Όλο και περισσότερα βγαίνουν στο φως για το καθοριστικό τριήμερο από 10 έως 12 Ιουλίου που καθόρισαν το μέλλον της χώρας μας. Ο δημοσιογράφος του Guardian, Ίαν Τρέινορ γράφει ένα μακροσκελές αφήγημα για τις «τρεις ημέρες που έσωσαν το ευρώ».

Αργά το απόγευμα της Παρασκευής 10 Ιουλίου, όταν οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών έφτιαχναν τις βαλίτσες τους για τις Βρυξέλλες για να παρακολουθήσουν μια ακόμη συνάντηση για την ελληνική κρίση χρέους, ένα συγκλονιστικό email από το Βερολίνο προσγειώθηκε στα εισερχόμενα ενός πολύ μικρού αριθμού κορυφαίων αξιωματούχων.

O Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έστειλε ένα σοκαριστικό μήνυμα: Αν η ελληνική κυβέρνηση δεν προβεί σε περισσότερες δραστικές μεταρρυθμίσεις, «η Ελλάδα πρέπει να μπει σε ταχείες διαπραγματεύσεις για ένα timeout από την ευρωζώνη».

«Ήταν σαφές. Ήταν σκληρό. Ήταν βάναυσο», είπε ένας από τους αποδέκτες του email. To email του Σόιμπλε σήμανε συναγερμό σε Παρίσι, Ρώμη, Φρανκφούρτη και Βρυξέλλες.

Ανώτερος αξιωματούχος που συμμετείχε στις συνεδριάσεις και ο οποίος είδε το e-mail εκείνη την Παρασκευή το βράδυ είπε ότι εστάλη σε έναν πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων και έκανε σαφές ότι το Grexit ήταν μια επιλογή. Αυτό σήμαινε ότι τη Δευτέρα θα ξεκινήσουν οι προετοιμασίες.

Η πρόταση Σόιμπλε έσκασε επάνω στις οθόνες των υψηλά ιστάμενων της Κομισιόν στις 6μμ Παρασκευή. Ηταν μήκους μιας σελίδας – στυλ non-paper – και είχε σταλεί από τον Thomas Steffen, εκπρόσωπο του γερμανικού ΥΠΟΙΚ. Εκτός από το «διάλειμμα» της Ελλάδας από το ευρώ για τουλάχιστον πέντε έτη, πρότεινε, επίσης, να μεταβιβάσει η Αθήνα περιουσιακά στοιχεία αξίας €50 δισ. – το ένα τέταρτο του εθνικού της πλούτου – σε ειδικό ταμείο που εδρεύει στο Λουξεμβούργο και ελέγχεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

«Φαινόταν σαν μια πρόταση με σκοπό να εξασφαλιστεί η Ελληνική αποχώρηση από το ευρώ», δήλωσε ένας αξιωματούχος από χώρα που συμμετέχει στις συνομιλίες και έστειλε sms σε έναν συνάδελφό του γράφοντας ότι υπήρχε τώρα 60% πιθανότητα για Grexit και για πρώτη φορά αυτό ήταν μία ισχυρή πιθανότητα.

Υπήρχαν αρκετοί μεταξύ των ηγετών, των κεντρικών τραπεζιτών και των 19 υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης που αναρωτήθηκαν εάν ο Σόιμπλε μιλούσε σοβαρά. Αλλά ανώτερα στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ESM, κατάλαβαν ότι δεν ήταν μπλόφα – στην πραγματικότητα γνώριζαν τα σχέδια του Σόιμπλε πολύ καιρό πριν. Στις αρχές του έτους – ακόμα και πριν Τσίπρας εξελέγη πρωθυπουργός – είχε αποφασίσει ότι η Ευρωζώνη έπρεπε να προστατεύεται από τους αδύναμους κρίκους: H Ελλάδα ήταν ένα βαρίδι και έπρεπε να φύγει.

Ο Σόιμπλε στις 10 Ιουλίου έσπασε ένα ταμπού: Η ένταξη του ευρώ υποτίθεται ότι είναι αμετάκλητη, και ο Σόιμπλε απέδειξε για πρώτη φορά ότι η Γερμανία πίστευε ότι η ένταξη στο ενιαίο νόμισμα δεν ήταν για πάντα – και ότι ήταν διατεθειμένη να οδηγήσει μία χώρα στην έξοδο. Η αποκάλυψη φόβισε τους πολιτικούς σε όλη την Ευρώπη.

