Στην παρούσα Εισήγηση αναφερόμαστε και εμβαθύνουμε σε ορισμένες πτυχές του ζητήματος της επιλύσεως του Κυπριακού αναφορικώς με τα Πλάσματα Δικαίου τα χρησιμοποιούμενα από φορείς της διεθνούς, λεγομένης, κοινότητος προς επίλυσιν του Κυπριακού μέσω της λεγομένης ΔΔΟ, όπως και τα Διεθνή εγκλήματα που τα ανωτέρω πλάσματα δικαίου συγκαλύπτουν και νομιμοποιούν, με αποτέλεσμα να δημιουργούν προϋποθέσεις για χαοτική διχοτόμηση στην καταργηθησομένη «μετεξελιχθείσα» Κυπριακή Δημοκρατία.

1) Υποστηρίζουμε ότι βασικοί πυλώνες των διαφόρων σχεδίων και προτάσεων επιλύσεως του Κυπριακού, οι οποίοι διαχρονικά αποτελούν τη βάση των διαπραγματεύσεων, συνιστούν δικαϊκά πλάσματα. Θα παρουσιαστεί τι μπορεί να υποδηλώνει η ανάγκη χρήσεως τόσων πλασμάτων δικαίου, και μάλιστα επί θεμελιωδών ρυθμίσεων επιλύσεως του Κυπριακού, και πώς μπορεί το γεγονός αυτό να επηρεάσει τη λειτουργικότητα του προτεινομένου υποδείγματος ιδρύσεως και διακυβερνήσεως.

2) Παράλληλα, εξετάζεται το ζήτημα της εκ των υστέρων νομιμοποιήσεως παρανόμων καταστάσεων και πώς η διαχείριση και επίλυση του Κυπριακού μπορεί να λειτουργήσει δικαιοπαραγωγικώς.

3) Επιπλέον, αναλύεται το ζήτημα της συνεχίσεως ή διαδοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας, και εξετάζεται τι μπορεί να συνεπάγεται για τη νομική αντιμετώπιση των τελεσθέντων από την τουρκική πλευρά διεθνών εγκλημάτων στην Κύπρο.

Έννοια δικαϊκού πλάσματος

Το “δικαϊκό πλάσμα”, ως γνωστόν (?) αποτελεί ένα νομικό εργαλείο με το οποίο ο νομοθέτης -παρακάμπτοντας νομικά  ή πραγματικά εμπόδια- κατασκευάζει, για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού, ορισμένη νομική κατάσταση, μη ανταποκρινομένη εις την πραγματικότητα.

Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στοιχεία που αποδίδονται από τους νομικούς στο δικαϊκό πλάσμα, όπως, μεταξύ άλλων:

1) η εικονικότητα στην οποία στηρίζεται,

2) το γεγονός ότι δεν εξαλείφει τις δυσχέρειες αλλά απλώς τις παρακάμπτει,

3) το ότι χαρακτηρίζεται ως μία ατελής μορφή προς λύση του ζητήματος,

4) το γεγονός ότι δηλώνει ένα τεχνητό αναγκαίο ψεύδος,

5) το ότι αντιτίθεται στην καθιερουμένη πραγματικότητα, ή αποτελεί αλλοίωση ή παραμόρφωση της πραγματικότητας,

6) το γεγονός ότι τοποθετεί ένα γεγονός, πράγμα, πρόσωπο, ή κατάσταση εντός μιας συνειδητά ακατάλληλης νομικής κατηγορίας προς επίτευξη πρακτικής εν συνεπεία λύσεως

Η ομοσπονδία ως πλάσμα δικαίου

• Η παραδοχή ότι στα πλαίσια της ομοσπονδίας θα υπάρχουν ομόσπονδες πολιτείες, οι οποίες θα έχουν επιμέρους κυριαρχικές εξουσίες, πέρα από την κεντρική διοίκηση, συνιστά πλάσμα δικαίου.

