Η έναρξη συστηματικών βομβαρδισμών από ρωσικές αεροπορικές δυνάμεις στη Συρία στα τέλη Σεπτεμβρίου έφερε για μια ακόμη φορά τις ΗΠΑ αντιμέτωπες με το φάσμα των αδιέξοδων πολιτικών τους επιλογών στο Συριακό αλλά και την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η ρωσική επέμβαση φάνηκε -όσον αφορά την κλίμακα της- να αιφνιδιάζει τους Αμερικανούς που μόλις είχαν κατορθώσει τον περασμένο Ιούλιο να πείσουν την Τουρκία να συμμετάσχει ενεργά στον αγώνα κατά του αυτο-αποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ), δίνοντας την άδεια χρήσης της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ στην αμερικανική/συμμαχική αεροπορία.

Η βασική ιδέα που τότε προωθείτο από την Ουάσινγκτον ήταν ότι η χρήση του Ιντσιρλίκ αυξάνοντας την εμβέλεια και κυρίως τη διάρκεια των αμερικανικών βομβαρδισμών όπως και του ανεφοδιασμού που θα προσέφεραν στους Κούρδους της Συρίας (YPG) και τους αντικαθεστωτικούς του ΣΑΣ (Συριακού Απελευθερωτικού Στρατού), θα έσπαγε την πλάτη των τζιχαντιστών. Μια ζώνη αεροπορικής προστασίας θα δημιουργείτο κατά μήκος κυρίως του κεντρικού τμήματος των τουρκο-συριακών συνόρων η οποία τώρα ελέγχεται από το IK, η οποία θα επέτρεπε την ανάπτυξη του ΣΑΣ στο κενό που θα δημιουργείτο έτσι ώστε να μετατοπισθούν εντός της συγκεκριμένης ζώνης και μεγάλο μέρος των Σύριων προσφύγουν που διαβιούν στην Τουρκία.

Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη αμερικανική στρατηγική ήταν διττό και συνδεόταν και πάλι με την αυτονόμηση των τουρκικών πολιτικών στόχων στο Συριακό: η τουρκική αεροπορία δεν στράφηκε κυρίως κατά του ΙΚ αλλά κατά των Κούρδων επειδή η Άγκυρα εκτιμούσε και εξακολουθεί να εκτιμά ότι το κενό που θα δημιουργείτο στο κεντρικό τμήμα της τουρκο-συριακής μεθορίου δεν θα καλυπτόταν από τις δυνάμεις του ΣΑΣ, ο οποίος ενεργεί ως επι το πλείστον δυτικότερα και νοτιοδυτικότερα, αλλά από τις δυνάμεις των αλληλέγγυων με το ΡΚΚ Κούρδων της Συρίας. Αυτό ήταν και παραμένει κάτι με το οποίο η Άγκυρα δεν μπορεί να συμβιβασθεί. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τουρκική επέμβαση στη Συρία κατά του ΙΚ ήταν υποτονική την ίδια ώρα που οι μοναδικές δυνάμεις εδάφους που θα μπορούσαν να απειλήσουν άμεσα το κέντρο βάρους της ισχύος του ΙΚ στη Ράκκα ήταν και εν πολλοίς παραμένουν οι μαχητές του YPG.

Το αδιέξοδο της αμερικανικής στρατηγικής ωστόσο δεν εξαντλείται στην καταφανή απόκλιση στρατηγικών επιδιώξεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας, που φαίνονται να συνεργάζονται αρμονικά μόνο στο ζήτημα ανεφοδιασμού των δυνάμεων του ΣΑΣ με αντιαρματικούς πυραύλους TOW απο ένα επιτελικό κέντρο που λειτουργεί στη νοτιοανατολική Τουρκία. Το αμερικανικό αδιέξοδο επιτείνεται και από τη στρατηγική μυωπία των ίδιων των Αμερικανών που υποτίθεται ότι θα δημιουργούσαν μια πιστή στους ίδιους στρατιωτική δύναμη η οποία θα καταπολεμούσε το ΙΚ και θα κάλυπτε το κενό που θα δημιουργείτο στην προαναφερθείσα  γεωγραφική ζώνη σε αντικατάσταση του YPG.

