Η «σιγή» της Moody’s η οποία δεν προχώρησε σε κάποια δράση αξιολόγησης (rating action) σχετικά με την Ελλάδα κατά την πρόσφατη «ετυμηγορία» της, αλλά περιορίστηκε σε μία περιοδική ανασκόπηση (periodic review) κατά την οποία επανεκτίμησε απλά την καταλληλότητα των αξιολογήσεων της χώρας, έστειλε ένα σημαντικό μήνυμα.

Ότι η δυναμική των αναβαθμίσεων δείχνει σημάδια εξάντλησης και θα χρειαστεί χρόνος και αρκετή προσπάθεια ώστε να ανακτήσει ρυθμό. Άλλωστε ανάλογο είναι και το μήνυμα της S&P όσον αφορά της αξιολογήσεις στην Ευρωζώνη γενικότερα, η οποία τόνισε πως το ανοδικό μομέντουμ στον Νότο έχει μάλλον κορυφωθεί μεσοπρόθεσμα.

Ειδικότερα, η Moody’s, η οποία μόλις τον περασμένο Μάρτιο αναβάθμισε την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα, χαιρέτησε το ισχυρό ιστορικό μεταρρυθμίσεων της χώρας, το οποίο έχει οδηγήσει σε ορατές βελτιώσεις στους θεσμούς και τη διακυβέρνηση, ισχυρότερες επενδύσεις και έναν υγιέστερο τραπεζικό τομέα. Παράλληλα τόνισε πως η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει ισχυρή απορρόφηση των κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία, παράλληλα με τις ιδιωτικές επενδύσεις, θα στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, ενώ επισήμανε πως η δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας συνεχίζει να υπερβαίνει τις προσδοκίες.

Ωστόσο η Moody’s σημείωσε εμμέσως πλην σαφώς πως θα αργήσει να προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση της «βαθμολογίας» της Ελλάδας.

Όπως είπε, οι σταθερές προοπτικές που δίνει στην αξιολόγηση Baa3 της χώρας ενσωματώνουν την άποψη ότι η τρέχουσα πολύ ισχυρή δημοσιονομική επίδοση είναι πιθανό να μετριαστεί με την πάροδο του χρόνου, αν και το χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται. Επίσης, εξισορροπούν το γεγονός ότι ορισμένες από τις κύριες πιστωτικές προκλήσεις της Ελλάδας θα βελτιωθούν αργά σε σχέση με τα θετικά πιστωτικά στοιχεία ενός σταθερού θεσμικού και πολιτικού περιβάλλοντος.

«Οι βασικές μας υποθέσεις αναγνωρίζουν ότι η ολοκλήρωση των θεσμικών και των οικονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη θα απαιτήσει χρόνο», όπως τόνισε. «Προβλέπουμε επίσης ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι πιθανό να επιβραδυνθεί σε σχέση με τα τρέχοντα υψηλά επίπεδα μόλις ολοκληρωθεί η απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης», πρόσθεσε.

Και όπως εξήγησε, εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία θα δημιουργήσουν σημαντικά εμπόδια στην ανάπτυξη, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να αυξήσει τα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και να εφαρμόσει διαρθρωτικές μακροοικονομικές μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον ανέφερε πως αν και το χρέος έχει μειωθεί γρήγορα τα τελευταία χρόνια, θα παραμείνει ένα από τα υψηλότερα διεθνώς μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας.

Το μήνυμα συνεπώς που δίνει ο οίκος είναι ότι οι αναβαθμίσεις στο εξής επιβραδύνονται. Ανάλογο σήμα δίνει και η S&P η οποία σε ανάλυσή της τόνισε πως μπορεί το χάσμα των αξιολογήσεων μεταξύ Βορρά και Νότου να έχει συγκλίνει σημαντικά και γρήγορα, κυρίως λόγω των δημοσιονομικών βελτιώσεων στις χώρες της περιφέρειας, αλλά εκτιμά ότι η περαιτέρω σύγκλιση θα είναι περιορισμένη.

Η S&P αναβάθμισε φέτος την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, λόγω της βελτίωσης της εξωτερικής τους θέσης και της μείωσης των δανείων στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, αναβάθμισε την Ελλάδα και τη Σλοβενία, λόγω της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που οδήγησαν σε απότομη μείωση του χρέους. Η S&P διατηρεί θετικές προοπτικές για την Κροατία και την Ιρλανδία, λόγω της ανάπτυξης και της μείωσης του χρέους.