• Δηλαδή:

i) ο χωρισμός της κρατικής οντότητας σε επιμέρους οντότητες,

ii) η συνύπαρξη της κυριαρχίας και των εξουσιών των δύο αυτών οντοτήτων παράλληλα με την κεντρική διοίκηση του ομοσπόνδου κράτους, καθώς και

iii) η μεταβίβαση εξουσιών από τις οντότητες αυτές προς την κεντρική διοίκηση θεμελιώνονται επί τη βάσει δικαϊκού πλάσματος.

Ομοσπονδία – Εκ των υστέρων νομιμοποίηση παράνομων καταστάσεων

• Η πρόβλεψη συστάσεως διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας νομιμοποιεί εκ των υστέρων την παράνομη, λειτουργούσα ως de facto, κατάσταση του ψευδοκράτους. Ο γεωγραφικός διαχωρισμός, που επιδίωξε διαχρονικώς η τουρκική εξωτερική πολιτική, νομιμοποιείται και αποτελεί τη βάση επιλύσεως του Κυπριακού.

• Αυτό συμβαίνει διότι συστήνονται δύο πολιτείες που τελούν σε σχέση ισότητας μεταξύ τους, εκ των πραγμάτων δηλαδή νομιμοποιείται το ψευδοκράτος και ανάγεται σε ισότιμη πολιτεία εν σχέσει με την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία μετατρέπεται από κράτος σε πολιτεία, σε κοινότητα.

• Σε περίπτωση, λοιπόν, επιλύσεως του Κυπριακού επί τη βάσει ιδρύσεως ομοσπονδίας επέρχεται μία οιονεί νομιμοποίηση του ψευδοκράτους. Πρόκειται για οιονεί νομιμοποίηση, διότι επέρχεται εκ του αποτελέσματος, ανεξαρτήτως της επιδιωκομένης συνεπείας.

•Η εκ των υστέρων νομιμοποίηση μίας αναμφισβητήτως παρανόμου καταστάσεως, η οποία έχει καταδικαστεί απολύτως από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, αποτελεί σίγουρα ένα αρνητικό προηγούμενο εν σχέσει με τη θεμελιώδη αρχή της εδαφικής κυριαρχίας.

•Έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, μάλιστα, η διαχείριση του Κυπριακού ζητήματος ιδίως στην εποχή μας, μετά τις μονομερείς ανακηρύξεις: (1) του Κοσόβου, (2) της Αμπχαζίας, (3) της Νότιας Οσετίας και (4) της Κριμαίας, οι οποίες είναι παράνομες και έχουν επιβληθεί ως de facto καταστάσεις.

•Η εκ του αποτελέσματος νομιμοποίηση του ψευδοκράτους από τη διεθνή κοινότητα ίσως λειτουργήσει προς την κατεύθυνση διαμορφώσεως πρακτικής εν απολύτω αντιθέσει με όσα προβλέπει  το διεθνές δίκαιο και ίσως «δώσει κίνητρο» για αναλόγου φύσεως απολύτως καταδικαστέες ενέργειες.

Η μεταβίβαση των δομών της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελληνοκυπριακή Πολιτεία όπως και του ψευδοκράτους στην Τουρκοκυπριακή ως πλάσμα δικαίου

Το προταθέν υπό του Σχεδίου Ανάν εύρημα περί μεταβιβάσεως όλων των δομών της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελληνοκυπριακή Πολιτεία και αντιστοίχως του ψευδοκράτους στην Τουρκοκυπριακή Πολιτεία συνιστά πλάσμα δικαίου. Η πρόβλεψη αυτή -λογικά- θα επαναλαμβάνεται στις διαπραγματεύσεις στο μέλλον, εφόσον βάση των συζητήσεων αποτελεί η διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία. Ακόμη και αν δεν αναφέρεται ρητώς, εκ των πραγμάτων, αυτό θα συμβεί στην πράξη εκ του αποτελέσματος.