Το αμερικανικό πεντάγωνο είχε στη διάθεσή του περίπου $500 εκατομμύρια προκειμένου να αναπτύξει μέσω Τουρκίας και Ιορδανίας μια δύναμη περίπου 5.400 ανδρών έως τα τέλη του 2015, και 15.000 ανδρών έως τα τέλη του 2018, έτσι ώστε να ανασυγκροτηθούν οι μη-τζιχαντιστικές δυνάμεις του ΣΑΣ και να διασκεδασθούν οι φόβοι της Τουρκίας ότι το κενό που θα δημιουργείτο στο Βορά δεν θα καλυπτόταν από το YPG. Ο στόχος του Syria Train & Equip Program ήταν να διασφαλισθεί ότι τα όπλα με τα οποία θα εξοπλίζονταν οι συγκεκριμένες δυνάμεις δεν θα κατέληγαν ούτε στο ΙΚ ούτε στην Jabat al-Nusra, το Συριακό παρακλάδι της Al-Qaeda, ενώ θα είχαν ως βασικό επιχειρησιακό στόχο να στραφούν κατά κύριο λόγο κατά του ΙΚ και δευτερευόντως κατά του Άσαντ.

Η αποτυχία του προγράμματος αυτού που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2014 ήταν τόσο τραγελαφική που στις 9 Οκτωβρίου ο Πρόεδρος Ομπάμα κατόπιν αντίδρασης πολλών Γερουσιαστών και από τα δύο κόμματα υποχρεώθηκε να το ακυρώσει, παραδεχόμενος ότι δεν ήταν ρεαλιστικός ο στόχος δημιουργίας μιας ελεγχόμενης/κατευθυνόμενης από τους Αμερικανούς ταξιαρχίας αντι-Ασαντικών δυνάμεων. Έως τα τέλη Σεπτεμβρίου, την ώρα δηλαδή που ξεκινούσαν οι ρωσικοί βομβαρδισμοί οι Αμερικανοί είχαν μετα βίας αναπτύξει περί τους 20-30 μαχητές σε Συριακό έδαφος εκ των οποίων είχαν απομείνει 4-5 άτομα.

Ακόμη πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι πολλοί απο αυτούς του μαχητές είχαν παραδώσει, ή μάλλον πουλήσει, το 1/4 του οπλισμού τους στην Συριακή Al-Qaeda. Οι αμερικανοί είχαν αποτύχει να μάθουν ακόμη και από τα δικά τους λάθη όταν κατά την περίοδο 2011-2013 ενίσχυσαν με χρήματα, όπλα και πολεμοφόδια οποιονδήποτε τζιχαντιστή δήλωνε ότι θα πήγαινε στη Συρία για να πολεμήσει τον Άσαντ. Αυτή η στρατηγική μυωπία παράλληλα τους εμπόδισε να προβλέψουν και να αντιμετωπίσουν αρχικά την εδραίωση και μετά την ανάπτυξη του ΙΚ στη Συρία και την εν συνεχεία εντυπωσιακή του επέκταση στο Ιράκ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014. Οι αμερικανοί άρχισαν να ασχολούνται με το ΙΚ μετά την κατάληψη της Μοσούλης, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης του Ιράκ, από τις διεθνείς τζιχαντιστικές ταξιαρχίες του Αλ-Μπαγκντάντι τον Ιούνιο του 2014.

