Στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την υποστήριξη του Ντόναλντ Τραμπ στο ΝΑΤΟ, τα ευρωπαϊκά μέλη της συμμαχίας υποσχέθηκαν να υπερδιπλασιάσουν το ποσό που διαθέτουν για στρατιωτικές δαπάνες.

Ο νέος στόχος για τις δαπάνες στην άμυνα θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί από όλους, όπως εκτιμούν οι οικονομολόγοι, καθώς αρκετές ευρωπαϊκές χώρες ήδη «τρέχουν» μεγάλα ελλείμματα και «φουσκωμένα» βάρη χρέους και θα βρεθούν αντιμέτωπες με αυξημένους δημοσιονομικούς κινδύνους στην επόμενη δεκαετία, μπαίνοντας στο στόχαστρο των αγορών που θα τεστάρουν τις «αντοχές» τους.

Σημειώνεται πως ο νέος στόχος -που πρέπει να επιτευχθεί στα επόμενα 10 χρόνια- τέθηκε στο 5% του ΑΕΠ και κατανέμεται ως εξής: 3,5% του ΑΕΠ για τις «σκληρές» αμυντικές δαπάνες (στρατεύματα, οπλικά συστήματα) και 1,5% για ευρύτερες υποδομές όπως κυβερνοασφάλεια, προστασία αγωγών και ενίσχυση του οδικού δικτύου για βαρέα στρατιωτικά οχήματα.

Για να φτάσουν το 5%, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των οποίων το χρέος ήδη ξεπερνά το 80% του ΑΕΠ, θα πρέπει να τριπλασιάσουν σχεδόν τα 325 δισ. ευρώ που δαπάνησαν συνολικά για την άμυνα πέρυσι, σε περισσότερα από 900 δισ. ευρώ. «Δεν πρόκειται να το καταφέρουν», όπως σημειώνει s ο Γκούντραμ Βολφ, ανώτερος συνεργάτης του think-tank Bruegel. «Εάν είσαι μια χώρα με υψηλό χρέος και δεν μπορείς να εκδώσεις περισσότερο χρέος, αυτό σημαίνει πολύ δύσκολες δημοσιονομικές επιλογές», είπε αναφερόμενος στις μεγάλες αυξήσεις φόρων ή στις περικοπές δαπανών που θα απαιτούσε η επίτευξη αυτού του στόχου.

Όπως εκτιμούν οι οικονομολόγοι, εάν εφαρμοστεί πλήρως και χρηματοδοτηθεί μέσω δανεισμού, η αύξηση των «σκληρών» αμυντικών δαπανών στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2035, αυτό θα μπορούσε να αυξήσει το χρέος χωρών της ΕΕ κατά 10-20% του ΑΕΠ την επόμενη δεκαετία.

Αυτό, κατά την Capital Economics θα προσέθετε δημοσιονομικούς κινδύνους σε ορισμένες χώρες, ιδίως στο Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ιταλία. Για παράδειγμα, ο δείκτης χρέους της Γαλλίας – εάν η κυβέρνηση αύξανε τις αμυντικές δαπάνες στο 3,5% και τις χρηματοδοτούσε εξ ολοκλήρου από υψηλότερο δανεισμό-, θα εκτοξευθεί στο 148% του ΑΕΠ το 2035. Στο Βέλγιο θα φτάσει το 140% και στην Ιταλία θα ξεπεράσει το 140%.

Την ίδια στιγμή, η αύξηση των αμυντικών δαπανών εκτιμάται ότι θα δώσει μόνο μια μικρή ώθηση στο ΑΕΠ της ΕΕ τα επόμενα χρόνια. Ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής των αμυντικών δαπανών είναι πολύ κάτω από τη μονάδα στην Ευρώπη, εν μέρει επειδή οι οικονομίες βρίσκονται ήδη κοντά στην πλήρη δυναμικότητά τους, εκτιμούν οι οικονομολόγοι. Και παρόλο που οι αμυντικές δαπάνες έχουν ενισχύσει την αύξηση της παραγωγικότητας σε άλλες χώρες διεθνώς, αυτό το αποτέλεσμα θα είναι μικρό στην Ευρώπη, επειδή οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μερίδιο των αμυντικών προϋπολογισμών τους (λιγότερο από 4% σε σύγκριση με πάνω από 10% στην Κορέα και τις ΗΠΑ).

