Η καταιγίδα Τραμπ ξεκινά, αλλά η Ελλάδα έχει άμυνες
Η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, θα έχουν τις χειρότερες επιδόσεις φέτος.
Η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, θα έχουν τις χειρότερες επιδόσεις φέτος.
Η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, θα έχουν τις χειρότερες επιδόσεις φέτος.
Αντίθετα οι ρυθμοί ανάπτυξης θα παραμείνουν υψηλότεροι για τις μικρότερες και προσανατολισμένες στις υπηρεσίες οικονομίες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος. Αυτό σημειώνει η Moody’s σε νέα έκθεσή της για τις προοπτικές της Ευρωζώνης, και είναι κάτι στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι διεθνείς οίκοι. Όπως εκτιμούν, το 2025 θα είναι άλλη μία χρονιά που η Ελλάδα θα ξεχωρίσει, με την ανάπτυξη να εξακολουθεί να υπεραποδίδει έναντι της Ευρωζώνης, με ώθηση από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και τις επενδύσεις, συνεχίζοντας στην οδό της δημοσιονομικής σύνεσης και της επίτευξης των στόχων, με την ταχεία αποκλιμάκωση του δείκτη χρέους να έχει παγιωθεί, όπως εκτιμούν ευρέως οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι.
Κατά την Moody’s, μέχρι το τέλος του 2025, πάνω από τα δύο τρίτα του συνόλου των δεικτών χρέους προς ΑΕΠ των κρατών της ζώνης του ευρώ θα εξακολουθούν να είναι πάνω από το προ πανδημίας επίπεδό τους, ενώ εκείνοι του Βελγίου, της Σλοβακίας, της Λετονίας, της Μάλτας, της Εσθονίας, της Φινλανδίας και της Γαλλίας θα είναι 10 έως 20 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα.
Αντίθετα, το χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται με σχετικά γρήγορο ρυθμό στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κροατία, επισημαίνει ο οίκος. Η απότομη μείωση του χρέους αυτών των κρατών στον απόηχο της πανδημίας υπήρξε βασικός παράγοντας πίσω από τις αναβαθμίσεις τους από δύο έως πέντε βαθμίδες από το 2020. Οι αναμενόμενες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων του RRF καθώς και οι βελτιώσεις στην υγεία του τραπεζικού τομέα μετά τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν σε αυτές τις χώρες μετά την κρίση χρέους στη ζώνη του ευρώ είναι άλλοι βασικοί παράγοντες πίσω από αυτήν την πρόσφατη σειρά αναβαθμίσεων.
Μάλιστα, όπως τονίζει η Moody’s, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδα θα μειωθεί κατά περισσότερο από 6% το 2025, όπως και στην Κύπρο, κατά 5% στην Ιρλανδία και κατά 4% στην Πορτογαλία. Οι δείκτες χρέους θα συνεχίσουν να μειώνονται με παρόμοιους ρυθμούς το 2026 λόγω ενός συνδυασμού πολύ σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Μέχρι το τέλος του 2025, αναμένει ότι το χρέος της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ιρλανδίας θα είναι πάνω από 30% του ΑΕΠ κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ στην Πορτογαλία θα είναι 26% χαμηλότερο.
Παρά την αύξηση της αβεβαιότητας και των κινδύνων λόγω της επιστροφής Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η Ελλάδα εκτιμάται πως είναι σχετικά προστατευμένη από τις επιπτώσεις των δασμών και της αλλαγής της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ. Αν και δεν αναμένεται να παραμείνει αλώβητη από την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Ελλάδα έχει ωστόσο τη δική της δυναμική, με ισχυρή ανάπτυξη του ΑΕΠ, ενώ η κυβέρνηση συνεχίζει το μομέντουμ των μεταρρυθμίσεων, και αυτά ένα μέρει μετριάζουν τον αντίκτυπο των εξωτερικών πιέσεων. Παράλληλα είναι μια οικονομία που στηρίζεται περισσότερο στις υπηρεσίες, όπως ο τουρισμός, και όχι τόσο στις εξαγωγές προϊόντων, οπότε οι δασμοί δεν θα έχουν τόσο μεγάλο αντίκτυπο.
Η UBS έδωσε νέα ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και στα ελληνικά ομόλογα, προβλέποντας περαιτέρω αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, με την Moody’s να δίνει και αυτή την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα το φθινόπωρο. Ο οίκος προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ 2,8% για το 2025, η οποία δεν είναι μόνο η υψηλότερη σε σύγκριση με τις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης, αλλά είναι επίσης 70 μονάδες βάσης υψηλότερη από τη μέση εκτίμηση της αγοράς. Επίσης εκτιμά πως η ελληνική κυβέρνηση θα είναι σε θέση να επιτύχει εύκολα τον στόχο πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος 2,5% του ΑΕΠ για το 2025. Κατά την UBS, η επίμονη προσπάθεια της Ελλάδας να αναχρηματοδοτήσει το πιο ακριβό μέρος του αποθέματος χρέους της, όπως η πρόωρη αποπληρωμή των GLF – της επιτρέπει να διατηρεί το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους πιο ευνοϊκό και οδηγεί σε ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους.
Όπως σημείωσε ο αναλυτής της Bank of America, Θάνος Βαμβακίδης, σε webinar που διοργάνωσε η αμερικάνικη τράπεζα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα τα πάει πολύ καλύτερα απ’ ό,τι περίμεναν οι αγορές στα χρόνια μετά την πανδημία, και σε ότι αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης και σε ότι αφορά τα δημοσιονομικά, με στήριξη από τα κεφάλαια του RRF, ενώ έχει βοηθήσει σημαντικά και η πολιτική σταθερότητα. Ωστόσο, όπως πρόσθεσε, το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών αποτελεί την «αχίλλειο πτέρνα» της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, είναι πολύ σημαντικό τα ευρωπαϊκά κονδύλια να ξοδευτούν σε παραγωγικές επενδύσεις καθώς και να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις ώστε να εξασφαλιστεί ότι η ευκαιρία που δίνεται στην Ελλάδα μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης να οδηγήσει σε μία μακροχρόνια θετική κατάσταση στην οικονομία.
Η JP Morgan επανέλαβε τη θετική της στάση για τις ελληνικές μετοχές, διατηρώντας τη σύσταση overweight με “οδηγούς”, όπως τόνισε, τη νέα κανονικότητα της ελληνικής οικονομίας με ανάπτυξη άνω του 2% – την καλύτερη στην Ευρωζώνη, τους υγιείς πλέον ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, τις αυξανόμενες αποδόσεις κεφαλαίου του κλάδου που θα είναι μεγαλύτερες από ότι αναμένουν οι επενδυτές, και τις υψηλές μερισματικές αποδόσεις. Όπως εκτιμά τα χαρτοφυλάκια που επενδύουν σε ευρωπαϊκές μετοχές αναμένεται να αυξήσουν τις τοποθετήσεις τους στις ελληνική αγορά. Η JP Morgan υπογράμμισε για μία ακόμη φορά ότι οι μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι φθηνές σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ειδικά σε όρους μερισματικής απόδοσης.
Facebook Comments