Μία αρκετά πικρή πρώτη γεύση των υπερβολικά υψηλών αποτιμήσεων των μετοχών, ειδικά των μετοχών που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη στην Wall Street και αλλού, πήραν οι επενδυτές στο ξεκίνημα του Νοεμβρίου.

Το sell-off που βιώσαν οι αγορές από τις ΗΠΑ έως την Ευρώπη και την Ασία, αποτέλεσε μία ξαφνική προσγείωση για πολλούς που δεν «άκουγαν» και δεν «έβλεπαν» τα καμπανάκια.

Μπορεί οι αναλυτές μεγάλων επενδυτικών οίκων όπως οι Morgan Stanley, Goldman Sachs, UBS και HSBC να απορρίπτουν (ακόμα) τις εκτιμήσεις για φούσκα στις αγορές, έστω και αν επισημαίνουν τις «τεντωμένες» αποτιμήσεις σε πολλές από αυτές, οι επικεφαλής πολλών από αυτές προειδοποίησαν ωστόσο ότι οι χρηματιστηριακές αγορές οδεύουν προς ισχυρή διόρθωση, υπογραμμίζοντας τις αυξανόμενες ανησυχίες για τις υπερβολικά υψηλές αποτιμήσεις, ακολουθώντας έτσι ανάλογα «καμπανάκια» που χτύπησαν τον προηγούμενο μήνα θεσμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Federal Reserve και η Τράπεζα της Αγγλίας.

Το τεχνολογικό ράλι και οι αυξημένες αποτιμήσεις των εταιρειών του κλάδου της ΑΙ έχουν εγείρει ανησυχίες για μία ολοένα αυξανόμενη φούσκα που πρόκειται να σκάσει, ενώ πρόσφατα, στο κάδρο των ανησυχιών προστέθηκε και η αποκάλυψη των πιστωτικών αδυναμιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ, με αφορμή τα subprime δάνεια (ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης) στον κλάδο του αυτοκινήτου. Αυτά επανέφεραν μνήμες του κραχ του dotcom του 2000 καθώς και της κρίσης του 2023 με την πτώχευση της Silicon Valley Bank αλλά και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και την κατάρρευση της Bear Stearns.

«Θα πρέπει να καλωσορίσουμε την πιθανότητα να υπάρξουν διορθώσεις, 10% έως 15%, που δεν θα οφείλονται σε κάποιο είδος μακροοικονομικού σοκ», δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Morgan Stanley, Τεντ Πικ. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Goldman, Ντέιβιντ Σόλομον προέβλεψε πως «είναι πιθανό να υπάρξει μια πτώση 10% έως 20% στις αγορές μετοχών κάποια στιγμή τους επόμενους 12 έως 24 μήνες», προσθέτοντας και αυτός πως τέτοιου είδους διορθώσεις είναι φυσιολογικές. Από την πλευρά του και ο CEO της HSBC, Τζορτζ Ελχεντέρι, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τη μη βιώσιμη πορεία δαπανών της τεχνητής νοημοσύνης.

Σε πρόσφατο συνέδριο στην Γαλλία το οποίο διοργάνωσε η κεντρική τράπεζα της χώρας σε συνεργασία με τη γερμανική Bundesbank, ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, διαμήνυσε (και συμφώνησε και ο Γερμανός Χοακίμ Νάγκελ) ότι υπάρχουν τα εξής στοιχεία τα οποία αφορούν τις ΗΠΑ και για τα οποία πρέπει η ΕΚΤ να είναι σε εγρήγορση 1) οι υπερβολικά υψηλές αποτιμήσεις των μέτοχων 2) η αγορά ιδιωτικών πιστώσεων, 3) τα cryptos, 4) η αγορά ομολόγων λόγω του μείγματος πολύ ακριβής δημοσιονομικής πολιτικής, της αυξημένης συμμετοχής hedge funds, και των απειλών στην ανεξαρτησία της Fed και 5) η τάση για απορρύθμιση και χαλάρωσης της εποπτείας Fed).

