Για την περίοδο από τις 20 Ιουνίου και μετά εναποθέτουν τις ελπίδες τους οι εμπλεκόμενοι περί τα χρηματιστηριακά και κυρίως οι Έλληνες επενδυτές, οι οποίοι είναι αυτοί που τον τελευταίο μήνα με τις συνεχείς αγορές στήνουν αναχώματα στηνπεραιτέρω διολίσθηση της αγοράς.

Μετά τις 20 Ιουνίου κι εφόσον η κυβέρνηση έχει επιμείνει στην θέση – πυγμή περί κλεισίματος της ΕΡΤ ή άλλων ζημιογόνων ΔΕΚΟ και με την απαραίτητη προϋπόθεση η τρικομματική συνοχή να μην διαραγεί, η ξένοι θα πάρουν ένα ηχηρό μήνυμα ότι στην Ελλάδα αυτά που συμφωνούνται με την τρόικα, τελικά εφαρμόζονται, όσο επώδυνα κι αν είναι για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι θα αποδεσμευτεί και η δόση των 3,3 δισ. ευρώ, ιδιαίτερα χρήσιμη για την τόνωση της ρευστότητας της οικονομίας.

Επίσης, από την ίδια ημερομηνία και μετά αναμένεται να ολοκληρωθούν οι εναπομείνασες αυξήσεις κεφαλαίου, της Αττικής και της Πειραιώς, οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη, που σημαίνει ότι η ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος θα έχει ολοκληρωθεί.

Ταυτόχρονα, από την ημερομηνία αυτή κι έπειτα αναμένεται να έχει ξεκαθαριστεί η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΣΦΑ στην αζέρικη Socar και η κυβέρνηση να προγραμματίσει το τι θα πράξει με την ΔΕΠΑ, αν και οι πληροφορίες του «MN» αναφέρουν ότι η αποκρατικοποίηση αυτή παγώνει προς το παρόν.

Αντ αυτής, η κυβέρνηση προτίθεται να τρέξει την πώληση του ΟΛΠ, αν και οι κυβερνητικοί εταίροι, πλην της Ν.Δ., δηλαδή ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜ.ΑΡ. ζητούν τη σύναψη πολυετούς σύμβασης παραχώρησης, προφανώς με τους Κινέζους της Cosco, αντί για την πώληση στα πρότυπα του ΟΠΑΠ. Δεν αποκλείεται μέσα στο καλοκαίρι να έχει καταρτιστεί ο διαγωνισμός για την πώληση της ΕΥΑΘ και των Ελληνικών Πετρελαίων, προκειμένου να πουληθούν από τον Σεπτέμβριο κι έπειτα.

Τραπεζικές πηγές πάντως, θεωρούν ότι από τη στιγμή που ναυάγησε η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ, τίποτε δεν είναι βέβαιο για τις υπόλοιπες και πως ο στόχος των 2,6 δισ. ευρώ μπορεί να καταστεί μη επιτεύξιμος, αφού οι συνθήκες στην αγορά, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι απογοητευτικές.

Η αγορά πάντως, μακροπρόθεσμα επενδύει στο come back των τραπεζών. Στο πλαίσιο της γενικότερης «αντεπίθεσης» των τραπεζών στα τραπεζικά δρώμενα – με την έννοια της επιστροφής στις παραδοσιακές εργασίες που εισφέρουν και έσοδα σε τόκους και προμήθειες (μέσω του ανοίγματος της χρηματοδότησης, ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη) – θετικά προσμετρώνται η μείωση του κόστους σε κάθε επίπεδο. Συγκεκριμένα, μειώθηκε το κόστος των τραπεζών από την πτώση των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις, που ήδη ακολουθούν καθοδική τροχιά, έχοντας υποχωρήσει κάτω από τα επίπεδα του 4%, μετά από σειρά ετών.

Αντίστοιχα, μειώθηκε η εξάρτηση των τραπεζών από τον Εκτακτο Μηχανισμό Στήριξης της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA), με την αποκατάσταση της χρηματοδότησης από τα κανάλια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), από όπου αποκομίζουν όφελος.

Μάλιστα εκτιμάται ότι η αντικατάσταση ρευστότητας 50 δισ. ευρώ μέσω δανεισμού από την ΕΚΤ , μείωσε τα έξοδα από τόκους των τραπεζών κατά επιπλέον 1 δισ. ευρώ, σε ετήσια βάση. Σε όλες αυτές τις μειώσεις κόστους, σημαντική μερίδα έχει ο περιορισμός του λειτουργικού κόστους, που προέκυψε στο τραπεζικό σύστημα μέσα από μείωση των αποδοχών στο πλαίσιο των νέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά και μέσα από προγράμματα εθελουσίας εξόδου και αντίστοιχες εναλλακτικές αποχώρησης.

Στην κατεύθυνση αυτή, συνέβαλε φυσικά και η μείωση του αριθμού των τραπεζικών καταστημάτων. Τραπεζικοί παράγοντες εκτιμούν τη μείωση του λειτουργικού κόστους στο επίπεδο του 30% συγκριτικά με την αρχή της κρίσης, το 2008.

Στα της αγοράς, οι επενδυτές ανησυχούν για τη χρηματοδότηση των εργασιών των ίδιων των εισηγμένων. Η Ιντραλότ σκοπεύει να καταφύγει στις αγορές για την άντληση 300 εκατ. ευρώ, τη στιγμή όμως, που η απόδοση των δεκαετών ελληυνικών τίτλων δείχνει να ξεφεύγει στα επίπεδα του 9,5%. Στο “B1” έθεσε την αξιολόγηση για την Intralot ο οίκος Moodys, ενώ δίνει και σταθερό outlook για την αξιολόγηση. Σημειώνεται ότι πρόκειται για την πρώτη αξιολόγηση που δίνεται για την Ελληνική εταιρεία, στο πλαίσιο και της νέας έκδοσης ομολόγων ύψους 300 εκατ. ευρώ. Αξιολόγηση “Β+” θέτει η Fitch για τη πιστοληπτική ικανότητα της Intralot με σταθερό outlook. Παράλληλα “βαθμολογεί” με “BB-(EXP)/RR3” τη νέα έκδοση ομόλογων της εταιρείας ύψους 300 εκατ. ευρώ. Η αξιολόγηση “Β+” αντανακλά τις πολύ καλές επιδόσεις στο να κερδίζει και να διατηρεί συμβόλαια στο gaming, το διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιό της αλλά και τις προοπτικές για σταθερά EBITDA αναφέρει η Fitch.

 

ΧΣ

Facebook Comments