Οι ΗΠΑ στο χείλος της υπερχρέωσης – Το ΔΝΤ “βλέπει” τις ΗΠΑ να ξεπερνούν Ελλάδα και Ιταλία


Η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη φαίνεται να βρίσκεται σε ένα από τα πιο επικίνδυνα δημοσιονομικά μονοπάτια της σύγχρονης ιστορίας.
Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), το δημόσιο χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών θα ξεπεράσει τα 38 τρισ. δολάρια μέσα στο 2026 – επίπεδο που αντιστοιχεί σε ποσοστό άνω του 130% του ΑΕΠ, καθιστώντας το βαρύτερο, ως ποσοστό της οικονομίας, από εκείνο της Ιταλίας και της Ελλάδας.
Η εξέλιξη αυτή προκαλεί έντονο προβληματισμό στην Ουάσιγκτον, αλλά και στις διεθνείς αγορές, καθώς καταδεικνύει ότι η μεγαλύτερη δύναμη του κόσμου δεν είναι άτρωτη απέναντι στους κινδύνους της υπερχρέωσης. Ουσιαστικά, οι ΗΠΑ μπαίνουν πλέον στο «κλαμπ» των χωρών που μέχρι πριν λίγα χρόνια αποτελούσαν παράδειγμα προς αποφυγή — όπως η Ελλάδα στην κρίση χρέους του 2010 και η Ιταλία με τη διαχρονικά αδύναμη δημοσιονομική της ισορροπία.
Το ΔΝΤ αποδίδει την εκτίναξη του αμερικανικού χρέους σε μια πολυετή πολιτική αλόγιστων δαπανών και φοροελαφρύνσεων, που κορυφώθηκε με τη λεγόμενη «big, beautiful bill» του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Οι φορολογικές ελαφρύνσεις ύψους άνω των 4 τρισ. δολαρίων, σε συνδυασμό με τεράστιες δαπάνες για την άμυνα και για επιδοτήσεις της αμερικανικής βιομηχανίας, οδήγησαν σε ένα διαρκές δημοσιονομικό έλλειμμα που ξεπερνά το 7% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, η νέα νομοθεσία που προωθεί η κυβέρνηση Τραμπ για τη χρηματοδότηση των «Made in America» προγραμμάτων και την ενίσχυση των εγχώριων ενεργειακών υποδομών, αναμένεται να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τον προϋπολογισμό. Ήδη, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) προβλέπει ότι, αν συνεχιστεί αυτή η τάση, το χρέος των ΗΠΑ θα υπερβεί το 140% του ΑΕΠ έως το 2030 — ποσοστό παρόμοιο με εκείνο που είχε η Ελλάδα λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης.
Πέρα από τα οικονομικά μεγέθη, το πρόβλημα είναι και πολιτικό. Το Κογκρέσο βρίσκεται σε παρατεταμένο αδιέξοδο, με τις διαμάχες για το ανώτατο όριο χρέους να επανέρχονται σχεδόν κάθε χρόνο, απειλώντας με μερικό “shutdown” της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Η διπλή πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ουάσιγκτον είναι αφενός η ανάγκη να διατηρήσει τη δημοσιονομική αξιοπιστία της έναντι των επενδυτών, και αφετέρου να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τα φιλόδοξα προγράμματα βιομηχανικής και αμυντικής ανάπτυξης.
Η κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων με την Κίνα και η δέσμευση των ΗΠΑ για στήριξη της Ουκρανίας και του Ισραήλ έχουν εκτοξεύσει τις δαπάνες του Πενταγώνου σε επίπεδα ρεκόρ. Παράλληλα, οι επενδύσεις σε πράσινες υποδομές και τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης —κεντρικοί πυλώνες της αμερικανικής πολιτικής ανταγωνιστικότητας— χρηματοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά μέσω νέου δανεισμού.
Παρά την εκρηκτική αύξηση του χρέους, η ζήτηση για αμερικανικά ομόλογα (Treasuries) παραμένει ισχυρή, χάρη στο λεγόμενο «παράδοξο του δολαρίου». Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να θεωρεί το αμερικανικό νόμισμα το ασφαλέστερο καταφύγιο, ειδικά σε περιόδους γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Ωστόσο, η αυξανόμενη εξάρτηση των ΗΠΑ από ξένους επενδυτές —και κυρίως από την Κίνα, την Ιαπωνία και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία της Μέσης Ανατολής— δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους εξωτερικής ευαλωτότητας. Εάν οι διεθνείς κάτοχοι Treasuries μειώσουν την έκθεσή τους, οι αποδόσεις των ομολόγων θα εκτοξευθούν, προκαλώντας ντόμινο στις αγορές και αύξηση του κόστους δανεισμού για τις αμερικανικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Το ΔΝΤ και οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης (Moody’s, Fitch, S&P) κρούουν καμπανάκι κινδύνου για την αμερικανική οικονομία. Ήδη, η Fitch έχει υποβαθμίσει το αξιόχρεο των ΗΠΑ από ΑΑΑ σε ΑΑ+, επικαλούμενη «διαρθρωτικές αδυναμίες στη δημοσιονομική διαχείριση και πολιτική αστάθεια».
