Η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σταυροδρόμι του LNG: Ενεργειακή εξάρτηση, Ρωσία και ρίσκο τιμών


Η Ευρωπαϊκή Ένωση εισέρχεται σε έναν από τους πιο κρίσιμους χειμώνες των τελευταίων ετών, καθώς η εξάρτησή της από το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) των Ηνωμένων Πολιτειών αναμένεται να φτάσει σε ιστορικά επίπεδα.
Μετά τη διακοπή ή μείωση των ροών από τη Ρωσία και την Αλγερία, η Ευρώπη αναγκάζεται να στηρίξει το ενεργειακό της ισοζύγιο σε έναν πιο ευμετάβλητο και ακριβό μηχανισμό αγοράς, με σημαντικές επιπτώσεις για τις τιμές ενέργειας, τη βιομηχανία και τα νοικοκυριά.
Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη ραγδαία μείωση των ροών ρωσικού φυσικού αερίου μέσω αγωγών όπως ο Nord Stream, η Ευρωπαϊκή Ένωση διακήρυξε την ενεργειακή της απεξάρτηση από τη Ρωσία. Όμως, δύο χρόνια αργότερα, η πραγματικότητα δείχνει ότι η ήπειρος αντικατέστησε μια εξάρτηση με μια άλλη — από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την αγορά LNG.
Το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), που μεταφέρεται δια θαλάσσης και αποθηκεύεται σε ειδικούς τερματικούς σταθμούς, αποτέλεσε τη «σανίδα σωτηρίας» της Ευρώπης το 2022 και 2023. Ωστόσο, η αύξηση των εισαγωγών από ΗΠΑ και Κατάρ έχει μετατρέψει την ευρωπαϊκή αγορά σε έναν μηχανισμό που εξαρτάται περισσότερο από τις διεθνείς διακυμάνσεις και τα γεωπολιτικά γεγονότα παρά από σταθερές ροές μέσω αγωγών.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA), πάνω από το 47 % του εισαγόμενου φυσικού αερίου της ΕΕ θα προέλθει φέτος από LNG, έναντι μόλις 18 % πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Περισσότερο από το 60 % αυτού του LNG έχει αμερικανική προέλευση.
Παρά τις κυρώσεις και την πολιτική απομόνωση, η Ρωσία εξακολουθεί να διαδραματίζει ρόλο στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά. Ενώ οι άμεσες ροές φυσικού αερίου μέσω αγωγών έχουν περιοριστεί δραματικά, η Μόσχα συνεχίζει να εξάγει LNG προς ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία και η Γαλλία μέσω τρίτων εταιρειών.
Το παράδοξο είναι εμφανές: η Ευρώπη επιδιώκει ενεργειακή ανεξαρτησία από τη Ρωσία, αλλά η ρωσική Gazprom και θυγατρικές εταιρείες βρίσκουν διόδους μέσω διεθνών συμφωνιών και αγορών spot. Το LNG είναι παγκόσμιο εμπόρευμα — επομένως, ακόμη κι όταν οι αγοραστές το προμηθεύονται από τις ΗΠΑ, οι τιμές επηρεάζονται από τη ρωσική πολιτική, την κινεζική ζήτηση και τις παγκόσμιες ισορροπίες προσφοράς-ζήτησης.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε ένα είδος «ενεργειακής γκρίζας ζώνης», όπου η στρατηγική απεξάρτηση από τη Μόσχα συνοδεύεται από νέες μορφές ευπάθειας και οικονομικής αβεβαιότητας.
Το 2024, οι τιμές του φυσικού αερίου είχαν αρχίσει να σταθεροποιούνται γύρω στα 30 €/MWh, αρκετά χαμηλότερα από τα επίπεδα-ρεκόρ του 2022. Ωστόσο, η φετινή χρονιά δείχνει ότι η αγορά παραμένει εξαιρετικά ευαίσθητη σε εξωγενείς παράγοντες.
Οι τιμές LNG στις διεθνείς αγορές αυξήθηκαν τον Σεπτέμβριο κατά σχεδόν 12 %, κυρίως λόγω ανησυχιών για την προσφορά από τις ΗΠΑ και τις προγραμματισμένες συντηρήσεις τερματικών σταθμών στην Ασία. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές δεξαμενές αποθήκευσης βρίσκονται μεν σε υψηλά επίπεδα (άνω του 92 %), αλλά οι traders φοβούνται ότι μια ξαφνική ψυχρή περίοδος ή μια διαταραχή στη μεταφορά LNG θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα.
Οι ενεργειακοί αναλυτές της Goldman Sachs και της Rystad Energy προειδοποιούν ότι η Ευρώπη ενδέχεται να δει νέα άνοδο στις τιμές φυσικού αερίου κατά 20-25 % τους επόμενους μήνες, εάν η Ασία αυξήσει τη ζήτηση ή εάν περιοριστούν οι εξαγωγές από τις ΗΠΑ λόγω εσωτερικής κατανάλωσης.
