Η άνοδος του spread των γαλλικών ομολόγων σε υψηλό εννέα μηνών έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό στις αγορές και στους κύκλους των επενδυτών, καθώς αποτυπώνει αυξημένο ρίσκο για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.

Οι διαφορές αποδόσεων ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία, που λειτουργεί ως σημείο αναφοράς, φτάνουν πλέον στις 80 μονάδες βάσης, σε ένα επίπεδο που είχαμε να δούμε από τα τέλη του 2023.

Η εξέλιξη αυτή δεν αφορά μόνο το Παρίσι — είναι ενδεικτική της ευρύτερης τάσης αναδιάρθρωσης των επενδυτικών ισορροπιών στην Ευρώπη, όπου η Ελλάδα και η Ιταλία κερδίζουν έδαφος, ενώ η παραδοσιακά «σταθερή» Γαλλία βλέπει το προφίλ της να δοκιμάζεται.


Τι είναι το spread και γιατί έχει σημασία

Ο όρος spread αποτυπώνει τη διαφορά απόδοσης μεταξύ δύο ομολόγων ίδιας διάρκειας, συνήθως με σημείο αναφοράς το γερμανικό 10ετές Bund — το πιο ασφαλές κρατικό χαρτί της Ευρώπης.
Όσο το spread αυξάνεται, τόσο περισσότερο «ακριβαίνει» ο δανεισμός για τη χώρα που θεωρείται πιο επισφαλής. Ένα υψηλό spread σημαίνει αυξημένο ρίσκο, αμφισβήτηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και ανάγκη για μεγαλύτερα επιτόκια προκειμένου να προσελκυστούν επενδυτές.

Στην περίπτωση της Γαλλίας, το spread έναντι της Γερμανίας διαμορφώνεται κοντά στις 79–80 μονάδες βάσης, ενώ στα τέλη του καλοκαιριού κινούνταν γύρω στις 55 μονάδες. Η αύξηση αυτή των 25 μονάδων σε λιγότερο από δύο μήνες θεωρείται αξιοσημείωτη — ειδικά για μια χώρα του «πυρήνα» της Ευρωζώνης.


Η Γαλλία πλησιάζει την Ιταλία – ανατροπή ισορροπιών

Η Γαλλία βιώνει μια πρωτοφανή σύγκλιση αποδόσεων με την Ιταλία, η οποία για δεκαετίες αποτελούσε τη «μεγάλη ανησυχία» των ευρωπαϊκών αγορών. Τα ιταλικά ομόλογα διαπραγματεύονται με spread περίπου 130 μονάδων βάσης από τα γερμανικά, ενώ τα γαλλικά έχουν φτάσει να καλύψουν πάνω από το 60 % αυτής της απόστασης.

Αναλυτές της Capital Economics και της ING προειδοποιούν ότι αν η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία συνεχιστεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν περιοριστεί, τότε το κόστος δανεισμού της μπορεί να ξεπεράσει εκείνο της Ιταλίας μέσα στους επόμενους μήνες. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε ιστορική ανατροπή, καθώς η Γαλλία θεωρείται πυλώνας του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας βρίσκεται ήδη στο 5,5 % του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος αγγίζει το 113 %. Παράλληλα, η πολιτική αβεβαιότητα μετά τις εκλογές του καλοκαιριού και οι δυσκολίες σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης έχουν ενισχύσει την καχυποψία των αγορών.


Η αντίθεση με την Ελλάδα

Την ίδια ώρα, η Ελλάδα βιώνει το ακριβώς αντίθετο φαινόμενο. Το ελληνικό spread έναντι του γερμανικού Bund έχει υποχωρήσει στις 73 μονάδες βάσης, χαμηλότερα ακόμη και από της Γαλλίας. Οι αποδόσεις του ελληνικού 10ετούς κινούνται κοντά στο 3,35 %, ενώ του γαλλικού αγγίζουν το 3,49 %.

