Ο Τραμπ τζογάρει, απειλεί και συνεχίζει τα πειράματά του, ωστόσο το όραμά του να κάνει την Αμερική Μεγάλη Ξανά έχει γυρίσει μπούμερανγκ. Εκτός του ότι αντ’αυτού… κινδυνεύει να κάνει την Ευρώπη Μεγάλη Ξανά κάνει και τις ΗΠΑ φτωχότερες με τις αγορές να προεξοφλούν ξεκάθαρα πως η δημοσιονομική βόμβα θα εξελιχθεί σε δημοσιονομική κρίση. Ακόμα δεν έχει καταλάβει ο Αμερικανός πρόεδρος ότι κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τις αγορές…

Ενώ τα πράγμα στο εμπορικό μέτωπο είχαν ηρεμήσει κάπως, παρόλο που κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά θα γίνει όταν λήξουν οι 90ήμερες παύσεις, ο Τραμπ επανήλθε στα… φυσιολογικά του επίπεδα, εκτοξεύοντας νέες απειλές για δασμούς στην Ευρώπη, ενώ προχώρησε ακάθεκτός σε αυτό που αναλυτές και οικονομολόγοι βλέπουν ως μονόδρομο διόγκωσης του τεράστιου αμερικάνικου χρέους και ελλείμματος, στον Big, beautiful bill.

Ο χρόνος μετράει αντίστροφα για το τέλος της προθεσμίας για την 90ήμερη παύση των «αμοιβαίων» δασμών του Τραμπ, η οποία απειλεί να ανατρέψει τους παγκόσμιους εμπορικούς δεσμούς και να εμβαθύνει την εμπορική σύγκρουση μεταξύ των μεγαλύτερων υπερδυνάμεων του κόσμου. Μερικοί επενδυτές έχουν αρχίσει να αντισταθμίζουν το δολάριο, να ρευστοποιούν τα κέρδη τους από αμερικανικές μετοχές, κατανέμοντας περισσότερα κεφάλαια στην Ευρώπη και την Ασία και κρατώντας περισσότερα μετρητά. Μάλιστα όπως δήλωσαν στελέχη των Goldman και JP Morgan κατά τη διάρκεια ξεχωριστών συνεδρίων που πραγματοποιήθηκαν στο Λονδίνο την περασμένη εβδομάδα λαμβάνουν ολοένα και  περισσότερα ερωτήματα επενδυτών σχετικά με την ανθεκτικότητα των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων και βοηθούν τους πελάτες να μεταφέρουν περισσότερα κεφάλαια στην Ευρώπη, να επενδύσουν δηλαδή σε ευρωπαϊκά assets. 

Αυτό λοιπόν που έχει καταφέρει ο Τραμπ και η αβεβαιότητα που έχει σπείρει διεθνώς,  είναι να διώξει τους επενδυτές από τις ΗΠΑ, στρέφοντας τους ουσιαστικά προς την Ευρώπη η οποία είναι αντιμέτωπη με μία τεράστια ευκαιρία λόγω της κρίσης εμπιστοσύνης της Αμερικής. Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης φαίνεται ξεκάθαρα στην βύθιση του δολαρίου και στην εκτόξευση των αποδόσεων των αμερικάνικων ομολόγων.

Η ΕΚΤ έστειλε ηχηρό μήνυμα για αυτή την εξέλιξη. Όπως σημείωσε στην έκθεσή της για την Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα΄, υπάρχουν ενδείξεις ότι η αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής κάνει τους επενδυτές να ανησυχούν για τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία. Ειδικότερα, όπως τόνισε, η «η απρόβλεπτη φύση των αμερικανικών πολιτικών φαίνεται να έχει οδηγήσει τους επενδυτές να απαιτούν υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου για τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία». Ταυτόχρονα, όπως πρόσθεσε, «μπορεί επίσης να έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη στο δολάριο ΗΠΑ ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και στα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ ως ασφαλή περιουσιακά στοιχεία».

Παράλληλα η ΕΚΤ προειδοποίησε τους επενδυτές ότι η επίμονα αυξημένη συγκέντρωση στις αγορές μετοχών των ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή η ΕΚΤ τόνισε ότι οι υψηλότερες εισροές και η προοπτική δημοσιονομικής επέκτασης θα μπορούσαν να στηρίξουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές της ζώνης του ευρώ. Όπως  είπε, η πιο θετική στάση των αγορών έναντι της ευρωζώνης ενδέχεται να συνεχιστεί, καθώς τα παγκόσμια επενδυτικά χαρτοφυλάκια ενδέχεται να απομακρυνθούν από την προηγούμενη ισχυρή overweight θέση στις ΗΠΑ.

Και η ΕΚΤ δεν είναι η μόνη. Διεθνείς οίκοι υπογραμμίζουν σχεδόν καθημερινά ότι η Ευρώπη ολοένα και περισσότερο έδαφος σε όρους επενδυτικής ελκυστικότητας. Όπως σημείωσε η Berenberg έπειτα από το Ευρωπαϊκό Συνέδριο που διοργάνωσε στο Μανχάταν, «η Ευρώπη επέστρεψε», προσθέτοντας πως το story της Ευρώπης βασίζεται σε δύο πυλώνες, όπως επισημαίνει: 1) Οι ΗΠΑ φαίνονται λιγότερο ελκυστικές λόγω των ανησυχητικών κινήσεων του Τραμπ, 2) στην Ευρώπη, η Γερμανία αναλαμβάνει επιτέλους τον ηγετικό ρόλο που θα έπρεπε να είχε διαδραματίσει τα τελευταία 15 χρόνια.