 Κίνδυνος μαζικού sell-off στα ομόλογα

Όπως προειδοποιούν πάντως οι οικονομολόγοι, οι «τιμωροί» των ομολόγων θα βάλουν πολλές χώρες στο στόχαστρο, εκτοξεύοντας στα ύψη τα κόστη δανεισμού.

«Με τον πρόσθετο δανεισμό σε αυτή την κλίμακα να επιδεινώνει μια ήδη εύθραυστη δημοσιονομική θέση, αυξάνεται ο κίνδυνο μαζικού sell-off στις αγορές κρατικών ομολόγων κάποια στιγμή τα επόμενα χρόνια», εκτιμά η Capital Economics.

Ανάλογες είναι και οι εκτιμήσεις της Allianz. Όπως επισημαίνει ο οίκος, οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στην άμυνα έχουν αυξηθεί κατά 75% από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Ωστόσο, η επίτευξη του προτεινόμενου στόχου του 3,5% του ΑΕΠ θα απαιτήσει από τη Γερμανία να δαπανά 55 δισ. ευρώ περισσότερα ετησίως, τη Γαλλία 39 δισ. ευρώ, την Ιταλία 40 δισ. ευρώ και το Ηνωμένο Βασίλειο 35 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγμής, μόνο το Βέλγιο σκοπεύει να αυξήσει τους φόρους για να χρηματοδοτήσει την αύξηση, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επιλέξει μια αλλαγή του προϋπολογισμού του μειώνοντας την εξωτερική βοήθεια. Η Γερμανία και η Σουηδία έχουν επιλέξει το χρέος. Η Ελλάδα σχεδιάζει να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της εντός του υφιστάμενου προϋπολογισμού της.

Καθώς οι φόροι ή οι περικοπές δαπανών είναι πολιτικά δαπανηρές, η χρηματοδότηση της άμυνας με νέο χρέος θα είναι η πρώτη επιλογή για τις περισσότερες κυβερνήσεις, τονίζει η Allianz. Η εξάρτηση από το χρέος θα οδηγήσει τις αγορές να τιμωρήσουν σε κάποιες περιπτώσεις τη δημοσιονομική ολίσθηση. Η αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 1-2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέσω του χρέους θα διογκώσει σχεδόν μηχανικά τους δείκτες χρέους κατά +10-20 ποσοστιαίες μονάδες την επόμενη δεκαετία. Αυτό θα μπορούσε να διευρύνει τα spreads των κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη κατά 10-40 μονάδες βάσης, επιδεινώνοντας τη δημοσιονομική κατάσταση», όπως σημειώνει.

Μέχρι στιγμής, η βελτίωση των πρωτογενών ισοζυγίων έχει διατηρήσει τις αγορές σε ηρεμία. Τα ελλείμματα της Ιταλίας και της Ισπανίας είναι σχεδόν ισορροπημένα και τα spreads παραμένουν κάτω από τις 100 μονάδες βάσης, μακριά από τα υψηλά της εποχής της κρίσης, που ήταν πάνω από 400 μονάδες βάσης. «Αλλά μόλις χαθεί, η εμπιστοσύνη των επενδυτών ανακάμπτει αργά», τονίζει η Allianz.

Πάντως, αν και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θα αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες σε κάποιο βαθμό, είναι πιθανό να υπάρξει πλήρη συμμόρφωση γενικότερα. Όπως σημειώνει η Capital Economics, μέλη του ΝΑΤΟ στο παρελθόν συχνά δεν έχουν επιτύχει τον προηγούμενο στόχο δαπανών (2%). Και το γεγονός ότι στην Ισπανία έχει χορηγηθεί δικαίωμα εξαίρεσης και ότι ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι οι ΗΠΑ δεν δεσμεύονται από αυτό, υποδηλώνει ότι οι άλλοι μπορεί να μην το εκλάβουν κυριολεκτικά. Μέχρι στιγμής μόνο η Γερμανία έχει καταρτίσει ένα σαφές σχέδιο για την επίτευξη του 3,5%. Αντίθετα, η Γαλλία δυσκολευόταν να συμφωνήσει σε έναν προϋπολογισμό για το 2026, ακόμη και πριν λάβει υπόψη τους νέους στόχους για τις αμυντικές δαπάνες. Και παρόλο που η Ιταλία έχει δεσμευτεί να φτάσει το 2% του ΑΕΠ φέτος, η κυβέρνησή της έχει εκφράσει αμφιβολίες σχετικά με 3,5%.

Facebook Comments