Σημαντικό μήνυμα προς τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης στέλνει η Ελλάδα καθώς «σβήνει» το πρώτο μνημόνιο 10 χρόνια νωρίτερα ενώ από το 2029 δεν θα είναι πλέον η πιο υπερχρεωμένη χώρα στην Ευρώπη, χάρη στην ραγδαία αποκλιμάκωση που θα συνεχίσει να καταγράφει το δημόσιο χρέος, με «ώθηση» και από το σχέδιο της κυβέρνησης για την πρόωρη αποπληρωμή πιο μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων. 

Σύμφωνα με το σχέδιο ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού χρέους – ύψους περίπου 31,6 δισ. ευρώ – θα αποπληρωθεί έως το 2031, δηλαδή δέκα χρόνια νωρίτερα από την αρχική λήξη του. Αυτό το ποσό αφορά το υπόλοιπο των δανείων (GLF) συνολικού ύψους 52,9 δισ. ευρώ που δόθηκαν στη χώρα μας από 14 χώρες της ευρωζώνης το πλαίσιο του πρώτου προγράμματος διάσωσης το Μάιο του 2010, το οποίο περιελάμβανε και δάνεια ύψους 20,1 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ που η Ελλάδα εξόφλησε πλήρως, πριν τη λήξη τους, το 2022. Οι δόσεις των GLF επεκτείνονται έως και το 2041 και η κάθε δόση είναι ύψους 2,645 δισ. ευρώ (πλην των δύο τελευταίων που είναι 1,939 δισ. ευρώ το 2040 και 571 εκατ. ευρώ το 2041). Η φετινή δόση μαζί με αυτές των επόμενων τριών ετών (2026-2028)  έχουν ήδη προπληρωθεί από το 2023 και το 2024, ενώ οι πρόωρες πληρωμές ξεκίνησαν το 2022. Έτσι έχουν ήδη αποπληρωθεί 21,3 δισ. ευρώ συνολικά και το υπολειπόμενο ποσό (δόσεις 2029-2041) ανέρχεται σε 31,6 δισ. ευρώ.

Την αρχή του σχεδίου της αποπληρωμής των 31,6 δισ. ευρώ πολύ νωρίτερα από τη λήξη τους, την είχε ανακοινώσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέδριο του Bloomberg τον Νοέμβριο του 2024. Όπως είχε πει, το 2025 θα αποπληρωθούν πρόωρα τουλάχιστον 5,3 δισ. ευρώ τα οποία θα καλύπτουν, αναλογικά (pro rata), μέρος των συνολικών δόσεων των δανείων GLF που αφορούν το διάστημα 2033 έως και το 2041.

Στόχος είναι από φέτος και στα επόμενα έξι χρόνια (έως το 2031), με ανάλογες κινήσεις, να έχουν εξοφληθεί πλήρως αυτά τα δάνεια, αντί του αρχικού πλάνου για εξόφληση το 2041. Έτσι, με «όπλο» τα ταμειακά διαθέσιμα τα οποία αυτή τη στιγμή ξεπερνούν τα 44 δισ. ευρώ, ξεκινώντας τον προσεχή Δεκέμβριο, θα αποπληρώνεται πρόωρα το πολύ μακροπρόθεσμο χρέος της Ελλάδας και φυσικά το διάστημα του οποίου οι δόσεις έχουν επιλεχθεί να προεξοφληθούν (2033-2041) δεν είναι καθόλου τυχαίο.

Από το 2033, η Ελλάδα θα πληρώνει αυξημένα τοκοχρεολύσια. Εκείνη τη χρονιά θα πρέπει να γίνει πληρωμή τόσο των τόκων που τρέχουν όσο και των τόκων του δανείου του EFSF του 2013 των οποίων είχε αναβληθεί η πληρωμή μέχρι το 2032 καθώς τελειώνει η 20ετης περίοδος χάριτος που είχε λάβει η χώρα μας σαν μέτρο ελάφρυνσης χρέους με βάση δύο αποφάσεις του Eurogroup (2013, 2018). Έτσι, ενώ έως το 2032 τα χρεολύσια σε μέσο όρο είναι στα 10 δισ. ευρώ ετησίως περίπου, ξαφνικά το 2033 εκτινάσσονται πάνω από τα 17 δισ. ευρώ.