Η κυβέρνηση Ομπάμα φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης όχι μόνο για την εδραίωση του ΙΚ στη Συρία αλλά και για τις γενικότερες χαοτικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής που εκμεταλλεύθηκε και εκμεταλλεύεται το Ιράν και μετά το 2012 η Ρωσία. Οι απαρχές των αμερικανικών στρατηγικών αδιεξόδων προφανώς και δεν έχουν σχέση με τον κ.Ομπάμα καθώς ανάγονται στην παντελώς ερασιτεχνική αμερικανική κατοχή του Ιράκ κατά την περίοδο 2003-2011.  Ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να πολιτευθεί η κυβέρνηση Μπούς την περίοδο 2003-2008 περιθοριοποιώντας την κυρίαρχη για σχεδόν 80 χρόνια πολιτική τάξη των Σουνιτών, δεν διέλυσε απλώς το Ιράκ στα εξών συνετέθη. Μετέτρεψε το νότιο Σιιτικό Ιράκ σε μια κατά κύριο λόγο ιρανική σφαίρα επιρροής σε σημείο που το 2011 η τότε σιιτική κυβέρνηση υπό τον Νούρι Αλ-Μαλίκι εξεδίωξε τους αμερικανούς κακκήν κακκώς από το Ιράκ απαγορεύοντας τους να διατηρήσουν έστω και έναν στρατιώτη, έστω και μια στρατιωτική βάση στη χώρα μετά την απόφασή τους να αποχωρήσουν από το Ιράκ το 2011.

Η απόφαση του Ομπάμα το 2009 να εκκενώσει σε δύο χρόνια από το Ιράκ σχεδόν 200.000 αμερικανούς στρατιώτες και τους ιδιωτικούς μισθοφόρους συμμάχους τους, έγινε κατά τρόπο που ανέτρεψε τα όποια κέρδη είχαν επιτύχει οι αμερικανοί στο έδαφος κατά τη διετία 2007-2009 όταν και η ενδο-κοινοτική βία στο Ιράκ μειώθηκε στο βαθμό που μια συλλογική και πολυσυλεκτική πολιτική διαδικασία ίσως και να μπορούσε να μετατρέψει την κεντρική ιρακινή κυβέρνηση σε μια πραγματικά ομογενοποιημένη εθνική κυβέρνηση και όχι σε μια σιιτική φραξία που διατηρούσε ουσιαστικά το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας είτε αποκλείοντας είτε περιθοριοποιώντας τη Σουνιτική μειονότητα.

Ο Αλ-Μαλίκι με τη στήριξη του Ιράν διέλυσε την όποια προσπάθεια πολιτικής συνεννόησης την ώρα που οι Αμερικανοί συντηρούσαν για τον εαυτό τους την ψευδαίσθηση ότι είχαν φτιάξει έναν πραγματικό εθνικό ιρακινό στρατό που θα μπορούσε να υπερασπισθεί την ακεραιότητα τουλάχιστον του μη-κουρδικού τμήματος της χώρας δεδομένου ότι το κουρδικό τμήμα είχε κατουσία ανεξαρτιτοποιηθεί από τη Βαγδάτη μετά το 2005. Παράλληλα ο Αλ-Μαλίκι διέλυσε τις όποιες ελπίδες συντηρούσαν οι Αμερικανοί ότι θα μπορούσαν να διατηρήσουν μια μικρή μόνιμη στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ και μετά το 2011 ακριβώς για να είναι σε θέση να προλάβουν την ανάκτηση του ελέγχου επί των δυτικών σουνιτικών επαρχιών του Ιράκ από τζιχαντιστικές δυνάμεις όπως την οργάνωση της Αλ-Καϊντα στο Ιράκ (Al-Qaeda in Iraq-AQI).

H AQI αποτέλεσε το πρόπλασμα του σημερινού ΙΚ την περίοδο 2006-2013 πρίν εκμεταλλευθεί το Συριακό χάος για να επεκταθεί στη Συρία την οποία εν συνεχεία εκμεταλλεύθηκε ως βάση εφόδου για την κατάληψη της Μοσούλης και σχεδόν του συνόλου των σουνιτικών επαρχιών του Ιράκ την περίοδο 2013-2014. Οι αμερικανικές ψευδαισθήσεις ότι η αποχώρηση τους από το Ιράκ δεν θα οδηγούσε στην εκ νέου εσωτερική του ανατίναξη κατέρρευσαν με την ίδια περίπου ταχύτητα με την οποία ηττήθηκε ο κατά πλειοψηφία σιιτικός ιρακινός “εθνικός” στρατός από τις δυνάμεις του ΙΚ την περίοδο 2013-2014. Οι περισσότεροι Σιίτες στρατιωτικοί επέλεξαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους στις δυνάμεις του Αλ-Μπαγκτάντι παρά να υπερασπισθούν περιοχές όπου κατα πλειοψηφία διαβιούσαν μη-Ιρακινοί Σιίτες. Το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού και των πολεμοφοδίων του ΙΚ αυτή τη στιγμή προέρχεται από τις τεράστιες αποθήκες του κατά κύριο λόγο αμερικανικού οπλισμού που το ΙΚ κατέλαβε από τον Ιρακινό στρατό το 2013-2014!