Ο Γιούνκερ και ο επικεφαλής του επιτελείου του, ο Martin Selmayr, αιφνιδιάστηκαν με το email Σόιμπλε, και αμέσως κάλεσαν τον Βάντις Ντομπρόβσκις και τον Πιέρ Μοσκοβισί. Ο Γιούνκερ κάλεσε επίσης τον Φρανσουά Ολάντ στο Παρίσι: Οι δύο άνδρες ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν την Ελλάδα στο ευρώ, αλλά ανησυχούσαν ότι αν η Μέρκελ συμφωνούσε με την θέση του Σόιμπλε, δεν θα μπορούσαν να την σταματήσουν.

Μεταξύ αυτών που έλαβαν το email Σόιμπλε ήταν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, ο Μάριο Ντράγκι, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ και ο Τόμας Βίζερ.

Ακόμη και η Μέρκελ ενημερώθηκε για την βόμβα Σόιμπλε λίγες ώρες πριν πατηθεί το send στο email.

Παρά το γεγονός ότι η πρόταση δεν συζητήθηκε επίσημα στο Eurogroup του Σαββάτου, οι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι συζητήθηκε σιωπηλά κατά τη διάρκεια της συνάντησης. Το κλίμα ήταν τεταμένο και μελαγχολικό.

Στις τρεις μέρες που ακολούθησαν την ανακοίνωση σοκ του Σόιμπλε οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες συνέχιζαν τις διαπραγματεύσεις μέχρι τα μεσάνυχτα του Σαββάτου. Αυτοί συνέχισαν τη συζήτηση το πρωί της Κυριακής, πριν δοθεί η σκυτάλη στους εθνικούς ηγέτες – η σύνοδος κορυφής ξεκίνησε στις 16:00 και διήρκεσε όλη τη νύχτα για 17 ώρες.

Η Σύνοδος της Κυριακής ήταν η πιο έντονη και η πιο επεισοδιακή που πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Οι προηγούμενοι έξι μήνες διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είχαν πάει από το κακό στο χειρότερο. Από την έναρξη της θητείας τον Ιανουάριο, ο Τσίπρας δεν είχε δείξει ιδιείτερη διάθεση να έρθει σε συμφωνία με τους όρους των πιστωτών,αλλά για τους Ευρωπαίους το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν ο Γιάνης Βαρουφάκης. Οι συνάδελφοί του στην ευρωζώνη δεν άργησαν να εκνευριστούν μαζί του και από τις μεγαλειώδεις εμφανίσεις του στα Eurogroup. Στην προσπάθεια του να διχάσει τους υπουργούς, κατάφερε να τους στρέψει εναντίον του. Σε ένα Eurogoup τον Φεβρουάριο πιάστηκε σχεδόν στα χέρια με τον Ντάισελμπλουμ, χρειάστηκε να επέμβει ο Μοσχοβισί.

Όποιες προσπάθειες και αν είχαν γίνει από την πλευρά της Ευρωζώνης, με την Μέρκελ να φτάνει στο σημείο να συγκαλεί μίνι-σύνοδο στις αρχές Ιουνίου με Τσίπρα, Γιούνκερ, Ντράγκι και Λαγκάρντ όπου και παραδόθηκε πρόταση 5 σελίδων προς την Ελλάδα, δεν είχε επιτευχθεί καμία πρόοδος.

Στις 26 Ιουνίου ο Τσίρπας έφυγε κρυφά από την διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες και μετά από ιδιωτική συνομιλία που είχε με την Μέρκελ. Χωρίς να πει τίποτα σε κανένα, επέστρεψε στην Αθήνα και ανακοίνωσε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Η Μέρκελ σοκαρίστηκε από αυτήν την κίνηση, όπως δηλώνουν άνθρωποι του περιβάλλοντός του.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος όμως έδειξε στην Μέρκελ ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός ήταν μία υπολογίσιμη δύναμη. Παράλληλα όμως ήταν ένα αρνητικό στοιχείο στις διαπραγματεύσεις. Πλέον οι ελπίδες για συμφωνία ήταν πολύ ελάχιστες.