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ οι οποίες βλέπουν την αξιολόγησή τους να υποβαθμίζεται, στην Ευρώπη οι θετικές προοπτικές ενισχύονται, με τη μεγαλύτερη οικονομία της περιοχής, τη Γερμανία, να διαθέτει δημοσιονομικό χώρο τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει χωρίς να φοβάται τους “τιμωρούς” των ομολόγων.

Και το σίγουρο είναι ότι ο Τραμπ δεν σταματά να εκπλήσσει., με την κακή έννοια... Ενώ οι αγορές έστελναν στις ΗΠΑ ένα επείγον μήνυμα, να αντιμετωπίσει το τεράστιο χρέος και το εκρηκτικό έλλειμμα, αυτός απάντησε ουσιαστικά «αντ’ αυτού, θα εκδώσουμε περισσότερο χρέος», προωθώντας το περίφημο φορολογικό του νομοσχέδιο. Η υποβάθμιση από την Moody’s η οποία αφαίρεσε και το τελευταίο τριπλό «Α» που είχαν οι ΗΠΑ από τους μεγάλους οίκους, έφερε στο προσκήνιο τις ανησυχίες για τα δημοσιονομικά οι οποίες και ενισχύθηκαν από το «Big, beautiful bill», το νομοσχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο κάθε άλλο παρά «όμορφο» το θεωρούν οι επενδυτές.

Το «Sell America» επέστρεψε έτσι έπειτα από ένα μικρό διάλειμμα τις τελευταίες εβδομάδες, με αποτέλεσμα το δολάριο και τα αμερικάνικα ομόλογα να συναντήσουν και πάλι τους…  «τιμωρούς» τους. Οι αγορές, όπως έχουν αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν, δεν «συγχωρούν» τη δημοσιονομική αταξία και την αλαζονεία, και έστειλαν και πάλι τις αποδόσεις των αμερικάνικων Treasuries, το κόστος δανεισμού δηλαδή των ΗΠΑ, στα ύψη, και γύρισαν την πλάτη στο δολάριο. Το διογκούμενο χρέος των ΗΠΑ που σύντομα θα ξεπεράσει, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυτό πολλών χωρών, σε συνδυασμό με το εκρηκτικό έλλειμμα αποτελεί έναν εφιάλτη για τον Τραμπ από τον οποίο δύσκολα θα απελευθερωθεί όσο και αν «τζογάρει» στο ότι οι επενδυτές θα χρηματοδοτήσουν τα πειράματά του.

Το νομοσχέδιο, επεκτείνει τις φορολογικές περικοπές που ψηφίστηκαν κατά την πρώτη θητεία Τραμπ το 2017, ενώ παρέχει δαπάνες για άμυνα και για τη χρηματοδότηση των μαζικών απελάσεων. Επίσης, καταργεί προσωρινά ορισμένους φόρους ενώ προβλέπει σημαντικές περικοπές δαπανών, συμπεριλαμβανομένων του προγράμματος υγειονομικής περίθαλψης Medicaid, καθώς και του Snap, ενός προγράμματος επισιτιστικής βοήθειας. Ο Τραμπ ελπίζει ότι το νομοσχέδιο θα «μεταμορφώσει» τη λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ότι οι νέες φορολογικές μειώσεις σε συνδυασμό με την απορρύθμιση θα μειώσουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού στο 3% από το σημερινό 6,4% και θα εκτοξεύσουν την ανάπτυξη στο 5,2% τα επόμενα τέσσερα χρόνια, δημιουργώντας 7,4 εκατ. νέες θέσεις εργασίας και αυξάνοντας τις επενδύσεις.

Οι επενδυτές όμως έχουν διαφορετική γνώμη. Προεξοφλούν ότι η δημοσιονομική κρίση είναι αναπόφευκτη. Το κόστος του νομοσχεδίου είναι βαρύ. Αναλυτές εκτιμούν ότι οι σαρωτικές φορολογικές μειώσεις που προωθεί θα προσθέσουν 3-5 τρισ. δολάρια στο εθνικό χρέος μέσα στην επόμενη δεκαετία, το οποίο ήδη ξεπερνά τα 36 τρισ. δολ. Ο δείκτης εθνικού χρέους, από 98% του ΑΕΠ σήμερα, αναμένεται να ξεπεράσει κατά πολύ το 130% του ΑΕΠ έως το 2030, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα εκτιναχθεί στο 7% του ΑΕΠ.

Κατά την Deutsche Bank, δύο είναι οι λύσεις: «Οι ΗΠΑ είτε να αναθεωρήσουν δραστικά το τρέχον νομοσχέδιο, ώστε να οδηγήσει σε μια αξιόπιστα αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική, είτε η αξία του αμερικανικού χρέους εκτός δολαρίου πρέπει να μειωθεί σημαντικά μέχρι να γίνει αρκετά φθηνό για να επιστρέψουν οι ξένοι επενδυτές». Όπως προειδοποιεί, «προετοιμαστείτε για ακόμα μεγαλύτερη αναταραχή στις αγορές». Με λίγα λόγια οι αγορές θα δοκιμάσουν το «όριο αντοχής» του Τραμπ αναγκάζοντάς τον να οπισθοχωρήσει από μια μη βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική, όπως ακριβώς συνέβη και με την εμπορική πολιτική του.

Facebook Comments