Η φράση «κανένας πολιτικός σκοπός δεν μπορεί να δικαιολογήσει την οικειοποίηση ενός εθνικού μνημείου» δεν είναι απλώς μια ηθική υπενθύμιση — είναι ένα όριο δημοκρατίας.

Γιατί τα μνημεία δεν ανήκουν σε κόμματα, πρόσωπα ή κινήματα· ανήκουν στην κοινή μνήμη του λαού. Και όταν μετατρέπονται σε σκηνικά διαμαρτυρίας, τότε κινδυνεύουν να χάσουν τον ιερό τους χαρακτήρα, να αλλοιωθούν και να καταστούν φορείς πολιτικής σύγκρουσης.

Τις τελευταίες εβδομάδες, η κοινή γνώμη παρακολουθεί με ανάμεικτα συναισθήματα τις κινητοποιήσεις του Πάνου Ρούτσι και τις παρεμβάσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο κέντρο της Αθήνας. Παρότι ο πόνος και η αγανάκτηση ενός πατέρα που έχασε τον γιο του είναι απολύτως σεβαστά, η επιλογή του να μετατρέψει έναν χώρο εθνικής μνήμης σε σημείο μόνιμης διαμαρτυρίας εγείρει ερωτήματα για το πού τελειώνει η ανθρώπινη διεκδίκηση και πού αρχίζει η παραβίαση της συλλογικής αξιοπρέπειας.

Ο Πάνος Ρούτσι, πατέρας του αδικοχαμένου Ντένι Ρούτσι από την τραγωδία των Τεμπών, ξεκίνησε απεργία πείνας στο Σύνταγμα, ζητώντας την εκταφή της σορού του παιδιού του και την επανάληψη των τοξικολογικών εξετάσεων. Το αίτημά του έγινε δεκτό, όμως η συνέχιση της διαμαρτυρίας και η δημόσια σύγκρουση με τις αρχές έχουν οδηγήσει σε ένα σκηνικό έντασης και αντιπαράθεσης που ξεπερνά τα όρια του θεμιτού ακτιβισμού. Η κοινωνία έχει δείξει μεγάλη δημοκρατική ανοχή – αλλά όπως σωστά ειπώθηκε, η διαμαρτυρία κάποτε τελειώνει· το μνημείο πρέπει να επανέλθει στον σκοπό της δημιουργίας του.

Στο πλευρό του Ρούτσι, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, πολιτικός και δικηγόρος με μακρά ιστορία δημόσιων παρεμβάσεων, έχει μετατρέψει τη νομική υπόθεση σε πολιτικό βήμα αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και τη Δικαιοσύνη. Αντί η συζήτηση να παραμείνει στο πεδίο των θεσμών και των νόμιμων διαδικασιών, οδηγείται σε μια επικοινωνιακή εκστρατεία, όπου το συναίσθημα αντικαθιστά την ψυχραιμία και ο δημόσιος χώρος γίνεται εργαλείο πίεσης.

Η Κωνσταντοπούλου, που έχει απασχολήσει επανειλημμένα τη δημόσια σφαίρα με τις υπερβολικά επιθετικές και πολιτικοποιημένες παρεμβάσεις της, εμφανίζεται ξανά να χρησιμοποιεί μια ανθρώπινη τραγωδία ως μέσο πολιτικής προβολής. Δεν είναι η πρώτη φορά: από τις συγκρούσεις της στη Βουλή μέχρι την υπεράσπιση αμφιλεγόμενων προσώπων, η γραμμή της παραμένει η ίδια — εντυπωσιασμός και αντιπαράθεση, συχνά εις βάρος του ίδιου του θεσμικού κύρους που υποτίθεται πως υπερασπίζεται.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα στην οδύνη, την υπερβολή και την πολιτική φιλοδοξία, χάνονται τα όρια του σεβασμού. Τα εθνικά μνημεία δεν είναι σκηνές θεάματος, ούτε πλατφόρμες διαμαρτυρίας. Είναι σύμβολα συλλογικής μνήμης, χτισμένα με σεβασμό, για να τιμούν τα θύματα και να ενώνουν — όχι να διχάζουν. Όταν κάποιος στήνει μόνιμες εγκαταστάσεις, πανό ή γκράφιτι σε έναν τέτοιο χώρο, προσβάλλει την ίδια την έννοια της δημοκρατίας, η οποία προϋποθέτει σεβασμό στους θεσμούς, όχι ιδιοποίηση τους.

Η ελευθερία της έκφρασης είναι θεμελιώδης· αλλά δεν μπορεί να εξαντλείται στην κατάληψη του δημόσιου χώρου. Η δημοκρατία δεν είναι ανοχή χωρίς όρια. Είναι ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα και στο καθήκον — και εδώ, το καθήκον του σεβασμού προς τα μνημεία είναι σαφές.

Ας αναγνωρίσουμε τον ανθρώπινο πόνο, ας σεβαστούμε τη θλίψη κάθε οικογένειας. Αλλά ας υπερασπιστούμε και το δικαίωμα όλων των πολιτών να βλέπουν τα μνημεία καθαρά, ελεύθερα από πολιτικά σύμβολα, από πανό και αντιπαραθέσεις. Το μνημείο δεν ανήκει σε κανέναν διαδηλωτή· ανήκει σε όλους μας.

Στην Ελλάδα που θέλουμε, ο πόνος δεν γίνεται εργαλείο πολιτικής, ούτε τα σύμβολα αντικείμενα εκμετάλλευσης. Η διαμαρτυρία έχει όρια, και το όριο αυτό το χαράζει η δημοκρατική αξιοπρέπεια.

Facebook Comments