Άλλα λέει, άλλα κάνει κι άλλα εννοεί. Αλλά δεν πείθει (πια)
Άλλα λέει, άλλα κάνει κι άλλα εννοεί. Αλλά δεν πείθει (πια)
Άλλα λέει, άλλα κάνει κι άλλα εννοεί. Αλλά δεν πείθει (πια)
Για αυτό και δεν θέλει να χρησιμοποιήσει την… κάρτα που του έδωσαν οι δανειστές, οι οποίοι προσέφεραν πίστωση χρόνου για το Ασφαλιστικό έτσι ώστε αν θέλει η κυβέρνηση να το πάει για Γενάρη και όχι στο δεύτερο πακέτο των προαπαιτούμενων που πρέπει να έχει εφαρμοστεί ως τις 11 Δεκέμβρη. Θέλει να το κλείσει πριν τελειώσει ο χρόνος για να τελειώσουν τα δύσκολα μία και καλή και να μην ανοίγει συνέχεια μέτωπα με τους έξω αλλά και (κυρίως) τους μέσα.
Το είπε χθες ξεκάθαρα και ο Τσακαλώτος: «Αν δεν λύσεις τα αλλά προβλήματα μαζί με την αλλαγή του ασφαλιστικού τότε θα υπάρχει η κόπωση των μεταρρυθμίσεων».
Έτσι, ο Αλέξης Τσίπρας ακόμη μία φορά προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την γνωστή στρατηγική που εφάρμοσε πολλαπλώς τους δέκα αυτούς μήνες που βρίσκεται στην εξουσία: άλλα λέω, άλλα κάνω, άλλα εννοώ. Το καλοκαίρι και ενώ το δημοψήφισμα έδωσε ένα συντριπτικό «Όχι», πέρασε ένα μνημόνιο, το οποίο δεν το στήριξαν οι «δικοί» του αλλά οι… άλλοι.
Σήμερα θέλει και πάλι τους «άλλους» να βάλουν ένα χεράκι στο Ασφαλιστικό γιατί βλέπει ότι οι δικοί του μπορεί να «την κάνουν». Μιλά για υπονόμευση γιατί πολύ απλά θέλει να… πληρώσουν οι άλλοι για τις δίκες του αποφάσεις.
Κι έτσι – μ’ εκείνα και με άλλα- επανήλθαμε στην εκστρατεία της… κάλπικης λύσης για το χρέος. Γιατί όσο και να το διαφημίζει η κυβέρνηση ως το μέγα θέμα που θα σώσει την Ελλάδα, με τον υπουργό των Οικονομικών να ανακοινώνει ότι πρέπει να κλείσει έως τον Μάρτιο του 2016, οι τοποθετήσεις των δανειστών, είναι πως «ναι θα υπάρξει συζήτηση για το χρέος, αλλά θα αφορά το κόστος της εξυπηρέτησή του, το οποίο θα αντιμετωπιστεί όταν αυτό «βαρύνει», δηλαδή μετά από 10 χρόνια.
Ο Ρέγκλινγκ το επανέλαβε για πολλοστή φορά χθες: Tο κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ έως το 2022 είναι μικρότερο από ότι σε πολλές χώρες – μέλη. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να κάνουμε εδώ. Πρόκειται περισσότερο για το να διασφαλίσουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της αργότερα».
Το είπε όμως και ο Ντέκλαν Κοστέλο της Κομισιόν: «To πρόβλημα υπάρχει με την ροή χρεών μετά το 2020 – αυτό θα πρέπει να εξομαλυνθεί. Θα πρέπει να υπάρξει συζήτηση για να είναι προσιτές οι πληρωμές σε ετήσια βάση».
Επιστρέφουμε λοιπόν στην γνωστή «λογική» των δανειστών – την οποία δέχθηκε και υπέγραψε η κυβέρνηση στη συμφωνία του Αυγούστου – ότι το ελληνικό χρέος θα καταστεί μη βιώσιμο… αργότερα, και τότε θα δοθεί «κάτι», όχι κούρεμα αλλά μία επιμήκυνση των λήξεων. Αυτό όμως δεν μειώνει το βάρος του ελληνικού χρέους τώρα. Θα μειώσει το κόστος που πληρώνει η Ελλάδα για την εξυπηρέτηση του ετησίως, αργότερα μετά το 2022. Αυτό πλέον είναι δεδομένο.
Αρα, αν δεν ανοίξει «τώρα» η συζήτηση για το χρέος, τι ακριβώς θα χάσουμε «τώρα»; Μήπως απλά και μόνο επειδή θα υπάρχει σαν θέμα, ξαφνικά θα επιστρέψουν οι καταθέσεις και οι επενδυτές στην Ελλάδα; Βεβαίως και όχι! Γιατί για να γίνει κάτι τέτοιο, εκτός του ότι θα πρέπει να αρθούν πρώτα τα capital controls και να έχει εξαφανιστεί το Grexit από το λεξιλόγιο, θα πρέπει να έχει καλλιεργηθεί ένα έδαφος «νέας» εμπιστοσύνης. Και αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, και θα πάρει πολύ καιρό.
Αυτός λοιπόν ο ενάρετος κύκλος για τον οποίο μιλά ο υπουργός Οικονομικών, θέλει χρόνο και πάνω από όλα οικονομική και πολιτική σταθερότητα, στοιχεία τα οποία απουσιάζουν εδώ και μήνες, 10 συγκεκριμένα.
Και πώς να έλθει αυτός, την στιγμή που η ελληνική οικονομία… σύσσωμη χρωστάει πάνω από 520 δισεκατομμύρια ευρώ; Ναι 520 δισ. Γιατί α) τo ελληνικό χρέος αναμένεται να αυξηθεί στα 327 δισ. ευρώ το 2016, από τα 316,5 δισ. ευρώ το 2015, β)τα κόκκινα δάνεια αγγίζουν ήδη τα 107 δισ. ευρώ, γ) τα χρέη των φορολογούμενων προς το κράτος αγγίζουν τα 83,2 δισ. ευρώ και δ) τα χρέη του κράτους προς τους ιδιώτες διαμορφώνονται στα 5,9 δισ. ευρ.
Αν τα προσθέσουμε όλα αυτά, προκύπτει το μαγικό νούμερο των 523 δισεκατομμυρίων που είναι οι συνολικές οφειλές του κράτους και των φορολογούμενων, δηλαδή το τι χρωστάει ουσιαστικά η ελληνική οικονομία. Δυόμιση φορές το ΑΕΠ της.
Αυτό έχει στα χέρια της η κυβέρνηση. Ας πάρει τις αποφάσεις της και ας αναλάβει το κόστος τους. Χωρίς δεκανίκια, «συναινέσεις» και «εν λευκώ» βοήθεια.
Facebook Comments