Αλλά τα δημοσιονομικά «γεράκια» της ευρωζώνης δεν θα άφηναν την Ελλάδα να ορίσει το πρόγραμμα.

Αυτό έγινε πολύ πιο σαφές όταν ο Σόιμπλε και ο Ντάισελμπλουμ έφτασαν στο Eurogroup της 11ης Ιουλίου. «Πώς μπορούμε να περιμένουμε να εφαρμόσει η Ελλάδα ότι υπόσχεται;» δήλωσε στους δημοσιογράφους ο Ντάισελμπλουμ. Ο Σόιμπλε είχε ύφος γεμάτο περιφρόνηση: «Οι διαπραγματεύσεις θα είναι εξαιρετικά δύσκολες ».

Το email Σόιμπλε έγραφε: «Στις προτάσεις της Ελλάδας λείπει μία σειρά σημαντικών μεταρρυθμίσεων για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, η μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, οι ιδιωτικοποιήσεις, ο τραπεζικός τομέας, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεν επαρκούν. Αυτός είναι ο λόγος που οι προτάσεις αυτές δεν μπορούν να χτίσουν τις βάσεις για ένα νέο, τριετές πρόγραμμα».

Η ατμόσφαιρα στο Eurogroup ήταν επιθετική απέναντι στην Ελλάδα, με εξαίρεση τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους Κύπριους. Ο Σόιμπλε ήταν σιωπηλός και μετρημένος, αλλά οι άλλοι ήταν φοβερά επιθετικοί και θυμωμένοι. Ο μόνος που αντιμετώπισε ευθέως τον Σόιμπλε για την πρότασή του για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, ήταν ο Μισέλ Σαπέν. Του είπε ότι η πρότασή τους δεν αποτελούσε επιλογή γιατί δεν ήταν κάτι νόμιμο. Οσο προχωρούσε το meeting, το κλίμα γινόταν ολοένα και αρνητικό, φέρνοντας την Ελλάδα πιό κοντά στην έξοδο από το ευρώ. Ο Σόιμπλε δεν είπε πολλά αλλά μετά από λίγη ώρα ήρθε με μία άλλη σοκαριστική πρόταση: Oλοι οι Ελληνες που εργάζονται στην ευρωζώνη να γυρίσουν στα σπίτια τους και να φτιάξουν την χώρα τους.

Ο Μάριο Ντράγκι ήταν κάθετα αντίθετος στο Grexit. Oι Γάλλοι και οι Ιταλοί ήταν έκπληκτοι από το πόσο πολύ οι υπόλοιπες χώρες σοβαρολογούσαν σχετικά με την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ο Ντάισελμπλουμ με δεξιότητα κατηύθυνε την συζήτηση μακριά από την πρόταση Σόιμπλε και συνέταξε μια δήλωση νωρίς το απόγευμα. Απορρίφθηκε από τους σκληροπυρηνικούς – συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών, των Σλοβάκων, των Φινλανδών και των Ολλανδών.

Κατά την διάρκεια της κρίσης του ευρώ, το υπουργείο του Σόιμπλε έκανε τις μεγαλύτερες διαρροές εγγράφων για την Ελλάδα και το γραφείο του Σόιμπλε διέρρευσε το σχέδιο για το timeout της Ελλάδας στον δημοσιογράφο της FAZ Τhomas Gutschker, όπως σημειώνει ο Taylor.

To μεσημέρι της Κυριακής 12 Ιουλίου, οι ΥΠΟΙΚ της ευρωζώνης πήραν ένα έγγραφο τεσσάρων σελίδων από τον Ντάισελμπλουμ και την ομάδα του. Ο επικεφαλής του Eurogroup μαζί με τον Τόμας Βίζερ είχαν αποφάσισε να βάλουν τα πάντα στο έγγραφο, τους όρους του σημειώματος Σόιμπλε, μεταξύ των οποίων τα δύο βασικά αιτήματα του – του πενταετούς Grexit και του ταμείου του Λουξεμβούργου στο οποίο θα μεταφερθούν περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού κράτος – παρά το γεγονός ότι αρκετοί αξιωματούχοι διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν είχε συζητηθεί επισήμως την προηγούμενη ημέρα. Τα επίμαχα σημεία τέθηκαν σε αγκύλες, που σημαίνει ότι δεν είχαν συμφωνηθεί. Παρ όλα αυτά, η συμπερίληψή τους υποδήλωνε έντονα ότι το σχέδιο Σόιμπλε είχε ευρεία υποστήριξη. Στην πραγματικότητα, εκείνο το πρωί, πριν η Μέρκελ αναχωρήσει για τις Βρυξέλλες, ο Σόιμπλε πραγματοποίησε τηλεδιάσκεψη μαζί της και με τον Γκάμπριελ και ήταν αρκετά βέβαιος για την υποστήριξή τους στο σχέδιό του.

