«Το εντυπωσιακό χατ-τρικ του ΟΔΔΗΧ για το ελληνικό χρέος»

Στο εντυπωσιακό ποσό των 56,5 δισ. ευρώ διαμορφώθηκαν οι προσφορές από 430 επενδυτές στη δεύτερη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές για το 2025, ποσό ρεκόρ στην ιστορία του Ελληνικού Δημοσίου, επιβεβαιώνοντας την ισχυρή ζήτηση για τα ελληνικά assets και την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εν μέσω ενός αβέβαιου διεθνούς περιβάλλοντος.
Με μία τριπλή κίνηση-ματ ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους κατάφερε να καλύψει πριν καν ολοκληρωθεί το τρίτο τρίμηνο, το 91% των δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου για το σύνολο του 2025, ενώ ενίσχυσε τη ρευστότητα στην αγορά και έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα ότι υλοποιείται η δέσμευση για μείωση του χρέους, δίνοντας στους οίκους αξιολόγησης περαιτέρω λόγους να συνεχίσουν να αναβαθμίζουν την Ελλάδα. Μία αρκετά… θαρραλέα κίνηση, λόγω της αυξημένης μεταβλητότητας, της ανόδου του κόστους δανεισμού γενικότερα, καθώς και των πιο «απαιτητικών» καινούργιων επενδυτών που έχει φέρει η επενδυτική βαθμίδα.
Ειδικότερα, το Ελληνικό Δημόσιο προχώρησε στο «άνοιγμα» του 15ετούς ομολόγου που είχε εκδοθεί το 2023 και του 30ετούς ομολόγου που είχε εκδοθεί το 2024, αντλώντας συνολικά 3 δισ. ευρώ. Η απόδοση στο reopening του ομολόγου λήξης 18 Ιουλίου 2038 διαμορφώθηκε στις 126 μονάδες βάσης πάνω από το mid swap, στο 4,057%, ενώ αντλήθηκαν 2 δισ. ευρώ από συνολικές προσφορές που ξεπέρασαν τα 35 δισ. ευρώ. Η απόδοση στο reopening του 30ετούς λήξης 15 Ιουνίου 2054, έκλεισε στις 175 μ.β πάνω από το mid swap και στο 4,408%, με την Ελλάδα να αντλεί 1 δισ. ευρώ, ενώ οι συνολικές προσφορές ξεπέρασαν τα 21,5 δισ. ευρώ.
Πλέον το μέγεθος των δύο τίτλων έχει αυξηθεί σε 5,5 δισ. ευρώ για τον πρώτο και σε 4 δισ. ευρώ για τον δεύτερο, ενισχύοντας έτσι τη ρευστότητά τους.
Το «άνοιγμα» των τίτλων διενεργήθηκε με παράλληλη ανταλλαγή δύο ομολόγων που λήγουν το επόμενο έτος, των τίτλων λήξης 12 Φεβρουαρίου 2026 και λήξης 23 Ιουλίου του 2026, με τιμή 98,17 και 99,77, αντίστοιχα. Έτσι από τα 3 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν από τα reopening, το 1,5 δισ. ευρώ προήλθε από την ανταλλαγή και το υπόλοιπο 1,5 δισ. ευρώ ήταν «φρέσκο χρήμα». Αυτή η διαδικασία (switch and tender) είχε δοκιμαστεί και το 2023 και αποσκοπεί στη μείωση του χρέους. Ουσιαστικά, η εξόφληση των δύο τίτλων λήξης 2026 προ-μειώνει το χρέος καθώς μειώνει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για την επόμενη χρονιά κατά 1,5 δισ. ευρώ.
Έπειτα από αυτές τις κινήσεις, το συνολικό ποσό που έχει αντληθεί φέτος διαμορφώνεται στα 7,25 δισ. ευρώ – συμπεριλαμβανομένων των 4 δισ. ευρώ που είχαν αντληθεί από την έκδοση 10ετούς ομολόγου τον Ιανουάριο και τα 250 εκατ. ευρώ από το reopening του τίτλου τον Φεβρουάριο -, τη στιγμή που ο δανειακός στόχος για φέτος είχε τεθεί στα 8 δισ. ευρώ.
Καθώς πλέον έχει «κλείσει» το 90,6% του προγράμματος δανεισμού, εάν και εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν, ο φετινός στόχος μπορεί τελικά να «ανέβει», κάτι που θα αποφασιστεί αργότερα μέσα στο έτος.
Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μπορεί με άνεση πλέον να παρακολουθεί τις εξελίξεις και τις επιπτώσεις από την εμπορική πολιτική Τραμπ, έχοντας εξασφαλίσει ότι δεν «πρέπει» να βγει στις αγορές να αναζητήσει κεφάλαια.