Για τη μετάβαση από τη σημερινή πραγματικότητα, η οποία περιλαμβάνει την ύπαρξη ενός νομίμου κράτους και μιας παρανόμου καταστάσεως, προς μία νέα πραγματικότητα, οπωσδήποτε απαιτούνται κάποιες παραδοχές και διευθετήσεις:

1) Η ρύθμιση περί μεταβιβάσεως των δομών της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελληνοκυπριακή Πολιτεία και αντιστοίχως του ψευδοκράτους στην Τουρκοκυπριακή νομιμοποιούν εκ των υστέρων την παράνομη κατάσταση του ψευδοκράτους.

2) Η μη αναγνώριση ενός μορφώματος, μίας de facto καταστάσεως, συνεπάγεται και τη μη αναγνώριση καμιάς δομής ή πράξεως που να προέρχεται από αυτό. Εν προκειμένω, αναγνωρίζονται και ισχυροποιούνται στην πράξη εκ των υστέρων όλες οι “δομές” του ψευδοκράτους.

3) Επιπλέον, αίρονται οι όποιες κυρώσεις είχαν επιβληθεί κατά παρανομίας διαταράσσουσας τη διεθνή έννομη τάξη, δηλαδή οι πολιτικές και ηθικές κυρώσεις της μη αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους και της καταδίκης του από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας.

2) Το ζήτημα της συνέχισης ή διαδοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πλάσμα δικαίου

• Βαρύνουσα σημασία έχει και το εάν το ομόσπονδο κράτος που θα προκύψει θα αποτελεί συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας ή εάν θα συντελεσθεί διαδοχή κρατών. Το θέμα αυτό ετέθη και εις το Σχεδιο Ανάν και θα πρέπει να ορισθεί σε κάθε περίπτωση επιλύσεως επί τη βάσει ομοσπονδίας. Στην υποθετική περίπτωση όπου το νέο κράτος θα εθεωρείτο διάδοχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα έπαυε να υφίσταται η Κυπριακή Δημοκρατία και θα αντικαθίστατο υπό του νέου κράτους.

• Θα πρέπει, βεβαίως, να τονισθεί ότι το βασικό συστατικό στοιχείο της διαδοχής είναι η εδαφική μεταβολή, προϋπόθεση μη συντρέχουσα εν προκειμένω, εφόσον τα εξωτερικά όρια του κράτους θα παρέμεναν αμετάβλητα.

• Επίσης, το γεγονός ότι το ομόσπονδο κράτος θα διατηρούσε τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας στον Ο.Η.Ε. θα αποτελούσε ισχυρή απόδειξη περί συνεχίσεως του κράτους.

• Άλλο καίριο ζήτημα μη ρυθμιζόμενο εν σχέσει με αυτήν την παράμετρο είναι το εξής: κατά την περίπτωση οριστικής παραλύσεως του νέου κράτους, εάν είχε τελεσθεί η συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα μπορούσε να γίνει επαναφορά στην προτεραία κατάσταση.

• Αντιθέτως, εάν είχε καταργηθεί στα πλαίσια διαδοχής, δεν θα υπήρχε status quo ante και η περίοδος προ της αποδοχής του σχεδίου επιλύσεως θα αποτελούσε tabula rasa, άρα χάος!

• Επιπλέον, τι θα συνέβαινε σε περίπτωση νέας “αποχωρήσεως” των Τουρκοκυπρίων; Θα διετηρείτο μόνο η Ελληνοκυπριακή συνιστώσα Πολιτεία ή και το ομοσπονδιακό κράτος;

Είναι ή όχι, γεωπολιτικώς εφικτόν και πιθανόν να συμβεί κάτι ανάλογο, την στιγμή που όλοι γνωρίζουμε τις απόψεις Νταβούτογλου, σχετικώς με την Κύπρο; Και τί πρέπει να πράξομε για να αντιμετωπίσομε ένα ανάλογο ενδεχόμενο; Μήπως θα αποδεχθούμε απλώς τα οδυνηρά τετελεσμένα;

• Η ρύθμιση περί στιγμιαίας καταλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν τη δημιουργία του νέου κράτους συνιστά, επίσης, δικαϊκό πλάσμα.