Τον κώδωνα του κινδύνου για τρεις ενδεχόμενες φούσκες στις αγορές, και συγκεκριμένα την τεχνητή νοημοσύνη, τα κρυπτονομίσματα και το παγκόσμιο χρέος, έκρουσε και ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF), Μπόργκε Μπρέντε.«Είναι πιθανό να δούμε τρεις φούσκες να διαμορφώνονται: μία στα κρυπτονομίσματα, μία δεύτερη στην ΑΙ και μία στο δημόσιο χρέος», δήλωσε ο Μπρέντε σε δημοσιογράφους στο πλαίσιο επίσκεψής του στο Σάο Πάολο. Όπως τόνισε, τα δημόσια χρέη παγκοσμίως δεν έχουν υπάρξει ποτέ ξανά τόσο υψηλά από το 1945. Παράλληλα ο Μπρέντε αν και αναγνώρισε ότι η τεχνητή νοημοσύνη υπόσχεται τεράστια άλματα παραγωγικότητας, προειδοποίησε ωστόσο πως μπορεί να απειλήσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Παρόλα αυτά, ο πρόεδρος του WEF σημείωσε ότι η τεχνολογική πρόοδος, ιστορικά, οδηγεί σε αυξημένη παραγωγικότητα και, τελικά, σε ευημερία.

To μεγάλο ερώτημα συνεπώς, που προκύπτει είναι, εάν όντως υπάρχει φούσκα, και αν ναι, πότε θα σκάσει. Αυτό δεν είναι απλώς ερώτημα του ενός εκατομμυρίου. Είναι ερώτημα πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων, εάν λάβουμε υπόψη την πρόσφατη εκτίμηση της πρώην αναπληρώτριας διευθύνουσας συμβούλου του ΔΝΤ, Γκίτα Γκόπιναθ, ότι το κραχ στην ΑΙ θα μπορούσε να «κάψει» 35 τρισ. δολ. από τον παγκόσμιο πλούτο. Για όποιους θυμούνται, όταν ο τότε επικεφαλής της Fed, Άλαν Γκρίνσπαν, προειδοποίησε για «παράλογη ευφορία» στις αγορές το 1996, οι τιμές αυξήθηκαν περαιτέρω για άλλα τέσσερα χρόνια πριν από την κατάρρευση του dotcom.

Πάντως, ένας σημαντικός δείκτης που παρακολουθούν μεγάλα διεθνή funds και όχι μόνο, ο «Δείκτης Μπάφετ» βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, τα οποία σύμφωνα με τον εμπνευστή του, τον βετεράνο μεγαλοεπενδυτή Γουόρεν Μπάφετ, σημαίνουν ότι οι επενδυτές «παίζουν με τη φωτιά». Ο «Δείκτης Μπάφετ» αποτυπώνει τη σχέση ανάμεσα στη συνολική κεφαλαιοποίηση όλων των εισηγμένων μετοχών στις ΗΠΑ και το μέγεθος της οικονομίας, όπως μετράται από το ΑΕΠ, και αποτελεί εδώ και χρόνια μία χρήσιμη μέτρηση για την αξιολόγηση του κατά πόσον οι αποτιμήσεις των μετοχών έχουν διογκωθεί. Αυτή τη στιγμή ο δείκτης βρίσκεται στο 225%, σε ιστορικό υψηλό, που σημαίνει ότι η συνολική κεφαλαιοποίηση της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς είναι περισσότερο από διπλάσια του ΑΕΠ των ΗΠΑ.

Το προηγούμενο ρεκόρ του δείκτη ήταν το 193% την εποχή της πανδημίας το οποίο και προηγήθηκε της παγκόσμιας bear market του 2022 και του ισχυρού sell-off που κατέγραψαν τα διεθνή χρηματιστήρια λόγω της εκτίναξης του πληθωρισμού. Επίσης, ο δείκτης είχε χτυπήσει «καμπανάκι» και στις αρχές του 2000 όταν τότε είχε κορυφωθεί σε ιστορικά υψηλά κοντά στο 150%, και στη συνέχεια «έσκασε» η φούσκα του dotcom, ενώ νέα κορυφή είχε σημειώσει και το 2007 όντα έσκασε η φούσκα των ακινήτων και του subprime στις ΗΠΑ όπου και πυροδοτήθηκε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση…

Facebook Comments