Αξιοσημείωτο είναι πως παρά τι ισχυρές πιέσεις που έχουν ασκηθεί στην αγορά ομολόγων της ευρωζώνης τις τελευταίες ημέρες, η Ελλάδα κατάφερε να βγει στις αγορές με απόλυτη επιτυχία καθώς όχι μόνο η ζήτηση ήταν εντυπωσιακή αλλά και οι αποδόσεις που επιτυχίες ήταν κοντά, αν όχι χαμηλότερες από αυτές που είχαν τα δύο ομόλογα που επανεκδόθηκαν κατά την ημέρα της έκδοσής τους, ένα και δύο περίπου χρόνια πριν.
Η Γερμανία έχει «ανεβάσει» τα κόστη δανεισμού στην ευρωζώνη, έπειτα από την «ιστορική» στροφή που σχεδιάζει προς τη δημοσιονομική χαλάρωση. Η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου βρέθηκε στα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιούνιο του 2011 και την περίοδο της κρίσης χρέους, πλησιάζοντας το 3%, ενώ ανοδικά έχουν κινηθεί οι αποδόσεις και των περισσότερων ομολόγων της ευρωζώνης, λόγω του sell-off που ξέσπασε λόγω του προτεινόμενου σχεδίου για μαζική αύξηση του κρατικού δανεισμού με στόχο την αναμόρφωση της γερμανικής οικονομίας και την τόνωση των στρατιωτικών δαπανών.
Ο πιθανός επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς βρίσκεται σε αγώνα δρόμου με τον χρόνο για να εξασφαλίσει υποστήριξη στο κοινοβούλιο για τη χαλάρωση του ισχύοντος πλαισίου δημοσιονομικής πειθαρχίας για χάρη της άμυνας, αλλά και για την ενίσχυση των κρατικών υποδομών. Το CDU/CSU και το SPD, πρότειναν πριν μερικές ημέρες τη χαλάρωση του «φρένου χρέους» για την κάλυψη αμυντικών δαπανών και τη δημιουργία ειδικού ταμείου 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για την χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού των υποδομών, το οποίο και χαρακτηρίστηκε από οικονομολόγους «δημοσιονομικό μπαζούκας».
Η απόδοση του γερμανικού 10ετούς έχει σκαρφαλώσει έκτοτε από το 2,38% στο 2,94%, στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 περίπου ετών, με αναλυτές να εκτιμούν ότι θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα το επόμενο διάστημα λόγω της αύξησης του δανεισμού και των δαπανών της Γερμανίας. Η Goldman Sachs αναθεώρησε ανοδικά τις εκτιμήσεις της, αναμένοντας πλέον ότι οι αποδόσεις του Bund θα κινηθούν στο 3% φέτος 2025 και στο 3,25% μέχρι το τέλος του 2026, ενώ και η Société Générale εκτιμά πως φέτος οι γερμανικές αποδόσεις θα κινούνται στο 3% χωρίς να αποκλείει μια κίνηση υψηλότερα εάν μειωθούν οι προσδοκίες για τις μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ.
Εντωμεταξύ, και η απόδοση του 10ετούς γαλλικού ομολόγου φλέρταρε με τα υψηλότερα επίπεδα από το 2011, καθώς έφτασε έως και το 3,58% χθες, ενώ ανοδικά έχουν κινηθεί οι αποδόσεις όλων των ομολόγων της ευρωζώνης γενικότερα, με το ελληνικό 10ετές να κινείται στο 3,683% στα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιούνιο του 2024.
Ωστόσο παρά το γενικότερο sell-off, τα spreads έχουν συρρικνωθεί, καθώς η άνοδος των αποδόσεων στην υπόλοιπη ευρωζώνη ήταν μικρότερη από αυτή των γερμανικών. Το γαλλικό spread διαμορφώνεται στις 69 μ.β. τα χαμηλότερα επίπεδα από τον περασμένο Ιουλίου, το ιταλικό spread κινείται στις 106 μ.β κοντά στα χαμηλά τριάμισι ετών, ενώ στις 81 μ.β κινείται το ελληνικό spread, σε πολυετή χαμηλά.
Πάντως, οι αναλυτές της Citigroup σημειώνουν ότι εάν η ανατιμολόγηση της αγοράς που προκάλεσε το γερμανικό σχέδιο μετακινηθεί στο παρασκήνιο, βραχυπρόθεσμοι παράγοντες όπως οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη από τους δασμούς και η παγκόσμια αβεβαιότητα, μπορεί να αρχίσουν να κυριαρχούν, οδηγώντας τις αποδόσεις του Bund στο εύρος του 2,25-2,75%. «Παρά τις συνεχιζόμενες αναταράξεις, είναι πολύ νωρίς για να κηρύξουμε το τέλος του ασφαλούς καταφυγίου των γερμανικών ομολόγων», τονίζει η αμερικάνικη τράπεζα.
Facebook Comments