• Ο εξυπηρετούμενος υπό του εν λόγω δικαϊκού πλάσματος, σκοπός θα ήταν η μετάβαση από μία υφιστάμενη πραγματικότητα υπάρξεως ενός νομίμου κράτους και ενός ψευδοκράτους σε μία διάδοχη κατάσταση συστάσεως ομοσπονδίας με δύο ισοτίμους εταίρους. Επιδιώκεται, δηλαδή, και σε αυτή την περίπτωση η υπέρβαση εμποδίων και αντιφάσεων, όπως είναι η ανάγκη εξισώσεως μίας παρανόμου με μία νόμιμη κατάσταση!

• Είναι προφανές ότι και κατά την περίπτωση της ρυθμίσεως περί στιγμιαίας καταλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας νομιμοποιείται εκ των υστέρων μία παράνομη κατάσταση: το ψευδοκράτος.

• Επιπλέον, είναι ισχυρότατος ο προκύπτων για την Κυπριακή Δημοκρατία συμβολισμός. Δηλαδή, όχι μόνον δεν αίρονται απλώς, οι όποιες κυρώσεις επεβλήθησαν στην παραβιάζουσα τη διεθνή έννομη τάξη τουρκική πλευρά, αλλά επιπροσθέτως είναι ως εάν ετιμωρείτο το νόμιμο κράτος -που υπέστη την προσβολή- με τη στιγμιαία, αλλά τελικώς οριστική, κατάλυσή του.

• Η στιγμιαία παύση της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά ιδιαίτερα αρνητικό ηθικό, ιστορικό και πολιτικό συμβολισμό, αφού κατά τον τρόπο αυτό ΔΙΑΚΟΠΤΕΤΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ του ΚΡΑΤΟΥΣ και βεβαίως κάθε ιδιαιτέρα ελληνική ταυτότητά του, δημιουργουμένης μιας πλαστής και ανυπάρκτου «ομοσπόνδου Κυπριακής πολιτισμικής και εθνικής ταυτότητος».

Οι βρετανικές βάσεις: Εκ των υστέρων νομιμοποίηση παράνομων καταστάσεων

• Εν περιπτώσει επιλύσεως του Κυπριακού, πολύπλοκη είναι και η διαχείριση του ζητήματος των βρετανικών βάσεων στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες καταργούν την άσκηση εθνικής κυριαρχίας της σε τμήμα του εδάφους της και αποτελούν ένα εκ των χειρίστων καταλοίπων της αποικιοκρατίας.

• Το καθεστώς αυτό δεν μπορεί να βρει έρεισμα στο διεθνές δίκαιο.

• Δια του Σχεδίου Ανάν όχι απλώς διετηρείτο το εν λόγω καθεστώς, αλλά επεδιώκετο και η νομιμοποίησή του μέσω σχετικών ειδικών ρυθμίσεων περί των βάσεων και του Δικαίου της Θαλάσσης,

αναφορικώς με το οποίο, απεκλείετο η άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων από την Κυπριακή Δημοκρατία στη θαλάσσια περιοχή ενώπιον των βάσεων.

Το ζήτημα της συνέχισης ή διαδοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας εν σχέσει με τα τελεσθέντα διεθνή εγκλήματα

• Στην περίπτωση στιγμιαίας καταλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, προ της δημιουργίας του νέου κράτους, είναι αμφίβολο εάν θα συνεχίζουν να υφίστανται σε νομικό επίπεδο τα, τελεσθέντα από την Τουρκία, διεθνή εγκλήματα στην Κύπρο. Εφόσον, εν σχέσει προς τη διαδοχή κρατών, ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν υφίσταται διαδοχή ως προς τις παράνομες πράξεις, είναι άκρως αμφίβολο εάν θα είναι δυνατόν να διωχθούν τα τελεσθέντα διεθνή εγκλήματα και να αποδοθεί δικαιοσύνη ως προς αυτά.

• Γίνεται ευκολα αντιληπτό πόσο αρνητικό προηγούμενο θα αποτελούσε για τη διεθνή κοινότητα η ex post νομιμοποίηση ενός παρανόμου μορφώματος με την παράλληλη «εξαφάνιση» από τη νομική πραγματικότητα των τελεσθέντων εγκλημάτων που σχετίζονται και υπήρξαν επακόλουθα της παρανόμου αυτής καταστάσεως.

