Από εργαλείο ελέγχου σε σύμβολο αποκλεισμού

Τα τελευταία χρόνια, η προπληρωμένη κάρτα προνοιακών επιδομάτων προωθήθηκε σε ελάχιστες χώρες ως εργαλείο διαχείρισης των κοινωνικών παροχών.
Η βασική ιδέα πίσω από τη χρήση της ήταν η «ασφαλής» διοχέτευση των επιδομάτων στους δικαιούχους, με στόχο να περιοριστεί η κακή διαχείριση των χρημάτων ή η χρήση τους σε ανεπιθύμητες κατηγορίες προϊόντων.
Παρόλο που οι υποστηρικτές της κάρτας επίσης μίλησαν για την ενθάρρυνση της πρόσβασης σε βασικούς τραπεζικούς λογαριασμούς και ηλεκτρονικές πληρωμές, κατά την εφαρμογή της, οι αρνητικές συνέπειες της προπληρωμένης κάρτας αποδείχθηκαν περισσότερες από τα πιθανά οφέλη. Ο έλεγχος από την χρήση κάρτας δεν είχε μόνο τεχνικές και λειτουργικές δυσκολίες αλλά και σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές επιπτώσεις. Σε χώρες όπου εφαρμόστηκαν προπληρωμένες κάρτες για τη διανομή κοινωνικών παροχών, η εμπειρία αποδείχθηκε εμπλουτισμένη από αντιφάσεις: αν και οδήγησαν σε κάποιον έλεγχο δαπανών ή βοήθησαν κάποιους δικαιούχους να “εγγραματιστούν” ψηφιακά, εντούτοις οι προπληρωμένες κάρτες προνοιακών επιδομάτων τελικά προκάλεσαν μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι απέτρεψαν.
Το παράδειγμα της Αυστραλίας
Στην Αυστραλία, η χρήση κάρτας εισήχθη ως μέτρο το 2016 υπό την Κυβέρνηση Συνασπισμού ενώ καταργήθηκε στα τέλη του 2022, από την Εργατική Κυβέρνηση, κατόπιν προεκλογικής υπόσχεσης. Συστήματα όπως το BasicsCard και το Cashless Welfare Card σχεδιάστηκαν για να αποτρέψουν το μεγαλύτερο μέρος των επιδομάτων από το να καταναλωθεί σε αγορές αλκοόλ, τζόγου και ναρκωτικών.
Ωστόσο, έρευνα του Πανεπιστημίου Charles Darwin στη Βόρεια Επικράτεια αποκάλυψε το ότι πολλοί δικαιούχοι κατέφυγαν σε πρακτικές ανταλλαγής των καρτών με απαγορευμένα αγαθά ή χρήματα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η κάρτα χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εκβιασμού και ελέγχου, ιδίως σε περιπτώσεις οικογενειακής βίας.
Επιπλέον, ανεξάρτητη αξιολόγηση της κυβέρνησης έδειξε ότι σχεδόν το 49 % όσων συμμετείχαν στο πείραμα θεώρησαν ότι η ζωή τους έγινε χειρότερη, ενώ μόλις το 22 % ανέφερε βελτίωση – εκατοντάδες δικαιούχοι ανέφεραν πως ένιωσαν στιγματισμένοι καθώς, η χρήση της κάρτας, τους ξεχώριζε από τον υπόλοιπο πληθυσμό, δημιουργώντας μια αίσθηση κοινωνικού αποκλεισμού. Αντί να ενισχύει την αξιοπρέπεια και την αυτονομία τους, το μέτρο οδηγούσε σε περαιτέρω περιθωριοποίηση. Πολλοί μάλιστα περιέγραψαν το πώς η κάρτα λειτουργούσε σαν ένας μηχανισμός επιτήρησης της προσωπικής τους ζωής, αφού οι συναλλαγές τους ήταν περιορισμένες και παρακολουθούνταν από τις αρμόδιες αρχές. Η απώλεια της ελευθερίας να επιλέξουμε οι ίδιοι πώς θα διαθέσουμε το επίδομά μας, υπονομεύει τον πυρήνα της κοινωνικής πρόνοιας που βασίζεται στην εμπιστοσύνη και την ενίσχυση της αυτοδιάθεσης.
