Υψηλό κόστος ενέργειας: Ο μεγάλος «πονοκέφαλος» της Ευρώπης

Το υψηλό κόστος ενέργειας συνεχίζει να αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και ειδικά της Ευρωζώνης, σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και την Ασία.
Παρά την αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών μετά το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης του 2022, οι τιμές φυσικού αερίου παραμένουν σε δυσανάλογα υψηλά επίπεδα, δημιουργώντας σημαντικές πιέσεις τόσο στα νοικοκυριά όσο και στη βιομηχανία.
Στην Ευρώπη, η τιμή του φυσικού αερίου εξακολουθεί να είναι πολλαπλάσια σε σχέση με τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν την τύχη να διαθέτουν άφθονους πόρους από σχιστολιθικό αέριο (shale gas) και χαμηλό κόστος παραγωγής. Η ενεργειακή ανισορροπία μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού έχει ως αποτέλεσμα η αμερικανική βιομηχανία να διατηρεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ενώ οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις καλούνται να λειτουργήσουν με πολύ μεγαλύτερο ενεργειακό κόστος.
Για χώρες όπως η Γερμανία, με τεράστια εξάρτηση από τη βαριά βιομηχανία, το ενεργειακό κόστος λειτουργεί ως τροχοπέδη στην παραγωγή και στις εξαγωγές. Το ίδιο ισχύει για κράτη του Νότου, όπως η Ελλάδα, όπου η υψηλή τιμή ενέργειας περνάει απευθείας στο κόστος ζωής των πολιτών, πλήττοντας την κατανάλωση και μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσπαθήσει να δώσει λύσεις μέσω της επιτάχυνσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), της διαφοροποίησης των πηγών προμήθειας και της δημιουργίας ενός ενιαίου μηχανισμού στήριξης των καταναλωτών. Παρ’ όλα αυτά, οι εξελίξεις δείχνουν ότι οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί. Οι καθυστερήσεις στα μεγάλα έργα υποδομής, οι περιορισμοί στη διασυνδεσιμότητα και η γραφειοκρατία στην ανάπτυξη νέων μονάδων ΑΠΕ επιβαρύνουν το ενεργειακό ισοζύγιο.
Παράλληλα, η πράσινη μετάβαση και οι δεσμεύσεις για μείωση εκπομπών CO₂ απαιτούν τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες επιβαρύνουν περαιτέρω το κόστος. Αυτό δημιουργεί ένα διπλό βάρος για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις: από τη μία πρέπει να παραμείνουν ανταγωνιστικές, από την άλλη να επενδύσουν στην πράσινη μετάβαση, με την κρατική ενίσχυση να αποδεικνύεται ανεπαρκής σε πολλές περιπτώσεις.
Στην Ελλάδα, το υψηλό ενεργειακό κόστος έχει μετατραπεί σε μόνιμο πρόβλημα για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Παρά την πρόοδο στη διείσδυση των ΑΠΕ και τα σχέδια για ενεργειακή διασύνδεση με την Αίγυπτο, την Κύπρο και το Ισραήλ, η χώρα εξακολουθεί να πληρώνει ακριβότερα το ρεύμα και το φυσικό αέριο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Οι επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος βοήθησαν προσωρινά, αλλά δεν έλυσαν το δομικό πρόβλημα.
Η ενεργειακή κρίση έχει αποδείξει ότι το ενεργειακό ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά και γεωπολιτικό. Η εξάρτηση της Ευρώπης από εισαγόμενους πόρους – είτε από τη Ρωσία παλαιότερα είτε από το LNG των ΗΠΑ και του Κατάρ σήμερα – την καθιστά ευάλωτη σε αναταράξεις. Το υψηλό κόστος αποτελεί μόνιμη υπενθύμιση ότι η ήπειρος χρειάζεται μια νέα στρατηγική που θα συνδυάζει ενεργειακή αυτονομία, επενδύσεις σε ΑΠΕ και σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: αν η Ευρώπη θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική διεθνώς, πρέπει να μειώσει το ενεργειακό κόστος. Για την Ελλάδα ειδικότερα, η επιτυχία αυτού του στόχου θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της οικονομίας και την ευημερία των πολιτών τα επόμενα χρόνια.
Facebook Comments