•Θα μπορούσε να υποστηριχθεί όμως, με μεγάλο-πάντως-ποσοστό διακινδυνεύσεως ισχύος του επιχειρήματος, ότι και στην υποθετική περίπτωση στιγμιαίας καταλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφόσον έχει κριθεί ότι η Τουρκία ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί του ψευδοκράτους, θα εξακολουθεί να φέρει και την ευθύνη των τελεσθέντων διεθνών εγκλημάτων.

•Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κρίνοντας τις προσφυγές της Κύπρου κατά της Τουρκίας, 1974-1994, υποστήριξε -μεταξύ άλλων- ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις εισήλθαν στο νησί της Κύπρου, ενεργώντας αποκλειστικά υπό τις οδηγίες της τουρκικής κυβερνήσεως και ότι η Τουρκία ασκεί «λεπτομερή» έλεγχο επί της πολιτικής και των πράξεων του ψευδοκράτους.

•Επίσης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Λοϊζίδου κατά Τουρκίας, το 1996, ανέφερε ότι η Τουρκία ασκεί αποτελεσματικό ή πλήρη έλεγχο επί των ενόπλων δυνάμεων των ευρισκομένων εις το βόρειο τμήμα της Κύπρου.

•Επιπλέον, τον Μάιο του 2014 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επέβαλε στην Τουρκία την καταβολή αποζημιώσεως ύψους 90 εκατομμυρίων ευρώ για την εισβολή του 1974 στην Κύπρο και τη συνεχιζόμενη κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού.

Συμπερασματικές παρατηρήσεις σε σχέση με τις προαναφερθείσες πτυχές επιλύσεως του Κυπριακού

* Η διαχείριση και επίλυση ενός τόσο σύνθετου, δισεπίλυτου και πολυπαραμετρικού ζητήματος, όπως είναι το Κυπριακό:

Πρώτον: λειτουργεί ως ένα βαθμό δικαιοπαραγωγικώς και θα πρέπει να δοθεί προσοχή σχετικά με το ζήτημα της εκ των υστέρων νομιμοποιήσεως παρανόμων καταστάσεων και

Δεύτερον: δεν θα ήτο δυνατόν να ερείδεται επί δικαϊκών πλασμάτων.

* Το πλάσμα δικαίου είναι ιδιαιτέρως σημαντικό νομικό εργαλείο, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως στη νομική επιστήμη. Ωστόσο, η ίδρυση κράτους, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει, να εξισορροπήσει και να εναρμονίσει τόσες αντιφάσεις, δυσκολίες, ασυμβατότητες και απολύτως αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα είναι εξαιρετικώς αμφίβολο εάν θα ηδύνατο, μεταξύ άλλων, να ερείδεται σε δικαϊκά πλάσματα.

* Όσον αφορά το Κυπριακό, λοιπόν, η ανάγκη χρήσεως όλων αυτών των πλασμάτων δικαίου για τη δημιουργία ενός “υποδείγματος” ιδρύσεως και διακυβερνήσεως του νέου κράτους, ίσως υποδεικνύει και τον ασταθή χαρακτήρα που θα έχει το νέο κράτος, καθώς επίσης και την αμφίβολη λειτουργικότητά του και την χαμηλοτάτου επιπέδου αποτελεσματικότητά του όταν αυτό τεθεί εις την βάσανον της λειτουργίας.

ΤΑ ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΑ ΔΙΕΘΝΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

1. Το διεθνές έγκλημα κατά της ειρήνης

– Η τουρκική εισβολή και η στρατιωτική κατοχή στην Κύπρο πληρούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση (actus reus και mens rea) των εγκλημάτων κατά της ειρήνης, δηλαδή του εγκλήματος της επιθέσεως.

– Η εισβολή και κατοχή εδάφους ξένου κράτους αναφέρεται ως μορφή επιθέσεως στο Ψήφισμα της Γενικής Συνελεύσεως του Ο.Η.Ε. 3314 (XXIX)/1974 και στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (Δ.Π.Δ.) (άρθρο 8 bis παράγραφος 2 περίπτωση a).

