Προϋπολογισμός 2026: Ανάπτυξη, φορολογικές ελαφρύνσεις και ιστορικά πλεονάσματα – Η Ελλάδα σε τροχιά σταθερότητας και σύγκλισης


Η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μια νέα φάση ισχυρής ανάπτυξης, με θεμέλια τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη φορολογική μεταρρύθμιση και την εκρηκτική άνοδο των επενδύσεων.
Ο προϋπολογισμός του 2026, που κατατέθηκε στη Βουλή από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη, αποτυπώνει το πιο αισιόδοξο μακροοικονομικό σενάριο της τελευταίας δεκαπενταετίας, με την Ελλάδα να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα, σταθερή αποκλιμάκωση του χρέους και διατηρήσιμη ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, το ΑΕΠ της χώρας αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,4% το 2026, μετά από ρυθμό 2,2% το 2025 και 2,3% το 2024. Πρόκειται για το έκτο συνεχόμενο έτος κατά το οποίο η Ελλάδα υπερβαίνει την αναπτυξιακή επίδοση της ευρωζώνης, όπου η μέση πρόβλεψη για το 2026 κυμαίνεται μόλις στο 1%.
Το ονομαστικό ΑΕΠ θα αγγίξει τα 260,9 δισ. ευρώ, από 249,6 δισ. ευρώ το 2025, ενισχύοντας το δημοσιονομικό περιθώριο και την ικανότητα απορρόφησης νέων επενδυτικών προγραμμάτων. Η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 1,7%, η δημόσια κατανάλωση κατά 0,7%, ενώ η επενδυτική δαπάνη προβλέπεται να εκτοξευθεί κατά 10,2%, καθιστώντας τις επενδύσεις τον κυριότερο μοχλό ανάπτυξης της επόμενης διετίας.
Ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται στα 2,2%, πλησιάζοντας τον στόχο της ΕΚΤ, ενώ η ανεργία θα υποχωρήσει στο 8,6%, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2008. Η ελληνική οικονομία, παρά τις γεωπολιτικές αναταράξεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, καταγράφει τη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην Ευρώπη, στηριζόμενη στην επενδυτική κινητοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, τη σταθερότητα της φορολογικής πολιτικής και τη συνεχή αναβάθμιση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Το 2026 χαρακτηρίζεται ως «έτος επενδύσεων». Η αύξηση του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 10,2% δεν είναι μόνο αριθμητική επιτυχία – αποτελεί ένδειξη μιας διαρθρωτικής αλλαγής.
Το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ανέρχεται στα 16,7 δισ. ευρώ, από 14,6 δισ. ευρώ το 2025, ενώ παράλληλα αυξάνεται το εθνικό σκέλος κατά 500 εκατ. ευρώ σε μόνιμη βάση. Οι ιδιωτικές επενδύσεις ενισχύονται από τις υπερεκπτώσεις 100% για δαπάνες σε στρατηγικούς τομείς (άμυνα, ψηφιακή τεχνολογία, καθαρές μορφές ενέργειας, κατασκευή οχημάτων), καθώς και από νέα εργαλεία όπως το Patent Fund, το Ταμείο Αγροτικής Επιχειρηματικότητας και το DeLFI Plus.
Η επενδυτική έκρηξη μεταφράζεται σε διψήφια αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας, ιδίως στους κλάδους κατασκευών (+13,8%) και βιομηχανικού εξοπλισμού (+10,1%). Το επενδυτικό κενό έναντι της ευρωζώνης –που παραμένει το μεγαλύτερο διαρθρωτικό πρόβλημα από το 2010– αναμένεται να συρρικνωθεί στο χαμηλότερο επίπεδο της δεκαετίας.
Η συνεισφορά των επενδύσεων στην ετήσια ανάπτυξη εκτιμάται σε 1,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, αποδεικνύοντας ότι η ανάπτυξη του 2026 είναι ποιοτική και διατηρήσιμη.
Η φορολογία αποτελεί τον πυρήνα του νέου προϋπολογισμού. Με κόστος 1,76 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση προχωρά στη μεγαλύτερη αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας των τελευταίων ετών, με στόχο την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, τη δημογραφική αναζωογόνηση και τη στήριξη της μεσαίας τάξης.
Οι βασικές αλλαγές περιλαμβάνουν:
Η φορολογική μεταρρύθμιση αυτή αφορά περίπου 4 εκατομμύρια φορολογούμενους, μειώνει το φορολογικό βάρος για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών και δημιουργεί κίνητρα για εργασία και τεκμηριωμένη εισοδηματική δήλωση. Παράλληλα, προωθεί την αποκέντρωση μέσω στοχευμένων κινήτρων για κατοίκους μικρών οικισμών και ενίσχυση του δημογραφικού ισοζυγίου.
Ο προϋπολογισμός του 2026 συνδυάζει δημοσιονομική πειθαρχία με κοινωνική ευαισθησία. Προβλέπει σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς, στις συντάξεις και σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων του Δημοσίου.
