Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης (AI) και των ψηφιακών εργαλείων διαχείρισης προσωπικού, η γραμμή ανάμεσα στη διοικητική οργάνωση και την παραβίαση των εργασιακών δικαιωμάτων γίνεται ολοένα και πιο δυσδιάκριτη.

Επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο, και πλέον και στην Ελλάδα, αξιοποιούν AI λογισμικά παρακολούθησης παραγωγικότητας, ανάλυσης συμπεριφοράς και καταγραφής επικοινωνίας, με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας και την πρόληψη κινδύνων.

Ωστόσο, η συνεχής παρακολούθηση εργαζομένων, είτε μέσω κάμερας, είτε μέσω καταγραφής πληκτρολογίου, είτε μέσω αλγοριθμικής αξιολόγησης απόδοσης, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τα όρια της ιδιωτικότητας στο εργασιακό περιβάλλον.

Η ελληνική νομοθεσία, όπως και το ευρωπαϊκό δίκαιο (GDPR), προβλέπει αυστηρούς κανόνες για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Η παρακολούθηση στον χώρο εργασίας είναι επιτρεπτή μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία, αναλογική και προηγουμένως γνωστοποιημένη. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν ενημερωθεί με σαφήνεια για τους σκοπούς και τη φύση της παρακολούθησης.

Η χρήση AI εργαλείων που καταγράφουν ακόμα και τον τόνο της φωνής, τις κινήσεις ή τον “συναισθηματικό τόνο” του υπαλλήλου, προκαλεί εύλογες ανησυχίες για υπέρβαση των ορίων της νομιμότητας, αλλά και για δημιουργία περιβάλλοντος φόβου και ελέγχου.

Ορισμένα παραδείγματα, όπως η χρήση καμερών σε αποθήκες, call centers και delivery apps, έχουν οδηγήσει σε καταγγελίες για προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και καταπάτηση συνταγματικών δικαιωμάτων. Οι επιθεωρήσεις εργασίας, αλλά και οι Αρχές Προστασίας Δεδομένων, καλούνται πλέον να επανεξετάσουν τα πλαίσια εφαρμογής της AI στους χώρους εργασίας.

Το κλειδί βρίσκεται στη διαφάνεια, τη συγκατάθεση και τη νομοθετική επαγρύπνηση. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να λειτουργεί ως εργαλείο αστυνόμευσης, αλλά ως συμπληρωματικό μέσο που σέβεται τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Facebook Comments