Οι ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις από τη χρήση της κάρτας τεκμηριώθηκαν περαιτέρω: χρήστες περιέγραψαν έντονο αίσθημα ντροπής και στιγματισμού, ενώ κοινωνικοί λειτουργοί μίλησαν για «πόλεμο κατά των φτωχών», σημειώνοντας ότι η κάρτα διαιωνίζει την αίσθηση περιθωριοποίησης. Σε μια μελέτη που περιέλαβε 114 συνεντεύξεις με συμμετέχοντες σε περιοχές όπως το Ceduna και το Shepparton, το 76 % ανέφερε ότι δεν είχε επαρκές διαθέσιμο μετρητό για βασικές ανάγκες, ενώ το 84 % ένιωσε ντροπή και υποτίμηση από το καθεστώς της κάρτας. Σε επίπεδο κοινωνικού διαλόγου, η προπληρωμένη κάρτα επιδομάτων αμφισβητήθηκε ως προς τη φιλοσοφία της. Οι επικριτές της υποστήριξαν ότι ενσωματώνει μια καχυποψία απέναντι στους φτωχούς και τους ευάλωτους, παρουσιάζοντάς τους ως «ανίκανους» να διαχειριστούν τα δικά τους οικονομικά. Αυτή η λογική τροφοδοτεί στερεότυπα και ενισχύει την κοινωνική πόλωση, αντί να καλλιεργεί αλληλεγγύη και ένταξη.
Ένα ακόμη σημαντικό μειονέκτημα που παρατηρήθηκε ήταν οι τεχνικοί περιορισμοί από τη χρήση της κάρτας. Οι προπληρωμένες κάρτες συχνά δεν γίνονταν δεκτές σε όλα τα καταστήματα, γεγονός που περιόριζε την πρόσβαση των δικαιούχων σε βασικά αγαθά ή τους ανάγκαζε να αγοράζουν από συγκεκριμένα δίκτυα λιανικής, συχνά σε υψηλότερες τιμές. Αυτό δημιουργούσε ένα είδος έμμεσης «καταναγκαστικής αγοράς», όπου ο δικαιούχος δεν είχε τη δυνατότητα να συγκρίνει τιμές και να διαχειριστεί αποδοτικά τα χρήματά του. Η έλλειψη ευελιξίας, αντί να προστατεύει τους πιο ευάλωτους, τους καθιστούσε ακόμη πιο εξαρτημένους από το κράτος και από περιορισμένα εμπορικά κυκλώματα, αφήνοντας περιθώρια για απώλειες και εξαπατήσεις.
Ετσι, το 2022, η χρήση κάρτας αντικαταστάθηκε από μια “ενισχυμένη διαχείριση εισοδήματος” (Enhanced Income Management – EIM), η οποία σχεδιάστηκε για να βοηθά τα ευάλωτα άτομα που λαμβάνουν ορισμένα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας να διαχειρίζονται καλύτερα τα χρήματά τους και να διασφαλίζουν ότι καλύπτονται βασικά έξοδα, όπως τρόφιμα, ενοίκιο, λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, ένδυση και ανάγκες υγείας.
Τον Ιούλιο του 2025, υπήρχαν 21.374 συμμετέχοντες στο Enhanced Income Management στην Αυστραλία. Άλλα άτομα μπορούσαν να επιλέξουν να συμμετάσχουν στο Enhanced Income Management, εάν το επιθυμούσαν, σε εθελοντική βάση. Οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν μια SmartCard, μια χρεωστική κάρτα που είχε πρόσβαση σε ένα μόνο μέρος των πληρωμών της εισοδηματικής τους υποστήριξης.
Τι συμβαίνει στην Ευρώπη
Στην Ευρώπη, η χρήση προπληρωμένων καρτών για την καταβολή επιδομάτων συνδέεται περισσότερο με κοινωνικές πολιτικές που αφορούν στην υποστήριξη ευάλωτων ομάδων, όπως οι άνεργοι, οι πρόσφυγες και τα χαμηλόμισθα νοικοκυριά.
Η Γερμανία, για παράδειγμα, εισήγαγε κάρτα για αιτούντες άσυλο, η οποία “φορτώνεται” κάθε μήνα με το επίδομα διαβίωσης ενώ περιορίζει σε μεγάλο βαθμό την πρόσβαση σε μετρητά. Το μέτρο παρουσιάστηκε ως λύση για τη διαφάνεια και την αποτροπή κατάχρησης, ωστόσο οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων προειδοποιούν ότι δημιουργεί μια «δεύτερη κατηγορία» πολιτών, οι οποίοι αναγκάζονται να ζουν υπό οικονομικό έλεγχο και περιορισμούς που δεν ισχύουν για τον γενικό πληθυσμό.