Αντίθετα, στην περίπτωση της Γαλλίας, το πολιτικό αδιέξοδο και οι δημοσιονομικές προκλήσεις οδήγησαν τον οίκο να αναθεωρήσει τις προοπτικές της αξιολόγησης σε αρνητικές, έπειτα και από την υποβάθμιση του 2024. Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζει το Βέλγιο που η S&P δίνει επίσης αρνητικές προοπτικές, ενώ η εξασθένηση της ανάπτυξης και η επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών οδήγησαν σε αρνητικές προοπτικές και στη Σλοβακία τον Απρίλιο.

«Η ανοδική δυναμική στις χώρες της Μεσογείου πιθανότατα έχει κορυφωθεί μεσοπρόθεσμα — όπως υποδεικνύεται από τις σταθερές προοπτικές στις αξιολογήσεις τους». Η εστίαση του story της σύγκλισης στην Ευρωζώνη πλέον, όπως εξήγησε η S&P, θα αφορά κυρίως τις αρνητικές προοπτικές της Γαλλίας που αντανακλούν την αύξηση του δημόσιου χρέους εν μέσω ασθενούς πολιτικής συναίνεσης σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των μεγάλων υποκείμενων δημοσιονομικών ελλειμμάτων της χώρας.

Όσον αφορά την Ελλάδα ανέφερε πως έχει αναβαθμίσει σημαντικά τις αξιολογήσεις των χωρών που επλήγησαν περισσότερο κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους και οι πιο εντυπωσιακές πορείες ήταν αυτές της Ελλάδας και της Πορτογαλίας τις οποίες και έχει αναβαθμίσει κατά τέσσερις βαθμίδες από το 2020. «Αναμένουμε ότι αυτές οι χώρες θα συνεχίσουν να μειώνουν το δημόσιο χρέος, αλλά με βραδύτερο ρυθμό».

Γενικότερα, όπως επισημαίνει η S&P, η Ευρώπη αντιμετωπίζει προκλήσεις από τους νέους δασμούς των ΗΠΑ στην ΕΕ που επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική απόδοση και τις καθαρές εξαγωγές, παράλληλα με τις συνεχιζόμενες πιέσεις στις αμυντικές δαπάνες εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων. «Αναμένουμε ότι αυτοί οι παράγοντες θα μετριάσουν περαιτέρω βελτιώσεις στις αξιολογήσεις, περιορίζοντας την περαιτέρω σύγκλιση, ενώ θα επιβεβαιώσουν τις υπάρχουσες ευπάθειες».

Αρκετά «αγκάθια» στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εντόπισε κατά την αξιολόγηση του Σεπτεμβρίου και η DBRS, καθώς αν και, όπως σημείωσε, αναγνωρίζει τις ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις που έχει καταγράψει η Ελλάδα, ωστόσο εκτιμά πως είναι αντιμέτωπη με κινδύνους και παραμένει εκτεθειμένη σε «εξωτερικές απειλές». Αυτές περιλαμβάνουν ευπάθειες σε ακραία καιρικά φαινόμενα, γεωπολιτικές συγκρούσεις και προστατευτική παγκόσμια εμπορική πολιτική.

Αν και η Ελλάδα έχει περιορισμένη άμεση εξαγωγική έκθεση στις ΗΠΑ, η αύξηση των διασυνοριακών δασμών αναμένεται να επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη, με έμμεσες επιπτώσεις στη μικρή και ανοικτή οικονομία της Ελλάδας, ανέφερε ο οίκος. Πρόσθετες εμπορικές διαταραχές θα επηρέαζαν αρνητικά τις βιομηχανίες της χώρας που είναι προσανατολισμένες στις εξαγωγές, ενώ μια νέα ταχεία άνοδος των τιμών της ενέργειας ή άλλων εμπορευμάτων θα δημιουργούσε πρόσθετες πληθωριστικές πιέσεις. Επιπλέον, το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα και η αυξημένη αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της Ελλάδας, όπως πρόσθεσε.

Σημειώνεται πως σύμφωνα με τον προγραμματισμό της η S&P αναμένεται να δώσει την δεύτερη αξιολόγηση της Ελλάδας για το φετινό έτος στις 17 Οκτωβρίου, ενώ ακολουθούν στις 7 Νοεμβρίου η Scope Ratings και στις 14 Νοεμβρίου η Fitch.

Facebook Comments