οφείλεται σε διάφορους παράγοντες σύμφωνα με αναλυτές – συμπεριλαμβανομένων των γνωστών παθογενειών του όπως η ρηχότητα και η χαμηλή συμμετοχή εγχώριων επενδυτών -, οι οποίοι και ουσιαστικά υπερκάλυψαν όλα τα θετικά  του τελευταίου διαστήματος. Ούτε η καλή δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας, ούτε η ένταξη του Χ.Α στη λίστα παρακολούθησης για αναβάθμιση από τους S&P και FTSE, ούτε οι απανωτές αναβαθμίσεις της αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών και η επανεκκίνηση των διανομών μερισμάτων, ούτε η έντονη κινητικότητα από τις εισηγμένες στο μέτωπο των εταιρικών πράξεων και ούτε και τα ισχυρά οικονομικά του μεγέθη, στάθηκαν ικανά να αναζωογονήσουν τις εισροές στο σύνολο της ελληνικής αγορά. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τα στοιχεία του χρηματιστηρίου, οι ξένοι ήταν καθαροί πωλητές στο Χ.Α τους τελευταίους έξι μήνες.

Σύμφωνα με αναλυτές, αυτή η υποαπόδοση οφείλεται εν μέρει στη χαμηλότερη ρευστότητα, καθώς μετά το πολυετές «πάγωμα» η ελληνική αγορά έχει αναθερμανθεί με IPOs, placements, ΑΜΚ και εκδόσεις ομολόγων, εξελίξεις που «ενεργοποιούν» στάση αναμονής και… αποχής για τους επενδυτές. Έτσι, η ισχυρή επίδοση στις αρχές έτους διακόπηκε από κινήσεις όπως η πώληση του μεριδίου του ΤΧΣ στην Πειραιώς τον Μάρτιο, ακολουθούμενη από άλλα placements, με αποκορύφωμα την πρόσφατη διάθεση του 10% που είχε το ΤΧΣ στην Εθνική.

Αυτά τα «γεγονότα ρευστότητας» δημιούργησαν μια υπερχείλιση προσφοράς, η οποία επιβάρυνε την ελληνική αγορά, ελλείψει σταδιακής αγοραστικής όρεξης. «Σίγουρα οι φετινές επιτυχημένες εταιρικές κινήσεις συνιστούν μήνυμα εμπιστοσύνης για τις προοπτικές του ελληνικού χρηματιστηρίου, ωστόσο έχουν και παρενέργειες», όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Τζάνας, Σύμβουλος Διοίκησης της Κύκλος Χρηματιστηριακή.

Οι χαμηλές πτήσεις του Χ.Α οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στην ανατροπή του θετικού κλίματος που υπήρχε γύρω από τις προοπτικές των τραπεζικών μετοχών, παρά τα πολύ ισχυρά οικονομικά μεγέθη του κλάδου, λόγω της χαλάρωσης της νομισματικής πολίτικης. Καθώς οι ελληνικές τράπεζες είναι πολύ πιο «ευαίσθητες» στην πορεία των επιτοκίων- και για αυτόν ακριβώς τον λόγο και κατέγραψαν εντυπωσιακές επιδόσεις στο μέτωπο των καθαρών επιτοκιακών εσόδων κατά την περίοδο της νομισματικής σύσφιξης -, τώρα που ο κύκλος των επιτοκίων άλλαξε, οι επενδυτές εκφράζουν ανησυχίες για τον αντίκτυπο που θα έχει αυτό στην κερδοφορία τους.

Διεθνείς οίκοι όπως η Morgan Stanley και η Goldman Sachs προχώρησαν πρόσφατα σε μείωση των εκτιμήσεών τους για τα κέρδη ανά μετοχή των ελληνικών τραπεζών και των τιμών στόχων για τις μετοχές τους, ακριβώς λόγω των μειώσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ.

Μάλιστα, όπως παρατήρησε η Goldman η αντίληψη της αγοράς για τις ελληνικές τράπεζες έχει αλλάξει με τους επενδυτές να τηρούν πλέον μία επιλεκτική στάση, τώρα που η στάση της νομισματικής πολιτικής έχει αλλάξει. Ειδικότερα, όπως τόνισε, οι επενδυτές να διαφοροποιούν τις ελληνικές τράπεζες κυρίως με βάση: (1) την ευαισθησία των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων NIM στις μειώσεις επιτοκίων,(2) την ομαλοποιημένη οργανική παραγωγή κεφαλαίου μεσοπρόθεσμα και (3) τις προτεραιότητες κατανομής κεφαλαίων.

Διαφοροποίηση της στάσης της για τις ελληνικές τράπεζες έχει επιλέξει και η Morgan Stanley στις ελληνικές τράπεζες επιλέγει να κάνει και η Morgan Stanley. Οι οικονομολόγοι της αναμένουν πως οι αντίθετοι άνεμοι στην ανάπτυξη της Ευρώπης, σε συνδυασμό με τις ταχύτερες και βαθύτερες μειώσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ευνοούν τις τράπεζες με ισχυρό μομέντουμ κερδοφορίας και χαμηλότερες αποτιμήσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα ισχυρά αποτελέσματα εννεαμήνου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, σε συνδυασμό με το νέο guidance των διοικήσεων, δεν άλλαξαν το κλίμα στην αγορά. Ούτε οι ψήφοι εμπιστοσύνης που έδωσαν οι οίκοι αξιολόγησης FitchS&P και DBRS στον κλάδο, έπειτα από την ανακοίνωση των σχεδίων για ταχύτερη απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, ένα θέμα που εδώ και χρόνια βαραίνει τις επιδόσεις των τραπεζικών μετοχών.

Όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, καλώς ή κακώς, η ελληνική κεφαλαιαγορά συνολικά δεν μπορεί να ορθοποδήσει στον βαθμό που οι τιμές των τραπεζών δεν μπορούν να αντιδράσουν ανοδικά. Δεδομένου δε του ρηχού της Λεωφόρου Αθηνών, όταν μειώνεται η αγοραία αποτίμηση δημοφιλών θέσεων, όπως οι τράπεζες, η ψυχολογία βαραίνει και η πίεση μεταφέρεται σε τίτλους άλλων εισηγμένων οι οποίες – σε ένα βαθμό και δίχως δική τους υπαιτιότητα – καίγονται.

Facebook Comments