Πώς το όνειρο του ισχυρού ευρώ γίνεται εφιάλτης για την ΕΚΤ και την Ευρωζώνη

Είναι ξεκάθαρο ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανησυχεί πολύ πλέον για την ταχεία ανατίμηση του ενιαίου νομίσματος φέτος, τη στιγμή που λίγες μόλις εβδομάδες πριν η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλούσε για τη στιγμή του «παγκόσμιου ευρώ» για την Ευρώπη.
Ένα ισχυρό νόμισμα αποτελεί μια ευλογία αλλά και κατάρα ταυτόχρονα για την ΕΚΤ, επειδή αν και κάνει τις εισαγωγές φθηνότερες, καθιστά παράλληλα τις εξαγωγές ακριβότερες, αποτελώντας έναν πρόσθετο δασμό, μειώνοντας έτσι την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
Η ΕΚΤ έθεσε ουσιαστικά ένα «όριο πόνου» για την οικονομία όσον αφορά την απροσδόκητη και ακλόνητη μέχρι στιγμής ενίσχυση του ευρώ φέτος.
Στο φόρουμ της ΕΚΤ στη Σίντρα της Πορτογαλίας, ο αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας Λουίς Ντε Γκίντος έθεσε το επίπεδο του 1,20 για την ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου ως ανεκτό για την οικονομία, ωστόσο, όπως διαμήνυσε, η ανοδική του διάσπαση θα αποτελέσει σοβαρό πονοκέφαλο για νομισματικές αρχές. «Νομίζω ότι το 1,17 ακόμη και το 1,20, δεν είναι κάτι», δήλωσε. «Μπορούμε να το παραβλέψουμε λίγο. Κάτι πέρα από αυτό θα ήταν πολύ πιο περίπλοκο. Αλλά το 1,20 δολ. είναι απολύτως αποδεκτό επίπεδο», όπως πρόσθεσε.
Παράλληλα, ο Λετονός κεντρικός τραπεζίτης Μάρτινς Κάζακς επισήμανε πως ένα επίπεδο δασμών 10% συν μία ανατίμηση 10% του ενιαίου νομίσματος είναι ικανά να διαταράξουν τη δυναμική των εξαγωγών της ευρωζώνης. «Η συναλλαγματική ισοτιμία έχει μεταβληθεί σημαντικά φέτος και αυτό θα επηρεάσει επίσης τον πληθωρισμό», όπως σημείωσε. «Εάν το ευρώ ανατιμηθεί σημαντικά περαιτέρω, αυτό θα επιβαρύνει τον πληθωρισμό και τις εξαγωγές, γεγονός που θα μπορούσε να κλίνει την ισορροπία προς μια νέα μείωση».
Από την πλευρά του ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν σημείωσε πως «υπάρχει μια κάποια επανεξισορρόπηση από τους ευρωπαίους επενδυτές ειδικά, αλλά και από τους παγκόσμιους επενδυτές, προς το ευρώ. Αυτό που έχουμε δει μέχρι τώρα φαίνεται βιώσιμο, αλλά φυσικά είμαστε πολύ περίεργοι να δούμε τι θα συμβεί στη συνέχεια».
Για τον Λιθουανό κεντρικό τραπεζίτη Γκεντιμίνας Σίμκους, η ταχύτητα με την οποία ανεβαίνει το ευρώ είναι κάτι που η ΕΚΤ πρέπει να παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή. «Από ιστορικής άποψης, η συναλλαγματική ισοτιμία δεν είναι ασυνήθιστη», δήλωσε σε συνέντευξή του. «Ωστόσο, ο ρυθμός προσαρμογής σημαίνει ότι πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη».
Αυτές οι δηλώσεις, οι οποίες μάλιστα πήραν τη μορφή μπαράζ στη Σίντρα, είναι ασυνήθιστες από πλευράς ΕΚΤ καθώς ο «κανόνας» που ακολουθεί είναι να μην σχολιάζει συγκεκριμένα επίπεδα για τις ισοτιμίες. Ωστόσο φαίνεται πως η ΕΚΤ αναγκάζεται να το κάνει για μία ακόμη φορά, όπως είχε αναγκαστεί να το κάνει και ο Μάριο Ντράγκι, το 2014, το 2017 και ξανά το 2018.
