Η ξαφνική παραίτηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί από τη θέση του πρωθυπουργού προκαλεί αναταράξεις στη Γαλλία, αφήνοντας το πολιτικό σκηνικό σε καθεστώς αβεβαιότητας και τις αγορές σε κατάσταση έντονης νευρικότητας.


Το γεγονός δεν αποτελεί απλώς μια αλλαγή προσώπων στην κορυφή της κυβέρνησης, αλλά αναδεικνύει τη βαθιά πολιτική αστάθεια που αντιμετωπίζει η χώρα του Εμανουέλ Μακρόν — και οι συνέπειες επεκτείνονται πλέον στις αγορές ομολόγων και στο spread Γαλλίας-Γερμανίας.


Πολιτικό σοκ και κλονισμός εμπιστοσύνης

Η παραίτηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί, μόλις λίγους μήνες μετά τον διορισμό του, σηματοδοτεί την πιο σύντομη θητεία πρωθυπουργού στη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας. Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, ο Λεκορνί βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα αδιέξοδο κοινοβούλιο, χωρίς σαφή πλειοψηφία και με αυξανόμενες εντάσεις εντός του προεδρικού στρατοπέδου. Η αποχώρησή του αφήνει τον Εμανουέλ Μακρόν εκτεθειμένο, χωρίς ισχυρό κυβερνητικό στήριγμα, και αναζωπυρώνει τα σενάρια για πρόωρες εκλογές ή ανασχηματισμό.

Η πολιτική αυτή κρίση έρχεται σε μια στιγμή όπου η γαλλική οικονομία ήδη αντιμετωπίζει πιέσεις: αυξημένο δημοσιονομικό έλλειμμα, υψηλό δημόσιο χρέος (πάνω από 110% του ΑΕΠ) και επιβράδυνση της ανάπτυξης. Για τις αγορές, η παραίτηση σηματοδοτεί απώλεια προβλεψιμότητας και ενίσχυση του πολιτικού κινδύνου — κάτι που μεταφράζεται σχεδόν αυτόματα σε άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων.


Άμεση αντίδραση των αγορών

Την ημέρα της παραίτησης, ο δείκτης CAC 40 στο Παρίσι υποχώρησε περισσότερο από 1,5%, με τις τραπεζικές μετοχές να δέχονται τις ισχυρότερες πιέσεις. Οι BNP Paribas, Société Générale και Crédit Agricole κατέγραψαν απώλειες άνω του 4%, καθώς οι επενδυτές προεξόφλησαν άνοδο του κόστους δανεισμού του Δημοσίου — και συνεπώς πιθανή επιβάρυνση στους ισολογισμούς τους.

Το ευρώ διολίσθησε κατά περίπου 0,6% έναντι του δολαρίου, υποχωρώντας στα χαμηλότερα επίπεδα εβδομάδας, ενώ οι επενδυτές στράφηκαν προσωρινά στα «ασφαλή καταφύγια» των γερμανικών Bunds και των αμερικανικών Treasuries.

Η εικόνα αυτή δείχνει πως η παραίτηση Λεκορνί λειτούργησε ως καταλύτης για την επανεμφάνιση των φόβων περί πολιτικής αποσταθεροποίησης στην Ευρώπη, με τη Γαλλία να επιστρέφει στο επίκεντρο των αγορών — αυτή τη φορά όχι λόγω οικονομικών στοιχείων, αλλά εξαιτίας πολιτικής αβεβαιότητας.


Η αντίδραση των ομολόγων και το άλμα του spread

Το γαλλικό δεκαετές ομόλογο σημείωσε απότομη αύξηση της απόδοσής του κατά 7–8 μονάδες βάσης μέσα σε λίγες ώρες. Παρότι οι κινήσεις αυτές δεν παραπέμπουν ακόμη σε κρίση χρέους, η τάση είναι ξεκάθαρη: οι επενδυτές απαιτούν πλέον υψηλότερη απόδοση για να διακρατούν γαλλικό χρέος, αποτιμώντας αυξημένο πολιτικό ρίσκο.

Το spread μεταξύ των γαλλικών και των γερμανικών δεκαετών ομολόγων —το βασικό βαρόμετρο εμπιστοσύνης— διευρύνθηκε σε περίπου 75–80 μονάδες βάσης, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών μηνών. Για σύγκριση, στις αρχές Σεπτεμβρίου κινούνταν στις 65 μονάδες.

Αναλυτές της ING και της BNP Paribas Asset Management επισημαίνουν ότι εάν η πολιτική αστάθεια παραταθεί, το spread μπορεί να ξεπεράσει τις 90 μονάδες βάσης, επίπεδο που θα θύμιζε την περίοδο έντονων πιέσεων του 2022, όταν η Γαλλία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον φόβο δημοσιονομικής εκτροπής.

Η αύξηση του spread σημαίνει πρακτικά ότι το Παρίσι θα πληρώνει ακριβότερα για να δανείζεται, γεγονός που επιβαρύνει τον προϋπολογισμό και περιορίζει τη δυνατότητα άσκησης επεκτατικής πολιτικής. Σε μια περίοδο που η κυβέρνηση Μακρόν προσπαθεί να διατηρήσει τη δημοσιονομική ισορροπία, κάθε μονάδα βάσης μετρά.


Το πολιτικό ρίσκο και ο Μακρόν

Για τον Εμανουέλ Μακρόν, η κρίση αυτή είναι ίσως η πιο δύσκολη στιγμή της δεύτερης θητείας του. Η παραίτηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί, ενός από τους πιο πιστούς του συνεργάτες, εκθέτει την αδυναμία του προεδρικού στρατοπέδου να επιβάλει σταθερότητα και πολιτική συνέχεια.

