Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας να απορρίψει τις αιτήσεις ακυρώσεως κατά του νόμου που επιτρέπει τη λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων στην Ελλάδα δεν είναι μια συνηθισμένη νομολογιακή εξέλιξη. Είναι ένα ορόσημο. 

Ένα σημείο καμπής, όπου ο θεσμικός εγγυητής του Συντάγματος επιλέγει να «ερμηνεύσει» μια απολύτως ρητή και απαγορευτική διάταξη με τρόπο που ουσιαστικά την αχρηστεύει. Μιλάμε για το άρθρο 16 παράγραφος 8, όπου ο συντακτικός νομοθέτης έχει διατυπώσει χωρίς περιστροφές ότι «η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, το ΣτΕ θεωρεί ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της χώρας. Αναφέρεται στην ελευθερία της εκπαίδευσης, στην ακαδημαϊκή ελευθερία, στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ κρατών-μελών, καθώς και σε διατάξεις του ενωσιακού δικαίου για την ελευθερία εγκατάστασης και την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης. Ξεχνάει βέβαια να μας πει για τις πρώτες πρώτες ευρωπαϊκές διατάξεις, περί ίσης μεταχείρισης, εθνικής κυριαρχίας, αυτοτέλειας των κρατών κτλ κτλ. Το ΣτΕ φτάνει στο συμπέρασμα ότι, εφόσον πληρούνται ποιοτικοί και θεσμικοί όροι με ειδικό νόμο, η λειτουργία παραρτημάτων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων δεν αντίκειται στο Σύνταγμα.

Επίσης, ενώ τέθηκε από την μειοψηφία, παρέλειψε υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν το έκανε. Ξέρετε γιατί; Γιατί ήξερε ότι το Δικαστήριο δεν θα του έδινε απάντηση που θα του άρεσε! Θα του έλεγε:

«Όταν λέμε απαγορεύεται, εννοούμε απαγορεύεται. Εσύ το λες στο Σύνταγμα σου!»

Στο ΣτΕ προτίμησε να αποφανθεί ανευ προδικαστικού ερωτήματος, σαν να πρόκειται για πολιτικό όργανο που ζυγίζει συμφέροντα και όχι για συνταγματικό δικαστή που οφείλει να εφαρμόζει το Σύνταγμα.

Η ερμηνεία αυτή όμως εγείρει σοβαρές αντιρρήσεις. Ο συντακτικός νομοθέτης δεν προέβλεψε εξαιρέσεις, ούτε παραθυράκια. Επέλεξε, με πλήρη συνείδηση, να απαγορεύσει τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων — είτε ιδρύονται απευθείας στην Ελλάδα είτε προέρχονται από το εξωτερικό.

Όταν λέμε απαγορεύεται, δεν εννοούμε ότι «επιτρέπεται εάν διασφαλιστεί η ποιότητα της εκπαίδευσης.»

Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων προσφέρουν καλές σπουδές ή αν διευρύνουν τις επιλογές των φοιτητών (γρήγορη απάντηση : Όχι δεν το κάνουν, είδαμε ποιοι έκαναν αίτηση για να έρθουν στην χώρα να ανοίξουν παραρτο-πανεπιστήμια). Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιος μπορεί να αλλάζει το Σύνταγμα. Και η απάντηση είναι απλή: όχι τα δικαστήρια. Αν το άρθρο 16 κρίνεται ανεπαρκές ή ξεπερασμένο, υπάρχει μόνο ένας θεσμικά νομιμοποιημένος δρόμος: η συνταγματική αναθεώρηση. Η απόφαση του ΣτΕ επιχειρεί να επιλύσει ένα πολιτικό πρόβλημα με δικαστικό ελιγμό. Υποκαθιστά τη συντακτική εξουσία, επικαλείται το ευρωπαϊκό δίκαιο επιλεκτικά και ερμηνεύει το «απαγορεύεται» σαν να πρόκειται για «επιτρέπεται υπό όρους».

 Μιλάμε για μια συνταγματική εκτροπή

Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ούτε κατ’ιδέαν δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον θεματοφύλακας του Συντάγματος. Νομιμοποιεί κατά παραγγελία μια ήδη δρομολογημένη πολιτική επιλογή, επικαλούμενη νομικά εργαλεία που δεν δικαιολογούν το εύρος της ανατροπής.

Ανοίγονται επικίνδυνοι δρόμοι

Η απόφαση δημιουργεί μάλιστα ένα προηγούμενο: ότι τα ρητά του Συντάγματος μπορούν να καμφθούν, εφόσον υπάρχουν επαρκείς λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας. Η οποιαδήποτε θεωρία περί «επαυξημένου Συντάγματος» είναι καθαρά νομικίστικη και λειτουργεί ως πίσω πόρτα για να παρακάμπτουμε το Σύνταγμα όποτε θέλουμε πχ μνημόνιο και πανεπιστήμια, και να το χρησιμοποιούμε όποτε θέλουμε πχ για Προανακριτικές, για τις συντάξεις των δικαστών κτλ.

Η απόφαση αυτή δεν είναι τεχνική, ούτε νομική. Φτάνει εκεί που θέλει να φτάσει. Είναι βαθιά πολιτική. Και για τον λόγο αυτό, είναι και βαθιά προβληματική. Όταν το ΣτΕ ερμηνεύει κατά τρόπο που αναιρεί το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος, δεν έχουμε ερμηνεία – έχουμε υποχώρηση της συνταγματικής δημοκρατίας. Υποτίθεται το ΣτΕ είναι ανάχωμα στην συνταγματική αυθαιρεσία. Δεν είναι.

Και εν τω μεταξύ πανηγυρίζουν και μιλάνε για «πρόοδο» και «δικαίωση» ποιοι; Εκείνοι που κυβερνούν την χώρα για 40+ έτη.

Το «απαγορεύεται» δεν είναι λέξη που σηκώνει προϋποθέσεις. Δεν είναι επιδεκτικό διαφοροποιήσεων, ούτε μπορεί να περιοριστεί μέσω συνδυαστικής ερμηνείας με άλλες διατάξεις ή αρχές. Αν το θέλει η κυβέρνηση, ας πάρει την πολιτική ευθύνη, και ας επιχειρήσει συνταγματική αναθεώρηση. Δεν χρειαζόταν να επιστρατεύσει και το ΣτΕ για να κρυφτεί. 

Facebook Comments