Τους κοιτώ, μετά το συνέδριο, και νιώθω μια βαθιά λύπη.

Στα πρόσωπά τους διακρίνει κανείς εκείνη τη βαριά, σχεδόν υπαρξιακή μελαγχολία· το άγχος ενός οριστικού πολιτικού τέλους. Εκεί, στην πάλαι ποτέ πολύβουη Κουμουνδούρου, που άλλοτε έσφυζε από τις διελεύσεις υπουργών και κομματικών παραγόντων, σήμερα βασιλεύει η σιωπή.

Ίσως, κάπου μέσα τους, είχαν προαισθανθεί το αναπόδραστο της πορείας τους.

Με το πέρας αυτού του συνεδριακού τριημέρου, η συνειδητοποίηση ήταν αναπόφευκτη:
Το μαγαζί κατεβάζει ρολά. Οριστικά.

Όχι μόνο έχουν εκμηδενιστεί οι πιθανότητες επιστροφής, αλλά η ίδια η πολιτική τους ύπαρξη φαντάζει πλέον αχρείαστη.

Και τώρα, κατηφορίζοντας προς το ιστορικό 3% των ιδεολογικών τους προκατόχων, έρχεται και η πιο σκληρή διαπίστωση:
Το τέλος δεν είναι απλώς εκλογικό — είναι υπαρξιακό.

Ο Σύριζα πλησιάζει δραματικά τα παλιά ποσοστά των προκατόχων του, δίχως όμως κανένας να ξέρει τι κενό καλύπτει μέσα στο πολιτικό μας σκηνικό, τι είδους ιδεολογικό χώρο διακονεί, σε ποια κοινωνικά στρώματα απευθύνεται. Δεν είναι μόνο ότι αυτά τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα στον μέσο ψηφοφόρο, το κυριότερο είναι ότι αδυνατούν να τα απαντήσουν ακόμα και τα πιο βαρβάτα στελέχη του Σύριζα.

Τους έβλεπα στο βήμα του συνεδρίου και στα πηγαδάκια απ έξω, να στροβιλίζονται δίχως προορισμό, δίχως πυξίδα.  Χειροκροτούσαν τις συναισθηματικές εξάρσεις κάποιων ομιλητών, αλλά πολιτική συζήτηση ουσίας δεν έκαναν.

Υποθέτω διότι μέσα σ’ ένα τόσο άδειο πολιτικό κέλυφος σαν τον σημερινό Σύριζα, οι μεγαλοστομίες περί κυβερνητικών προγραμμάτων και λαϊκών μετώπων και συμμαχικών κυβερνήσεων, φαντάζουν αυτόχρημα γελοίες.

Μόνο η αφόρητη ζέστη του σταδίου που μετέτρεψε τις μπροσούρες σε βεντάλιες, το φανελάκι του ιδρωμένου συντρόφου απ’ τα Χανιά και ο ανέμελος μαξιμαλισμός του άλλου συντρόφου που απαίτησε 3500 βασικό μισθό, απόμειναν στη μνήμη μας απ’ αυτό το συνέδριο.

Δεν πειράζει. Έχουν το τέλος που τους αξίζει. Μάχαιραν και εχθροπάθεια έδωκας, απαξίωση και χλευασμό θα λάβεις…

Facebook Comments