Αν και υπήρχαν περισσότερα από 24 άτομα στη Σύνοδο, η συνάντηση περιστράφηκε γύρω από ουσιαστικά μια διαπραγμάτευση μεταξύ της Μέρκελ και του Τσίπρα, με τη συμμετοχή του Τουσκ και του Ολάντ.

Οι περισσότεροι από τους ηγέτες της Ευρώπης ήταν απλοί θεατές. Έτρωγαν, έπιναν λευκό κρασί, συζητούσαν, ενώ οι βοηθοί τους περίμεναν σε άλλους ορόφους. Οι δύο Ιταλοί, Ρέντσι και Ντράγκι είχαν το χρόνο να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο καλύτερα. Ο Γιούνκερ, όταν δεν κοιμόταν, καθόταν με τον Ντράγκι για να μελετήσουν τα… μαθηματικά ενός ενδιάμεσου δανείου για να αποτρέψουν μια ελληνική χρεοκοπία. Η Λαγκάρντ και ο Μαρκ Ρούτε, ο Ολλανδός πρωθυπουργός, ενίοτε ασχολούνταν με τον Τουσκ. Ο πρόεδρος της Λιθουανίας και ο πρωθυπουργός της Σλοβενίας βαρέθηκαν και έφυγαν νωρίς.

Το timeout του Σόιμπλε γρήγορα διαγράφηκε από το τραπέζι. Αν επρόκειτο να υπάρξει μια συμφωνία, δεν θα υπήρχε ελληνική έξοδος από το ευρώ.

Κάποια στιγμή αργά το βράδυ της Κυριακής, ο Τουσκ κάλεσε τον Ρούτε σε μία μικρότερη συνάντηση με Μέρκελ, Ολάντ και Τσίπρα, ο οποίος συμμετείχε ως παρατηρητής. Ο Ρούτε ήταν ιδιαίτερα σκληρός και ο Τουσκ τον θεωρούσε εκπρόσωπο των σκληροπυρηνικών της βόρειας και ανατολικής ευρωζώνης, μαζί με τους Φινλανδούς, τους Σλοβάκους, και τις χώρες της Βαλτικής. Η Λαγκάρντ ήταν εκείνη που βοήθησε να φτιαχτεί μια φόρμουλα για να εκτονώσει το θέμα. Την κάλεσε ο Τουσκ για να συζητήσει το θέμα με τον Τσίπρα και του πρότεινε ότι, ενώ ορισμένοι από τους νόμους που είχε περάσει θα πρέπει να αναιρεθούν, άλλοι θα μπορούσαν να επιβιώσουν λόγω ανθρωπιστικών λόγων – για να αμβλύνουν τις επιπτώσεις της λιτότητας για τους φτωχότερους Έλληνες.

Στις τρεις το πρωί, τα πράγματα φαίνονταν δυσοίωνα. Οι Έλληνες και οι Γερμανοί ήταν αμετακίνητοι. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί ανησυχούσαν. Και οι υπόλοιποι από τις χώρες της ευρωζώνης – συμπεριλαμβανομένης της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, και της Ισπανίας – ήταν όλο και πιο απρόθυμοι να κάνουν παραχωρήσεις προς την Ελλάδα.

Σε αυτό το σημείο, ο Ολάντ αποχώρησε από τη συνεδρίαση και πήρε 10 από τους συμβούλους του, συμπεριλαμβανομένου του Σαπέν, στο γραφείο της ιταλικής αντιπροσωπείας. Ο Γάλλος πρόεδρος χτύπησε στο παράθυρο: «Είναι ο Ματέο εκεί;» Πήγε μέσα και ρώτησε τον Ρέντσι: Τι πρέπει να κάνουμε για την Ελλάδα; Μετά από μισή ώρα της συζήτησης, ο Ολάντ και Ρέντσι αποφάσισαν ότι η Ελλάδα έπρεπε να μείνει στο ευρώ με όποιο κόστος. Ο Ρέντσι στη συνέχεια πήγε στη Μέρκελ και τον Τσίπρα, και τους εκλιπαρούσε να έρθουν σε συμφωνία. «Άντζελα», είπε στη Μέρκελ, «τώρα πρέπει να αποφασίσεις».