Πρόκειται για μια ανατροπή με ισχυρό συμβολισμό: η χώρα που το 2012 θεωρούνταν «αδύναμος κρίκος» της Ευρωζώνης απολαμβάνει πλέον μικρότερο κόστος δανεισμού από τη Γαλλία. Ο συνδυασμός δημοσιονομικής πειθαρχίας, σταθερής κυβέρνησης και θετικών αξιολογήσεων από οίκους όπως η Moody’s και η Fitch έχει ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Η JP Morgan σε πρόσφατη ανάλυσή της τοποθέτησε τα ελληνικά ομόλογα στα κορυφαία χαρτιά της περιφέρειας, υπογραμμίζοντας ότι η Αθήνα προσφέρει «εξαιρετικό ισοζύγιο κινδύνου-απόδοσης» σε σχέση με τη Γαλλία και την Ιταλία. Η σύγκριση δείχνει πως η Ελλάδα όχι μόνο δεν θεωρείται πλέον «επισφαλής», αλλά καταγράφει σταθερή βελτίωση του προφίλ της μέσα στις αγορές της Ευρωζώνης.


Η Γερμανία παραμένει το ασφαλές καταφύγιο

Η Γερμανία εξακολουθεί να αποτελεί το σημείο αναφοράς για όλα τα ομόλογα της Ευρωζώνης. Η απόδοση του 10ετούς γερμανικού τίτλου διαμορφώνεται περίπου στο 2,69 %, λειτουργώντας ως «άγκυρα σταθερότητας» για το σύνολο των κρατών-μελών.

Η διαφορά, όμως, μεταξύ Βορρά και Νότου έχει αρχίσει ξανά να διευρύνεται, καθώς οι αγορές τιμολογούν διαφορετικά το πολιτικό ρίσκο κάθε χώρας. Ενώ η Γερμανία διατηρεί πιστοληπτική αξιολόγηση ΑΑΑ, η Γαλλία έχει ήδη υποβαθμιστεί από τη Fitch και απειλείται με νέα αξιολόγηση, ενώ η Ιταλία παραμένει στο όριο του επενδυτικού βαθμού (BBB).

Η σταθερότητα του γερμανικού τίτλου δείχνει πως οι επενδυτές εξακολουθούν να βλέπουν το Βερολίνο ως το ασφαλέστερο λιμάνι σε περιόδους αβεβαιότητας, γεγονός που καθιστά το spread των υπόλοιπων χωρών κρίσιμο δείκτη εμπιστοσύνης.


Ιταλία: υψηλές αποδόσεις αλλά προβλέψιμο ρίσκο

Η Ιταλία βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο της αγοράς των ομολόγων λόγω του τεράστιου δημοσίου της χρέους, που ξεπερνά το 140 % του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι αγορές έχουν «συνηθίσει» στο ιταλικό ρίσκο: η κυβέρνηση Μελόνι εφαρμόζει προβλέψιμη πολιτική, αποφεύγοντας τις ακρότητες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχία.

Έτσι, παρότι τα ιταλικά ομόλογα διαπραγματεύονται με spread περίπου 130 μονάδων από τα γερμανικά, η κατάσταση θεωρείται «σταθερή» και χωρίς σημάδια κρίσης. Αντιθέτως, η άνοδος των γαλλικών spreads δείχνει μια νέα πηγή ανησυχίας που δεν είχε υπολογιστεί μέχρι πρόσφατα.


Γιατί ανεβαίνουν τα spreads στη Γαλλία

Οι βασικοί λόγοι για την άνοδο του spread των γαλλικών ομολόγων είναι οι εξής:

  1. Δημοσιονομικά προβλήματα: Το γαλλικό έλλειμμα παραμένει υψηλό, ενώ η κυβέρνηση Μακρόν δυσκολεύεται να προωθήσει μέτρα εξυγίανσης εν μέσω κοινωνικών αντιδράσεων.
  2. Πολιτική αστάθεια: Η συγκυβέρνηση και οι συχνές αντιπαραθέσεις με τη Βουλή δυσχεραίνουν τη διαμόρφωση αξιόπιστης πολιτικής γραμμής.
  3. Υποβαθμίσεις και προοπτικές: Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν ήδη δώσει «αρνητικό outlook» στα γαλλικά ομόλογα, προειδοποιώντας για πιθανή μελλοντική υποβάθμιση.
  4. Επενδυτική μετατόπιση: Θεσμικοί επενδυτές στρέφονται προς τις αγορές του Νότου, όπου βλέπουν καλύτερη σχέση απόδοσης-κινδύνου, ιδίως προς την Ελλάδα και την Ισπανία.
  5. Ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική: Η αβεβαιότητα γύρω από την επόμενη κίνηση της ΕΚΤ επηρεάζει τις αποδόσεις, ειδικά για χώρες με υψηλά ελλείμματα.

Οι επιπτώσεις για την Ευρωζώνη

Η διεύρυνση των spreads μεταξύ των κρατών της Ευρωζώνης αποτελεί προειδοποιητικό σημάδι. Όσο αυξάνονται οι αποκλίσεις, τόσο εντείνεται ο κατακερματισμός στις αγορές χρέους. Για την ΕΚΤ, αυτό σημαίνει αυξημένη ανάγκη παρέμβασης μέσω εργαλείων όπως το Transmission Protection Instrument (TPI), που αποτρέπει τις υπερβολικές αποκλίσεις στις αποδόσεις.

Παράλληλα, η άνοδος του γαλλικού spread μπορεί να έχει επιπτώσεις στις χρηματοδοτικές συνθήκες ολόκληρης της Ευρωζώνης. Αν η Γαλλία θεωρηθεί «λιγότερο αξιόπιστη», το κόστος δανεισμού για όλους μπορεί να αυξηθεί, καθώς η αγορά θα ζητήσει μεγαλύτερη απόδοση για να διακρατεί ευρωπαϊκό χρέος.


Η ελληνική ευκαιρία

Για την Ελλάδα, το περιβάλλον αυτό δημιουργεί μια σπάνια ευκαιρία. Ενώ το Παρίσι και η Ρώμη προσπαθούν να εξηγήσουν τις αποκλίσεις τους, η Αθήνα εμφανίζεται ως «ήρεμη δύναμη». Τα σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, η διατήρηση της πιστοληπτικής αναβάθμισης και η πτώση του κόστους δανεισμού καθιστούν τα ελληνικά ομόλογα ελκυστικά.

Η JP Morgan, η Barclays και η Goldman Sachs τοποθετούν την Ελλάδα ανάμεσα στις πιο ασφαλείς επιλογές της περιφέρειας, εκτιμώντας ότι τα spreads μπορεί να κινηθούν κάτω από τις 70 μονάδες βάσης έως το 2026.

Η θετική αυτή εικόνα ενισχύεται και από τη σταθερή ανάπτυξη: η ελληνική οικονομία αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,4 % το 2026, έναντι μόλις 1 % της Γαλλίας και 0,8 % της Γερμανίας.


Προοπτικές

Η άνοδος του spread των γαλλικών ομολόγων είναι περισσότερο από μια συγκυριακή διακύμανση· είναι καμπανάκι για τις οικονομίες της Ευρωζώνης. Η Γαλλία, άλλοτε συνώνυμη της σταθερότητας, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με την πρόκληση να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών.

Η Γερμανία παραμένει η σταθερή βάση, η Ιταλία κινείται σε γνωστά επίπεδα ρίσκου, ενώ η Ελλάδα αναδύεται ως η θετική έκπληξη — μια χώρα που γύρισε σελίδα και κερδίζει την αξιοπιστία που κάποτε στερήθηκε.

Στο νέο περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και ασύμμετρων πιέσεων, το ποιος θα διατηρήσει το χαμηλότερο spread δεν είναι απλώς θέμα αριθμών· είναι ένδειξη ποιος μπορεί να εγγυηθεί σταθερότητα, ανάπτυξη και εμπιστοσύνη στην Ευρώπη του αύριο.

Facebook Comments