Η Moody’s έχει προειδοποιήσει ότι εάν δεν υπάρξει σαφές σχέδιο συγκράτησης των ελλειμμάτων, θα προχωρήσει και εκείνη σε υποβάθμιση μέσα στο 2026. Η εξέλιξη αυτή θα έχει αλυσιδωτές συνέπειες: από την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού μέχρι τη μείωση της εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ ως «παγκόσμιο οικονομικό στήριγμα».
Η ειρωνεία είναι ότι χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, που υπήρξαν κάποτε συνώνυμες της κρίσης χρέους, έχουν πλέον σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά τους και παρουσιάζουν πρωτογενή πλεονάσματα.
Η Ελλάδα, για παράδειγμα, προβλέπεται φέτος να καταγράψει πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ και να μειώσει τον λόγο χρέους/ΑΕΠ κάτω από το 155%, τη στιγμή που οι ΗΠΑ βαδίζουν αντίστροφα. Η Ιταλία, αν και εξακολουθεί να έχει υψηλό χρέος, γύρω στο 135% του ΑΕΠ, έχει περιορίσει τα ελλείμματα και απολαμβάνει χαμηλότερο κόστος δανεισμού χάρη στην εμπιστοσύνη της ΕΚΤ.
Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ —ο απόλυτος εκδότης του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος— εμφανίζουν δείκτες παρόμοιους με αυτούς των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αποτελεί, σύμφωνα με οικονομολόγους, «ιστορική ανωμαλία με δυνητικά απρόβλεπτες συνέπειες».
Η αύξηση του αμερικανικού χρέους συνεπάγεται μακροχρόνια πίεση στα επιτόκια, καθώς το Υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να εκδίδει ολοένα περισσότερα ομόλογα για να καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης. Ήδη, οι αποδόσεις των 10ετών Treasuries κινούνται κοντά στο 4,8%, τα υψηλότερα επίπεδα από το 2007.
Για τις αγορές, αυτό σημαίνει περισσότερη μεταβλητότητα, ακριβότερο δανεισμό και στροφή των επενδυτών σε ασφαλή καταφύγια όπως ο χρυσός και το ασήμι. Παράλληλα, το αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους (άνω του 1 τρισ. δολαρίων ετησίως) απειλεί να περιορίσει τις δημόσιες επενδύσεις και να επιβαρύνει την ανάπτυξη.
Το πρόβλημα δεν είναι πια μόνο εθνικό. Δεδομένου ότι το δολάριο παραμένει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, η αστάθεια των ΗΠΑ επηρεάζει ολόκληρο το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι, εάν η Ουάσιγκτον συνεχίσει να δανείζεται με τον ίδιο ρυθμό, υπάρχει κίνδυνος παγκόσμιας κρίσης εμπιστοσύνης, παρόμοιας με εκείνη του 2008, αλλά με επίκεντρο τον ίδιο τον εκδότη του δολαρίου.
Όπως σχολιάζει το The Guardian, «η Αμερική έχει μετατραπεί από τον παγκόσμιο εγγυητή της δημοσιονομικής σταθερότητας, στον βασικό της κίνδυνο». Και αυτό, την ώρα που η Κίνα, η Ρωσία και οι αναδυόμενες οικονομίες του BRICS επιδιώκουν να αποδολαριοποιήσουν τις εμπορικές τους συναλλαγές, μειώνοντας την εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Το αμερικανικό χρέος είναι πλέον το μεγαλύτερο “στοίχημα” της δεκαετίας για τις αγορές και τη διεθνή οικονομία. Εάν οι ΗΠΑ δεν προχωρήσουν σε δημοσιονομική εξυγίανση —είτε μέσω περιορισμού δαπανών είτε μέσω αύξησης εσόδων— κινδυνεύουν να βρεθούν στο επίκεντρο μιας νέας κρίσης αξιοπιστίας.
Η ειρωνεία είναι πικρή: οι ίδιες χώρες που κάποτε δέχονταν μαθήματα λιτότητας από την Ουάσιγκτον, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, βλέπουν σήμερα την αμερικανική οικονομία να αγγίζει τους ίδιους δείκτες υπερχρέωσης που άλλοτε θεωρούνταν αδιανόητοι για τη “ναυαρχίδα του καπιταλισμού”.
Facebook Comments