2. Το διεθνές έγκλημα της βιαίας εκδιώξεως πληθυσμών

-Η βιαία εκδίωξη άνω των 200.000 Ελληνοκυπρίων από τις εστίες και τις περιουσίες τους πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. (άρθρο 7 (1)(d), άρθρο 7 (2) (d) του Καταστατικού του Δ.Π.Δ).

-Η βιαία εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων αποτελεί μέρος της ευρυτέρας στρατηγικής της τουρκικής πλευράς, η οποία στόχευε στην de jure αποδοχή της διχοτoμήσεως του νησιού.

-Σημειώνεται ότι τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είναι δυνατόν να τελούνται και εν καιρώ ειρήνης.

-Η συντελεσθείσα, κατά τη διάρκεια της ενόπλου συγκρούσεως, βιαία εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων αποτελεί και έγκλημα πολέμου. (άρθρο 8 (2) (b) (viii), άρθρο 8 (2) (b) (vii) Καταστατικού Δ.Π.Δ., Συμβάσεις της Γενεύης του 1949).

2.1. Το διεθνές έγκλημα της εθνοκαθάρσεως

-Παράλληλα, πληρείται η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση και του εγκλήματος της εθνοκαθάρσεως.

-Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1975) ανέφερε -μεταξύ άλλων- ότι οι συντελεσθείσες από την Τουρκία παραβιάσεις, εστρέφοντο κατά των Ελληνοκυπρίων λόγω της εθνικής καταγωγής, της φυλής και της θρησκείας τους, στα πλαίσια ενός καλώς οργανωμένου σχεδίου της Άγκυρας να εκδιώξει τους Ελληνοκυπρίους από το κατεχόμενο από τα στρατεύματά της βόρειο τμήμα της Κύπρου και να εγκαταστήσει εκεί αποκλειστικώς Τουρκοκυπρίους και Τούρκους εκ Τουρκίας, κατηγορώντας ευθέως την Τουρκία για συστηματική εθνική κάθαρση (ethnic cleansing policy).

2.2. Το διεθνές έγκλημα της βιαίας εξαφανίσεως προσώπων

-Το ζήτημα των αγνοουμένων στην Κύπρο -εφόσον αποτελεί μέρος κυβερνητικής πολιτικής, ή ευρυτέρας εκτεταμένης ή συστηματικής πρακτικής με την ανοχή ή την επικουρία κυβερνήσεως ή de facto αρχής- συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αφού κατά τα λοιπά πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος. (άρθρο 7 (1) (i), άρθρο 7 (2) (i) του Καταστατικού του Δ.Π.Δ.)

-Σε κάθε περίπτωση, πάντως, περιλαμβάνει σοβαρότατες παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.

3. Το διεθνές έγκλημα του εποικισμού

-Ο συντελεσθείς εποικισμός κατά την περίοδο της ενόπλου συρράξεως στην Κύπρο, πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων πολέμου. (άρθρο 8 (2) (b) (viii), άρθρο 8 (2) (b) (vii) Καταστατικού Δ.Π.Δ., Συμβάσεις της Γενεύης του 1949).

4. Το διεθνές έγκλημα πολέμου των ανθρωποκτονιών

-Οι τελεσθείσες, κατά την διάρκεια της ενόπλου συρράξεως, ανθρωποκτονίες Ελληνοκυπρίων από τα

τουρκικά στρατεύματα πληρούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων πολέμου. (άρθρο 8 (2) (α) (i) του Καταστατικού του Δ.Π.Δ., Συμβάσεις της Γενεύης του 1949).

-Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τουρκικά στρατεύματα διέπραξαν ευρείας κλίμακας μαζικές δολοφονίες κατά Ελληνοκυπρίων.