Μισή ώρα αργότερα, στις 4 το πρωί, ο Τουσκ ήταν αρκετά βέβαιος ότι μια συμφωνία ήταν κοντά και συγκάλεσε εκ νέου τη Συνοδο Κορυφής. Είχε στα χέρια του μια σημαντική ανακάλυψη, αν και οι Ελληνες εξακολουθούσαν να μην θέλουν το ταμείο του Λουξεμβούργου. Ομως ο Τσίπρας εξαφανίστηκε για μισή ώρα για να κάνει τηλεφωνήματα στην Αθήνα. Όταν επέστρεψε στις 5 π.μ., ήταν χλωμός και αδιάλλακτος. Καμία συμφωνία. Ο Ολάντ και ο Τουσκ δεν θα ανεχόντουσαν όμως την αποτυχία. Ο Τσίπρας τους είπε το ταμείο ήταν «αδύνατο και απαράδεκτο».

Ο Τουσκ διέκοψε και πάλι τη σύνοδο κορυφής και κάλεσε τον Τσίπρα, την Μέρκελ και τον Ολαντ σε μία άλλη συνάντηση. Ήταν η πιο βάναυση ολόκληρου του Σαββατοκύριακου – και οι ηγέτες ήρθαν επικίνδυνα κοντά στην απέλαση στην Ελλάδα από το ευρώ.

Για τον Τσίπρα, το ταμείο ήταν κάτι το επιζήμιο, αλλά αν έπρεπε να το καταπιεί επέμεινε ότι πρέπει να έχει βάση στην Ελλάδα παρά το Λουξεμβούργο. Η Μέρκελ έκανε πίσω αλλά δεν συμφώνησε με το αίτημα του Τσίπρα ότι το ήμισυ του ταμείου θα διατεθεί για επενδύσεις στην Ελλάδα. Θα επέτρεπε μόνο σε 10 δισ να διοχετευθούν για το σκοπό αυτό, ενώ τα άλλα 40 δισ. θα πήγαιναν στην αποπληρωμή του ελληνικού χρέους και την ενίσχυση των προβληματικών τραπεζών της Ελλάδας. Αλλά και πάλι δεν υπήρξε συμφωνία. Η Μέρκελ πρότεινε να γίνει ακόμη μία σύνοδος δύο ημέρες αργότερα.

Και τότε ο Ρούτε έστειλε μήνυμα στον Τουσκ για μία άλλη πρόταση. Να δοθούν 12,5 δισ. στην Ελλάδα και όχι 10 δισ. για τις επενδύσεις. Η συμφωνία τότε ήρθε πιο κοντά.

Στις έξι και μισή, ο Τσίπρας ρώτησε αν ένα άλλο μέλος της ομάδας του θα μπορούσε να ενταχθεί στην Σύνοδο για να βοηθήσει στη σύνταξη της συμβιβαστικής συμφωνίας. Τότε είναι που μπήκε ο Γκλεν Κιμ στην αίθουσα, τραπεζίτης από την Νότια Κορέα τον οποίο είχε προσλάβει ο Βαρουφάκης στο ΥΠΟΙΚ σαν σύμβουλο. Ηταν ο μόνος από τους Ελληνες διαπραγματευτές που φορούσε γραβάτα.

Τώρα είχε ενταχθεί στις διαπραγματεύσεις, μαζί με την Μέρκελ, τον Τσίπρα, τον Τουσκ, τον Ολάντ και τον Τσακαλώτο, για τις αποφασιστικές τελικές φάσεις. Μετά από 17 ώρες , οι ηγέτες της ευρωζώνης ήρθαν τελικά σε συμφωνία. Στις 8.39 το πρωί της Δευτέρας, ο Βέλγος πρωθυπουργός, ήταν ο πρώτος ηγέτης που έστειλε ένα tweet με την λέξη: «Συμφωνία».
 

Facebook Comments