Στη Φινλανδία και στη Ρουμανία, όπου αντίστοιχα εφαρμόστηκαν πιλοτικά κάρτες για πρόσφυγες και δικαιούχους επισιτιστικής βοήθειας, αναδείχθηκαν παρόμοιες ενστάσεις: οι κάρτες παρέχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά, αλλά συχνά στιγματίζουν τους κατόχους τους, καθώς η χρήση τους λειτουργεί ως «σήμα» κοινωνικής ευαλωτότητας. Παράλληλα, σε κοινωνίες με έντονη ευαισθησία απέναντι στην ανισότητα, η συζήτηση γύρω από αυτές τις κάρτες αποκτά πολιτική διάσταση – οι κάρτες θεωρούνται από πολλούς όχι ένα μέσο κοινωνικής ενσωμάτωσης αλλά ένα εργαλείο επιτήρησης και αποκλεισμού.
Με βάση τα παραπάνω, δεν είναι τυχαίο το ότι, στις χώρες όπου η προπληρωμένη κάρτα εφαρμόστηκε, μετά από έντονες αντιδράσεις πολιτών, κοινωνικών φορέων και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το μέτρο περιορίστηκε δραστικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με άλλες χώρες, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσμικά κατοχυρώσει την προστασία των μετρητών ως νόμιμου χρήματος. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη κι αν τα κράτη-μέλη προχωρήσουν στην εισαγωγή προπληρωμένων καρτών για την καταβολή επιδομάτων, δεν μπορούν να επιβάλουν πλήρως άυλα ή υποχρεωτικά συστήματα, στερώντας από τους πολίτες τη δυνατότητα χρήσης μετρητών.
Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται να διασφαλιστεί ότι οι κοινωνικές πολιτικές δεν θα μετατραπούν σε μηχανισμούς αποκλεισμού ή επιτήρησης αλλά θα παραμείνουν εναρμονισμένες με την αρχή της ελευθερίας επιλογής και της ισότιμης πρόσβασης στα μέσα συναλλαγής.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα
Από 15 Μαρτίου 2025, τα επιδόματα ΟΠΕΚΑ-ΔΥΠΑ καταβάλλονται μέσω προπληρωμένης κάρτας. Η προπληρωμένη κάρτα παροχών δηλαδή, είναι αυτή που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για την καταβολή κοινωνικών επιδομάτων από τη ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) και τον ΟΠΕΚΑ. Οι αναλήψεις επιτρέπονται έως 50%, ενώ το υπόλοιπο χρησιμοποιείται για ψηφιακές συναλλαγές. Δεκάδες κόσμου ταλαιπωρήθηκαν στην παραλαβή, ενεργοποίηση και χρήση της κάρτας, από την οποία δεν μπορούσε να αντληθεί σε μετρητά ούτε ολόκληρο το ποσό ενός ενοικίου. Σκοπός της, σύμφωνα με την κυβέρνηση, είναι ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός, η απλοποίηση των διαδικασιών και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Όμως, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα αποτελεί διαχρονικό και σύνθετο ζήτημα, το οποίο σχετίζεται τόσο με θεσμικές όσο και με κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές παραμέτρους, την πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος και τις συχνές αλλαγές νόμων και κανονισμών, μεταξύ άλλων. Σε ένα τέτοιο κλίμα, η προπληρωμένη κάρτα δεν συμβάλλει προς μια θετική κατεύθυνση, αντιθέτως, περιορίζει ασφυκτικά τους χρήστες ως προς τις επιλογές τους.
Συνοψίζοντας, οι προπληρωμένες κάρτες προνοιακών επιδομάτων αποδείχθηκαν τεχνικά αδύναμες και κοινωνικά επιζήμιες: περιόρισαν την ελευθερία επιλογής, επιβάρυναν οικονομικά και ψυχολογικά τους δικαιούχους ενώ η αποτελεσματικότητά τους ως πολιτικό εργαλείο κοινωνικής πρόνοιας παραμένει έντονα αμφισβητούμενη. Η εμπειρία έχει δείξει ότι η προπληρωμένη κάρτα δεν αποτελεί βιώσιμη λύση για τη διαχείριση των προνοιακών επιδομάτων, αντιθέτως αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη των δικαιούχων προς το κράτος και μειώνει την κοινωνική συνοχή.
Το ζητούμενο σε κάθε κοινωνική πολιτική δεν είναι να περιορίσει την ελευθερία αλλά να την ενισχύσει, προσφέροντας πραγματικά εργαλεία χειραφέτησης. Γι’ αυτό και ο περιορισμός της σε διεθνές επίπεδο δεν είναι απλώς τεχνική επιλογή, αλλά βαθιά πολιτική και αξιακή στάση απέναντι στο πώς αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική δικαιοσύνη.
* Ο Στηβ Μπακάλης είναι Επισκέπτης Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Πεκίνου.
Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Κοινωνική Ψυχολόγος, Εντεταλμένη Σύμβουλος Δημόσιας Υγείας και Δημοτικών Ιατρείων για τον Δήμο Αθηναίων
Facebook Comments