Η νέα εποχή του LNG έχει και ισχυρή γεωπολιτική διάσταση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μετατραπεί στον μεγαλύτερο εξαγωγέα υγροποιημένου φυσικού αερίου παγκοσμίως, εκμεταλλευόμενες την ανάγκη της Ευρώπης για ενεργειακή ασφάλεια. Το 2024, η Ουάσιγκτον εξήγαγε πάνω από 90 δισ. κυβικά μέτρα LNG προς την Ευρώπη — ποσότητα διπλάσια σε σχέση με το 2021.
Αυτή η δυναμική δημιουργεί μια νέα σχέση εξάρτησης, όχι από τη Ρωσία, αλλά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ευρωπαίοι πληρώνουν υψηλότερο τίμημα για την «ελευθερία» τους: οι μακροπρόθεσμες συμφωνίες αγοράς LNG από αμερικανικές εταιρείες (όπως Cheniere και Venture Global) συνοδεύονται από υψηλά κόστη μεταφοράς και συμβάσεις πολλών δεκαετιών.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να ενισχύσει τη συνεργασία της με το Κατάρ, το οποίο παραμένει ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής LNG παγκοσμίως. Το εμιράτο έχει ανακοινώσει τεράστιες επενδύσεις για επέκταση της παραγωγής έως το 2027, κάτι που θα μπορούσε να προσφέρει στην Ευρώπη μεγαλύτερη σταθερότητα — υπό την προϋπόθεση ότι οι σχέσεις δεν θα διαταραχθούν από πολιτικές ή ηθικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή.
Η εξάρτηση από το LNG θέτει σε δοκιμασία τη μακροπρόθεσμη ενεργειακή στρατηγική της Ευρώπης. Από τη μια πλευρά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένει στη μετάβαση προς καθαρές μορφές ενέργειας και στις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές. Από την άλλη, η ενεργειακή ασφάλεια αναγκάζει πολλές χώρες να επενδύουν εκ νέου σε υποδομές φυσικού αερίου.
Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ολλανδία έχουν εγκρίνει την κατασκευή νέων πλωτών σταθμών LNG, ενώ χώρες όπως η Γαλλία και η Πολωνία σχεδιάζουν να υπογράψουν νέα πολυετή συμβόλαια με αμερικανικούς και καταρινoύς παρόχους. Το αποτέλεσμα είναι ένα διφορούμενο μήνυμα: η Ευρώπη μιλά για πράσινη μετάβαση, αλλά επενδύει δισεκατομμύρια σε ορυκτά καύσιμα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η κατανάλωση φυσικού αερίου θα αρχίσει να μειώνεται σταθερά από το 2030, όμως μέχρι τότε η εξάρτηση από το LNG θα παραμείνει έντονη. Η Ρωσία, παρότι απομονωμένη, εξακολουθεί να κρατά γεωπολιτικά «κλειδιά», καθώς επηρεάζει τις διεθνείς τιμές ενέργειας μέσω των παρεμβάσεών της στις αγορές πετρελαίου και μέσω των συμμάχων της, όπως το Ιράν και η Σαουδική Αραβία.
Η αστάθεια στις τιμές ενέργειας απειλεί να πλήξει την ευρωπαϊκή βιομηχανία, ιδίως τους ενεργοβόρους κλάδους όπως η χαλυβουργία, τα χημικά και η παραγωγή λιπασμάτων. Η Ευρώπη ήδη έχασε σημαντικό μέρος της ανταγωνιστικότητάς της σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ασία, όπου η ενέργεια είναι φθηνότερη.
Οι βιομηχανικές ενώσεις στη Γερμανία και τη Γαλλία έχουν προειδοποιήσει ότι οι παρατεταμένα υψηλές τιμές φυσικού αερίου θα οδηγήσουν σε αποβιομηχάνιση και μεταφορά παραγωγής εκτός Ευρώπης. Παράλληλα, τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αυξημένο ενεργειακό κόστος, που περιορίζει την αγοραστική δύναμη και πιέζει τον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κάθε αύξηση 10 % στις τιμές ενέργειας συνεπάγεται αύξηση 0,3 % στον πληθωρισμό της Ευρωζώνης. Έτσι, οι διακυμάνσεις στο LNG δεν είναι απλώς θέμα γεωπολιτικής — αλλά οικονομικής σταθερότητας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δύσκολη εξίσωση: πώς να εξασφαλίσει φθηνή και σταθερή ενέργεια χωρίς να υπονομεύσει τους στόχους της πράσινης μετάβασης. Το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) έδωσε στην Ευρώπη χρόνο και ανάσα, αλλά η μακροχρόνια εξάρτηση από τις ΗΠΑ και τις διεθνείς αγορές ενέχει σημαντικούς κινδύνους.
Η απεξάρτηση από τη Ρωσία έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά το τίμημα είναι η νέα ευαλωτότητα στις τιμές και στις γεωπολιτικές πιέσεις. Οι επόμενοι χειμώνες θα κρίνουν αν η Ευρώπη θα μπορέσει να μεταβεί από την κρίση στη σταθερότητα — ή αν η ενεργειακή της στρατηγική θα παραμείνει έρμαιο των παγκόσμιων αγορών και της μεταβλητότητας του LNG.
Facebook Comments