Μέσα στον κυκεώνα των δεσμευτικών υποχρεώσεων που προβλέπει για τη χώρα μας το τρίτο μνημόνιο, κύκλοι της αγοράς χαρακτηρίζουν ιδιαιτέρως σημαντικές τις σχετικέςμε τα ενεργειακά διατάξεις του – ειδικά σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο.

Με την ίδρυση νέων εταιρειών διανομής φυσικού αερίου και την άρση της αποκλειστικότητας στη χρήση του δικτύου λιανικής πώλησης από τις υφιστάμενες Εταιρείες Παροχής Αερίου (ΕΠΑ), ανοίγει ο δρόμος για την παροχή αερίου οικιακής χρήσης σε νέες περιοχές της χώρας. Αρκεί, προσθέτουν οι ίδιοι παράγοντες, να κατασκευαστούν οι κατάλληλες υποδομές.

Έλλειψη εκτεταμένων και σύγχρονων υποδομών

Τη στιγμή αυτή λειτουργούν στη χώρα τρεις ΕΠΑ στους νομούς Αττικής, Θεσσαλονίκης, και Θεσσαλίας. Αυτό σημαίνει πως νοικοκυριά σε μεγάλες πόλεις της χώρας, όπως η τρίτη σε μέγεθος Πάτρα και το τέταρτο Ηράκλειο, τα Ιωάννινα, η Λαμία, το Αγρίνιο ή οι παραδοσιακά ψυχρότερες περιοχές της βορείου Ελλάδας, δεν έχουν πρόσβαση σε φυσικό αέριο – παρόλο που στην Πελοπόννησο π.χ. έχει κατασκευαστεί αγωγός από τη ΔΕΣΦΑ.

Το γεγονός αυτό οδηγεί τους ειδικούς του ενεργειακού κλάδου να χαρακτηρίζουν την ελληνική αγορά φυσικού αερίου «πολύ περιορισμένη», ορμώμενοι από την ένδεια εσωτερικών δικτύων. Την ίδια ώρα, μάλιστα, που αναλυτές επισημαίνουν τις δυνατότητες της χώρας να μετεξελιχθεί σε χώρο διέλευσης φυσικού αερίου, ακόμη και εμπορικό κόμβο, εφόσον βέβαια εξασφαλιστούν οι κατάλληλες προϋποθέσειςσε επίπεδο υποδομών (κατασκευή, ανάπτυξη ή/και αναβάθμιση).

Εξάρτηση από ξεπερασμένες και ακριβές μορφές ενέργειας

Άμεση συνέπεια των περιορισμένων δικτύων διάθεσης οικιακής χρήσης φυσικού αερίου είναι η χαμηλή –σχετικά με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο– κατανάλωσή τουόταν μάλιστα οι ειδικοί του χώρου υπολογίζουν ότι την τρέχουσα χρονιά 2015-2016 η τιμή του φυσικού αερίου οικιακής χρήσης θα μειωθεί ακόμη περισσότερο κατά 15% (€0.58-0,59/μ3) αντί του περσινού €0,70), λόγω της αντίστοιχης πτώσης στην τιμή του πετρελαίου.[1] Αντ’ αυτού, η Ελλάδα επιμένει στον εγχώρια παραγόμενο λιγίτη ως κυρίαρχη μέθοδο παραγωγής ενέργειας (81% της πρωτογενούς παραγωγής), γεγονός που περιπλέκει την κατάσταση αναφορικά με το ενεργειακό μείγμα της χώρας. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, πρόκειται για τη μέθοδο με το υψηλότερο εξωτερικόκόστος (οικονομικόκόστοςαπότηνκαταστροφήτουπεριβάλλοντος, τηναλλαγήτουκλίματος,καιτηνεπιβάρυνση της δημόσιαςυγείας). Ταυτόχρονα, οι αντίστοιχοι ορυκτοί πόροι προοδευτικά εξαντλούνται, ενώ η απόδοσή τους λογίζεται αρκετά χαμηλή, με τις συνακόλουθες εισαγωγές να βαίνουν αυξούμενες, πιέζοντας ακόμη περισσότερο την εύθραυστη ελληνική οικονομία.

 

Facebook Comments