5. Το διεθνές έγκλημα πολέμου των βασανιστηρίων

-Τα τελεσθέντα, κατά τη διάρκεια της ενόπλου συγκρούσεως, βασανιστήρια κατά Ελληνοκυπρίων από

τις τουρκικές δυνάμεις πληρούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων πολέμου (άρθρο 8 (2) (α) (ii) του Καταστατικού του Δ.Π.Δ) αλλά και του αυτοτελούς εγκλήματος των βασανιστηρίων.

-Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποστήριξε ότι ετελέσθησαν από τον τουρκικό στρατό συστηματικά βασανιστήρια κατά Ελληνοκυπρίων.

6. Το διεθνές έγκλημα πολέμου των βιασμών

-Οι τελεσθέντες, κατά τη διάρκεια της ενόπλου συγκρούσεως, βιασμοί από τις τουρκικές δυνάμεις στην Κύπρο πληρούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων πολέμου. (άρθρο 8

(2) (b) (xxii) του Καταστατικού του Δ.Π.Δ., Συμβάσεις της Γενεύης του 1949).

-Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι υπήρξε πλήρης απόδειξη επαναλαμβανόμενοι ότι βιασμοί ετελέσθησαν γυναικών ομαδικοί από και Τούρκους στρατιώτες.

-Η τέλεση ανθρωποκτονιών, βασανιστηρίων και βιασμών -(σύμφωνα με το άρθρο 7 (1) (a), (f), (g), αντίστοιχα, του Καταστατικού του Δ.Π.Δ.)- συνιστούν και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εφόσον

αποτελούν μέρος κυβερνητικής πολιτικής, είτε ευρυτέρας εκτεταμένης ή συστηματικής πρακτικής διαπράξεως ωμοτήτων με την ανοχή ή την επικουρία κυβερνήσεως ή de facto αρχής.

7. Το διεθνές έγκλημα πολέμου της καταστροφής των θρησκευτικών και πολιτισμικών μνημείων

-Οι καταστροφές των θρησκευτικών και πολιτισμικών μνημείων που συνετελέσθησαν στην Κύπρο, κατά τη διάρκεια της ενόπλου συρράξεως, πληρούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων πολέμου. (άρθρο 8 (2) (b) (ix) του Καταστατικού του Δ.Π.Δ.).

Η νομική μεταχείριση των διεθνών εγκλημάτων

* Οι κανόνες οι αφορώντες εις τα διεθνή εγκλήματα αποτελούν jus cogens, δηλαδή κανόνες αναγκαστικού διεθνούς δικαίου, οι οποίοι είναι απαραβίαστοι και δημιουργούν υποχρεώσεις erga omnes. Δεσμεύουν όλα τα κράτη, ανεξαρτήτως εάν έχουν κυρώσει τις συνθήκες που τα προβλέπουν και το Καταστατικό του Δ.Π.Δ. και δεν μπορεί κάποιο κράτος να αντιτάξει την έλλειψη ή τη διαφορετική σχετική ρύθμιση του εσωτερικού του δικαίου.

* Τα κράτη περιορίζονται αναφορικώς προς την απονομή αμνηστίας σε αυτουργούς διεθνών εγκλημάτων.

* Κατά την κρατούσα άποψη, τα διεθνή εγκλήματα δεν παραγράφονται.

* Κατά την περίπτωση τελέσεως διεθνούς εγκλήματος, προβλέπεται ο θεσμός της οικουμενικής δικαιοδοσίας.

* Διαπιστώνεται, λοιπόν, η ύπαρξη διευρυμένου εννόμου συμφέροντος για τη δίωξή τους, με δικαιολογητικό έρεισμα ότι πράξεις τόσο απεχθείς δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητες, επειδή συνιστούν προσβολή της παγκόσμιας κοινότητας και όχι αποκλειστικά των άμεσα θιγομένων κρατών και ατόμων.

Eρώτημα καταληκτικόν: Πόσο είμεθα διατεθειμένοι εμείς το «Κοινόν των Ελλήνων» να αξιοποιήσομε όλα τα ανωτέρω και να τα καταστήσομε μέρος μιας διεθνούς πολιτικής του Ελληνισμού στην διαδικασία επιλύσεως του «Κυπριακού ζητήματος»;

Facebook Comments