Με το ευρώ να φτάνει την προηγούμενη εβδομάδα το 1,18, τα υψηλότερα επίπεδα από τον Σεπτέμβριο του 2021, οι δηλώσεις των δυο αξιωματούχων μοιάζουν μία πρώτη ήπια λεκτική παρέμβαση της ΕΚΤ, η οποία εάν δεν «πιάσει», η κεντρική τράπεζα θα αναγκαστεί να δράσει. Όσο περισσότερο καθιστά η ΕΚΤ το ευρώ πρόβλημα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πίεση για να μειώσει τα επιτόκια», όπως σημειώνει η ING. Κατά την ολλανδική τράπεζα, αυτό θα μπορούσε να γίνει μια στρατηγική των «περιστεριών» του Δ.Σ για να επιτύχουν χαμηλότερα επιτόκια, Πάντως, όπως επισημαίνει, αυτή τη στιγμή, το ισχυρότερο ευρώ ενισχύει την υπόθεση υπέρ της μείωσης των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο αντί της συνέχισης της «παύσης».
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν είχε προβλέψει αυτή την εξέλιξη για το ενιαίο νόμισμα. Αντίθετα όλοι μιλούσαν στις αρχές του έτους για πτώση του ευρώ κάτω από την απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο. Ωστόσο η πολιτική Τραμπ οδήγησε γρήγορα σε ανατροπή αυτών των προβλέψεων και πολλούς να κάνουν λόγο για ένα… παράδοξο. Πολύ αργή αύξηση του ΑΕΠ, αυξανόμενα χρέη, δημοσιονομικοί και γεωπολιτικοί κίνδυνοι και πολιτικά ασταθή σκηνικά (Γερμανία, Γαλλία) είναι χαρακτηριστικά της Ευρωζώνης τα οποία «λογικά» θα έστελναν τους επενδυτές στο αμερικάνικο δολάριο.
Αλλά συνέβη το αντίθετο. Το φετινό ράλι του ευρώ έναντι του δολαρίου που αγγίζει το 14% έχει λιγότερο να κάνει με την εμπιστοσύνη στην Ευρώπη και περισσότερο με τις αυξανόμενες αμφιβολίες για το δολάριο και την επιδείνωση της εμπιστοσύνης στα αμερικάνικα assets γενικότερα.
Είναι χαρακτηριστικό πως με απώλειες άνω του 10% σε εμπορικά σταθμισμένη βάση, το δολάριο σημείωσε φέτος το χειρότερο πρώτο εξάμηνο από το 1973, τη χρονιά όπου υιοθετήθηκε από πολλές χώρες το σύστημα κυμαινόμενης ισοτιμίας, δύο χρόνια αφότου η κυβέρνηση Νίξον ανακοίνωσε με διάγγελμα την αποσύνδεση του δολαρίου από το χρυσό, οδηγώντας ουσιαστικά στον τερματισμό του συστήματος του Bretton Woods, ένα γεγονός γνωστό ως «Σοκ του Νίξον».
Αυτή τη φορά το σοκ το προκάλεσε ο Ντόναλντ Τραμπ με τις επιθετικές του ανακοινώσεις για τους δασμούς και την απρόβλεπτη πολιτική του, τα οποία σε συνδυασμό με τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό και το αυξανόμενο χρέος των ΗΠΑ, οδήγησαν σε μείωση της εμπιστοσύνης στον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στο κέντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Και σύμφωνα με αναλυτές, οι πιθανότητες για συνέχιση της πτώσης του δολαρίου και της αναρρίχησης του ευρώ είναι πολύ υψηλές. Οι αναλυτές της Société Générale, αναμένουν ότι το κοινό νόμισμα θα κορυφωθεί γύρω στο 1,25 μεσοπρόθεσμα. Η Deutsche Bank βλέπει ακόμη υψηλότερα επίπεδα: «Οι προβλέψεις μας για την ισοτιμία είναι στο 1,30 τα επόμενα δύο χρόνια – κυρίως λόγω της αδυναμίας του δολαρίου», όπως σημειώνει, προσθέτοντας πως οι ξένοι δεν αγοράζουν πλέον αρκετά περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια για να χρηματοδοτήσουν το τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Αμερικής. «Για να μηδενιστεί το έλλειμμα το δολάριο θα πρέπει να αποδυναμωθεί κατά 30-35% επιπλέον σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Facebook Comments