Η ανεργία περιορίζεται στο 8,6%, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2008, ενώ η απασχόληση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,4%, με τον αριθμό των μισθωτών να φθάνει τα 3,9 εκατομμύρια. Ο πραγματικός μέσος μισθός θα αυξηθεί 1,5%, ενώ οι καθαρές αποδοχές έχουν αυξηθεί πάνω από 30% σε σχέση με το 2019, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών.
Η αύξηση της παραγωγικότητας κατά 1,9% και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας εξασφαλίζουν ότι η αύξηση μισθών δεν συνοδεύεται από πληθωριστικές πιέσεις, αλλά από βιώσιμη ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης.
Η καρδιά του νέου προϋπολογισμού χτυπά στον ρυθμό των πρωτογενών πλεονασμάτων. Το 2025, το πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης θα φθάσει στο 3,6% του ΑΕΠ, ενώ το 2026 θα διαμορφωθεί στο 2,8%.
Αυτό το επίπεδο δημοσιονομικής σταθερότητας είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη και καθιστά την Ελλάδα σημείο αναφοράς για τη συνέπεια και τη φερεγγυότητά της. Το δημόσιο χρέος, το οποίο είχε εκτοξευθεί στο 206% του ΑΕΠ το 2020, αναμένεται να υποχωρήσει στο 137,6% το 2026 — το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Η χώρα καταγράφει έκτη συνεχόμενη χρονιά μείωσης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, επιτυγχάνοντας τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση στην Ε.Ε. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι οίκοι αξιολόγησης έχουν ήδη αναγνωρίσει τη σταθερότητα αυτή, όπως φάνηκε και από την πρόσφατη αναβάθμιση της R&I σε “BBB”.
Η δημοσιονομική εξυγίανση δεν στηρίζεται σε περικοπές, αλλά σε αναπτυξιακή διεύρυνση της φορολογικής βάσης, περιορισμό της φοροδιαφυγής και ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Οι φορολογικές εισπράξεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 3,7% το 2026, φθάνοντας τα 73,5 δισ. ευρώ, χωρίς αύξηση συντελεστών.
Το σύνολο των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού ανέρχεται στα 86,5 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 5 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2025, λόγω των επενδυτικών έργων, των αυξήσεων μισθών και των φορολογικών παρεμβάσεων.
Τα έσοδα από φόρους αυξάνονται με ρυθμό 3,7%, ενώ το πλεόνασμα επιτυγχάνεται χάρη στον περιορισμό των πρωτογενών δαπανών και τη διαρθρωτική προσαρμογή του κράτους στις νέες ευρωπαϊκές δημοσιονομικές απαιτήσεις (ΜΔΣ 2025–2028).
Ενδεικτικά, οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες αυξάνονται μόλις 5,8%, εντός των στόχων του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης. Παράλληλα, ενεργοποιείται ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες, ώστε να μη συνυπολογίζονται οι προμήθειες εξοπλιστικών προγραμμάτων στο ανώτατο όριο δαπανών.
Η συνολική εικόνα δείχνει έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό, με δημοσιονομική ευελιξία, χωρίς να απειλείται η αναπτυξιακή πορεία ή η κοινωνική συνοχή.
Ο εξωτερικός τομέας αναμένεται να συνεισφέρει θετικά στην ανάπτυξη. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξάνονται 4,5%, ενώ οι τουριστικές εισπράξεις αναμένεται να ενισχυθούν 6,5%. Το ισοζύγιο υπηρεσιών συμβάλλει κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ.
Η εγχώρια ζήτηση ενισχύεται από τα εισοδηματικά μέτρα, τη φορολογική ελάφρυνση και την αύξηση της απασχόλησης, οδηγώντας σε άνοδο της κατανάλωσης κατά 1,5%.
Η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στηρίζεται επίσης στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (ΤΑΑ), το οποίο έως το 2026 θα έχει υλοποιήσει το 90% των επενδυτικών δράσεων. Το Πρόγραμμα “Ελλάδα 2.0” φθάνει στην πλήρη ωρίμανσή του, κινητοποιώντας πάνω από 30 δισ. ευρώ σε δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.
Η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον στην κορυφή της Ε.Ε. ως προς τον ρυθμό απορρόφησης κοινοτικών κονδυλίων, ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις βρίσκονται σε ιστορικό υψηλό, αγγίζοντας τα 7,5% του ΑΕΠ.
Ο νέος προϋπολογισμός ενσωματώνει μια σειρά κοινωνικών και στεγαστικών παρεμβάσεων με αναπτυξιακό αποτύπωμα.
Οι παρεμβάσεις αυτές στοχεύουν στην ενίσχυση της περιφερειακής ισότητας, τη στήριξη των νέων οικογενειών, και τη συγκράτηση των τιμών των ενοικίων, που αποτέλεσαν το πιο πιεστικό κοινωνικό πρόβλημα των τελευταίων ετών.
Facebook Comments