Εάν δεν κατορθώσει να σχηματίσει νέα κυβέρνηση με επαρκή κοινοβουλευτική στήριξη, οι επιλογές περιορίζονται: είτε θα αναζητήσει μια τεχνοκρατική λύση βραχείας διάρκειας είτε θα αναγκαστεί να προσφύγει στις κάλπες. Και τα δύο σενάρια ενισχύουν το αίσθημα αβεβαιότητας στις αγορές.

Η Γαλλία, ως δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, έχει κρίσιμη σημασία για τη συνοχή της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής. Αν η χώρα βυθιστεί σε πολιτικό παραλυτικό κενό, τότε η ΕΚΤ θα αντιμετωπίσει επιπλέον πίεση να διασφαλίσει τη «μετάδοση» της νομισματικής πολιτικής και την αποφυγή υπερβολικής αύξησης των spreads.


Οι μακροοικονομικές προεκτάσεις

Η πολιτική αστάθεια τείνει να μετατρέπεται σε μακροοικονομικό βάρος. Η αβεβαιότητα οδηγεί σε πάγωμα επενδυτικών αποφάσεων, καθυστέρηση μεταρρυθμίσεων και μείωση εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων.

Η Γαλλία ήδη βρίσκεται στο μικροσκόπιο των αγορών λόγω του υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος, το οποίο αναμένεται να παραμείνει άνω του 5% του ΑΕΠ το 2025, παρά τις δεσμεύσεις του Εμανουέλ Μακρόν για σταδιακή μείωση. Εάν η πολιτική κρίση καθυστερήσει τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2026, η χώρα κινδυνεύει να χάσει περαιτέρω αξιοπιστία στις αγορές ομολόγων.

Οι επενδυτές θα απαιτούν ακόμη μεγαλύτερο risk premium, δηλαδή υψηλότερη απόδοση, γεγονός που αυξάνει το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Αυτό δημιουργεί φαύλο κύκλο: όσο πιο ακριβό γίνεται το χρέος, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η επίτευξη δημοσιονομικών στόχων.


Τα σενάρια για την επόμενη ημέρα
  1. Σενάριο σταθεροποίησης:
    Αν ο Μακρόν καταφέρει να διορίσει νέο πρωθυπουργό με πολιτική εμπειρία και συναινετικό προφίλ, υπάρχει πιθανότητα τα πράγματα να εξομαλυνθούν. Οι αγορές θα καθησυχαστούν και το spread θα περιοριστεί.
  2. Σενάριο πρόωρων εκλογών:
    Αν οδηγηθούμε σε κάλπες, η αβεβαιότητα θα παραταθεί. Οι επενδυτές φοβούνται ότι η άνοδος της Μαρίν Λεπέν ή άλλων λαϊκιστικών δυνάμεων θα φέρει πιο «χαλαρή» δημοσιονομική πολιτική και πιθανές συγκρούσεις με τις Βρυξέλλες. Σε αυτή την περίπτωση, το spread μπορεί να εκτοξευθεί και οι αγορές να στραφούν μαζικά στα γερμανικά Bunds.
  3. Σενάριο παρέμβασης της ΕΚΤ:
    Αν οι πιέσεις στα ομόλογα ξεπεράσουν κρίσιμα επίπεδα, η ΕΚΤ θα μπορούσε να ενεργοποιήσει το εργαλείο TPI (Transmission Protection Instrument) για να περιορίσει την άνοδο των αποδόσεων. Όμως αυτό θα συνοδευτεί από αυστηρούς όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας, κάτι που ενδέχεται να προκαλέσει νέες πολιτικές εντάσεις στο Παρίσι.

Η Γαλλία σε σταυροδρόμι

Η κρίση που προκάλεσε η παραίτηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί δείχνει ότι η Γαλλία βρίσκεται σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Από τη μία πλευρά, διαθέτει ισχυρά οικονομικά θεμέλια, διαφοροποιημένη βιομηχανία και σταθερό τραπεζικό σύστημα. Από την άλλη, η πολιτική της σταθερότητα μοιάζει εύθραυστη, και η απώλεια εμπιστοσύνης μπορεί να μετατραπεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία — με αύξηση του κόστους δανεισμού, μείωση επενδύσεων και επιβράδυνση της ανάπτυξης.

Η ισορροπία είναι λεπτή. Εάν ο Εμανουέλ Μακρόν επιλέξει ταχύτατα έναν πρωθυπουργό που θα μπορέσει να επαναφέρει την εμπιστοσύνη, το κλίμα μπορεί να βελτιωθεί. Αν όμως η πολιτική αστάθεια συνεχιστεί, το ρίσκο μετάδοσης στις αγορές ομολόγων της Ευρωζώνης θα αυξηθεί αισθητά.

Σε κάθε περίπτωση, η παραίτηση Λεκορνί αποτελεί προειδοποίηση για το πόσο ευάλωτες είναι ακόμη και οι πιο ανεπτυγμένες οικονομίες όταν το πολιτικό σύστημα χάνει τη συνοχή του.


Η παραίτηση Λεκορνί δεν είναι ένα μεμονωμένο πολιτικό επεισόδιο. Είναι το σύμπτωμα μιας βαθύτερης κρίσης διακυβέρνησης στη Γαλλία, που επηρεάζει άμεσα τις αγορές, τα ομόλογα και το spread.

Η επόμενη εβδομάδα θα είναι καθοριστική για το Παρίσι: αν ο Μακρόν καταφέρει να αποκαταστήσει τη σταθερότητα, οι επενδυτές ίσως επαναφέρουν την εμπιστοσύνη τους. Αν όχι, η δεύτερη οικονομία της Ευρωζώνης κινδυνεύει να μετατραπεί στον νέο «πονοκέφαλο» των αγορών και της ΕΚΤ.

Facebook Comments