Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων, μετά από μια διετία συνεχών αυξήσεων, σηματοδοτεί μια νέα φάση για την ευρωπαϊκή οικονομία και ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες.

Ο τραπεζικός κλάδος, που στήριξε την κερδοφορία του την τελευταία τριετία κυρίως στα υψηλά επιτόκια δανείων, καλείται πλέον να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον όπου τα περιθώρια επιτοκίων θα πιεστούν.

Το τέλος ενός «κύκλου» υψηλών επιτοκίων

Οι αυξήσεις επιτοκίων που ξεκίνησαν το 2022 εκτόξευσαν τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) των τραπεζών, με τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων να αποδίδει ιστορικά κέρδη. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς) κατέγραψαν καθαρά κέρδη άνω των €5 δισ. το 2023, στηριζόμενες σε μεγάλο βαθμό σε αυτό το «δώρο» της νομισματικής πολιτικής.

Με τη μείωση των επιτοκίων, το πλεονέκτημα αυτό αρχίζει να περιορίζεται. Οι τράπεζες θα δουν σταδιακά το NII να συρρικνώνεται, καθώς η πίεση για υψηλότερες αποδόσεις στις καταθέσεις και η χαμηλότερη τιμολόγηση νέων δανείων συμπιέζουν τα περιθώρια.

Η επόμενη μέρα για την κερδοφορία

Παρά τις πιέσεις στο επιτοκιακό σκέλος, οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν δημιουργήσει ισχυρές βάσεις για να διατηρήσουν την κερδοφορία τους.

  1. Προμήθειες & έσοδα από υπηρεσίες: Η στροφή σε πιο «σταθερά» έσοδα, μέσω τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων, επενδυτικών υπηρεσιών και ψηφιακών συναλλαγών, προσφέρει σημαντική αντιστάθμιση.
  2. Πιστωτική επέκταση: Η μείωση επιτοκίων αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση για νέα δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ήδη οι τράπεζες στοχεύουν σε αύξηση χορηγήσεων 7–9% ετησίως την επόμενη τριετία.
  3. Ισχυρά κεφάλαια: Με δείκτες CET1 στο 16–17%, οι τράπεζες έχουν την «ασπίδα» για να χρηματοδοτήσουν ανάπτυξη, αλλά και για να στηρίξουν πολιτικές μερισμάτων και επαναγορών μετοχών.
Οι προβλέψεις διεθνών οίκων

Η Goldman Sachs και η Deutsche Bank στις τελευταίες εκθέσεις τους τόνισαν ότι η πίεση από τα χαμηλότερα επιτόκια είναι διαχειρίσιμη, καθώς οι τράπεζες έχουν διαφοροποιήσει τις πηγές εσόδων τους. Ο δείκτης ROTE παραμένει σε διψήφιο επίπεδο (12–14% για το 2025–2027), ενώ οι αποτιμήσεις εξακολουθούν να κινούνται σε ελκυστικά επίπεδα (P/E 8–9x, P/BV 1,0–1,2x).

Τι σημαίνει για τους μετόχους

Για τους επενδυτές, η επόμενη ημέρα του κλάδου δεν θα είναι «εύκολη βόλτα», αλλά δεν θα θυμίζει και τις χαμένες δεκαετίες της κρίσης. Οι μερισματικές αποδόσεις 6–8% παραμένουν ελκυστικές, ενώ η πιθανή επαναφορά προγραμμάτων buyback μπορεί να στηρίξει περαιτέρω τις αποτιμήσεις.

Η ουσία είναι ότι η κερδοφορία δεν θα εκτοξεύεται πλέον χάρη στα επιτόκια, αλλά θα στηρίζεται σε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, με ισορροπία ανάμεσα σε προμήθειες, δάνεια και κεφαλαιακή επάρκεια.

Η μακροοικονομική διάσταση

Η Ελλάδα παραμένει από τις πιο ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρωζώνης, με ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 2,5% το 2025, γεγονός που προσφέρει θετικό περιβάλλον για την τραπεζική δραστηριότητα. Παράλληλα, η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έχει ήδη μειώσει το κόστος δανεισμού του κράτους και των επιχειρήσεων, ενισχύοντας τη ροή πιστώσεων.

Συμπέρασμα

Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε μεταβατική φάση. Η μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ περιορίζει τα «εύκολα» κέρδη, αλλά το νέο τοπίο ανοίγει ευκαιρίες για σταθερότερη ανάπτυξη και υγιέστερη κερδοφορία. Για τους μετόχους, ο τραπεζικός κλάδος παραμένει στρατηγικό στοίχημα, με ισχυρά θεμελιώδη, υψηλές διανομές και προοπτική ενίσχυσης της πιστωτικής δραστηριότητας.

Facebook Comments