Ενδεικτικό της γενικότερης αποσύνθεσης που επικρατούσε το 2014 στο Ιράκ, όταν και οι αμερικανοί επέτυχαν την αντικατάσταση του Αλ-Μαλίκι από τον επίσης Σιίτη πολιτικό Χαϊντάρ Αλ-Αμπάντι, ήταν το γεγονός ότι όταν το ΙΚ έφτασε στις παρυφές της Βαγδάτης, κινητοποιήθηκαν προς υπεράσπιση της πρωτεύουσας όχι οι εφεδρείες του Ιρακινού Στρατού αλλά οι σιιτικές ένοπλες πολιτοφυλακές των πλέον φιλοιρανικών ιρακινών κομμάτων.

Παρά την έως τώρα αμερικανική συνδρομή κατά του ΙΚ στο Ιράκ, ο Αλ-Αμπάντι εξακολουθεί να βασίζεται κατά κύριο λόγο σε ιρανικό οπλισμό, ιρανική επιμελητεία και ιρανική επιχειρησιακή βοήθεια επί τόπου, ενώ δεν έχει κάνει απολύτως τίποτε για να εμποδίσει τη ροή σιιτών ιρακινών εθελοντών στη Συρία όπου πολεμούν υπέρ του καθεστώτος Άσαντ.

Μια μόλις ημέρα μετά την έναρξη των ρωσικών βομβαρδισμών στη Συρία ο ιρακινός πρωθυπουργός δήλωσε σε συνέντευξή του στο France 24 ότι θα καλοσώριζε την επέκταση των ρωσικών βομβαρδισμών κατά στόχων του ΙΚ και εντός του ιρακινού εδάφους. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι από τον Οκτώβριο του 2012 η Ρωσία έχει πουλήσει στο Ιράκ όπλα αξίας άνω των $5 δις.

Μέχρι στιγμής η μοναδική αμερικανική αντίδραση στη ρωσική επέμβαση στη Συρία ήταν να αυξήσει την παράδοση αντιαρματικού οπλισμού TOW στο ΣΑΣ στην περιοχή πέριξ της Χάμα και του Χαλεπίου έτσι ώστε να αντισταθεί στη χερσαία επίθεση του συνασπισμού δυνάμεων που υποστηρίζουν το καθεστώς Άσαντ. Οι δυνάμεις του Άσαντ υποβοηθούμενες από τη ρωσική αεροπορία και νέες αφίξεις χιλιάδων ιρανών στρατιωτών από την Ιρανική Φρουρά της Επανάστασης επιτίθενται κατά των θέσεων της αντιπολίτευσης με στόχο την ανακατάληψη τμημάτων του κρίσιμου διαδρόμου που ενώνει τη Δαμασκό με το Χαλέπι και τη Λατάκεια. Αυτό ωστόσο που έχει καταστεί σαφές είναι ότι οι Αμερικανοί δεν θα διανοηθούν κάν να επαναλάβουν τη στρατηγική που εφήρμοσσαν κατά των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν δίνοντας αντιαεροπορικούς πυραύλους Στίνγκ στη Συριακή αντιπολίτευση. Ο κίνδυνος να βρεθούν τα όπλα αυτά στα χέρια των Τζιχαντιστών είναι κάτι παραπάνω από βέβαιος.

Facebook Comments