Αν και θεωρείται πως θα είναι μία απόλυτα διαχειρίσιμη κατάσταση καθώς το 2033 η ελληνική οικονομία θα είναι μεγαλύτερη με το ΑΕΠ να ξεπερνά τα 300 δισ. ευρώ, η πιστοληπτική της αξιολόγηση θα είναι στην κατηγορία του «Α» και συνεπώς θα μπορεί άνετα να αντλήσει από τις αγορές υπερδιπλάσια ποσά από τα 8-10 δισ. ευρώ που αντλεί ετησίως τα τελευταία χρόνια, ωστόσο το οικονομικό επιτελείο θέλει να «σβήσει» ακόμη και αυτή την μη βάσιμη αλλά υπαρκτή ανησυχία.

Σημειώνεται πως το «ξεπάγωμα» αυτών των τόκων του EFSF δημιουργεί μία πρόσθετη υποχρέωση ύψους 25 δισ. ευρώ περίπου, ωστόσο αυτό το ποσό δεν θα πληρωθεί ολόκληρο το 2033 αλλά σταδιακά, κατά 1-1,5 δισ. ευρώ κάθε έτος για τα 20 έτη που θα ακολουθήσουν.

Αξίζει να σημειωθεί πάντως, βάσει των αποφάσεων του Eurogroup του Μαΐου 2018, η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει την πιθανότητα επιπλέον στήριξης από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στην περίπτωση που, έως το 2032, προκύψει παγκόσμια κρίση ή γεγονός ανωτέρας βίας που θα μπορούσε να πλήξει τη βιωσιμότητα του χρέους, χωρίς δική της υπαιτιότητα. Με άλλα λόγια η χώρα μας έχει διασφαλίσει μία παροχή εγγύησης προς αυτήν, αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της για την μετά το 2032 εποχή. Πάντως, έως τώρα και παρά τα πολλαπλά σοκ των τελευταίων ετών – πανδημία, ενεργειακή κρίση, γεωπολιτικές εντάσεις – το ελληνικό δημόσιο χρέος παρέμεινε σε βιώσιμη τροχιά, χωρίς να φαίνεται απαραίτητη σήμερα η παροχή επιπλέον μέτρων το 2032.   

Με βάση τα παραπάνω, στόχος είναι ο δείκτης του χρέους από το 145,7% που θα μειωθεί φέτος, το 2027 να είναι στο 140% και το 2030 στο 120%, αν και δεν αποκλείονται ακόμα καλύτερες επιδόσεις. Αυτό σημαίνει πως σε δύο χρόνια θα είναι χαμηλότερος από αυτόν της Ιταλίας, ενώ στα επόμενα πέντε χρόνια εκτός από τον ιταλικό (137,7%) ο ελληνικός δείκτης χρέους θα είναι χαμηλότερος και από αυτόν της Γαλλίας (128,4%), του Βελγίου (125,6%) αλλά και των ΗΠΑ (128,2%), αν λάβουμε υπόψη τις προβλέψεις του ΔΝΤ.

Στόχος όμως είναι η μείωση του χρέους και σε απόλυτα επίπεδα. Σύμφωνα με τη στρατηγική του ΟΔΔΗΧ το ελληνικό χρέος, από 364,9 δισ. ευρώ το 2024, φέτος αναμένεται να μειωθεί στα 362-363 δισ. ευρώ, ενώ στόχος είναι η μείωσή του κατά 1 δισ. ευρώ τουλάχιστον, ετησίως, τα επόμενα χρόνια.

Έτσι η Ελλάδα, όχι μόνο στο κοντινό μέλλον αλλά και στο μακρινό, μετά το 2032, διαβεβαιώνει ότι θα ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις της, δείχνοντας με απτό τρόπο πως ήδη λαμβάνει μέτρα ώστε η ομαλότητα στην οποία είχε επιστρέψει θα διατηρηθεί.

Σύμφωνα με αναλυτές αυτή η κίνηση θα αποτελέσει καταλύτη ώστε σε έξι χρόνια από τώρα η αξιολόγηση τη χώρας να έχει ανέβει στην κατηγορία του «Α», ίσως και στο «Α+» (τέσσερα σκαλοπάτια υψηλοτέρα από την τρέχουσα πιο υψηλή αξιολόγηση), επιστρέφοντας πλήρως έτσι στην κανονικότητα προ κρίσης.

Facebook Comments