Αύξηση επιτοκίων: Επιστροφή στην ομαλότητα;
Αύξηση επιτοκίων: Επιστροφή στην ομαλότητα;
Αύξηση επιτοκίων: Επιστροφή στην ομαλότητα;
Δεν μπορεί να προετοιμάζει κανείς επί μήνες την αρχή του τέλους της πολιτικής των μηδενικών επιτοκίων για να ανακοινώσει εντέλει το Δεκέμβριο: σόρυ, δεν το εννοούσαμε έτσι… Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι ειδικοί που εκτιμούν ότι η Γέλεν και οι συνάδελφοί της έπρεπε να είχαν δρομολογήσει το σχετικό βήμα πολύ νωρίτερα.
Η αμερικανική οικονομία διανύει μια φάση υγιούς ανάπτυξης με την ανεργία να μειώνεται τελευταία στο 5 %. Πότε, αν όχι τώρα, θα έπρεπε μια κεντρική τράπεζα να φροντίσει για την επιστροφή στην ομαλότητα; Η ομαλότητα αυτή ή το «κανονικό» δεν συμβαδίζει με τον κόσμο των μηδενικών επιτοκίων που ήταν απόρροια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αλλά με την κατάσταση που προϋπήρχε: φυσιολογικές αποδόσεις για την ανάληψη ρίσκου οι οποίες «γλιτώνουν» τους επενδυτές, τους αποταμιευτές, τα συνταξιοδοτικό ταμεία και τις ασφαλιστικές εταιρίες από την αναζήτηση όλο και πιο ριψοκίνδυνων επιλογών.
Το τέλος του κόσμου;
Παρά ταύτα τις επόμενες μέρες θα βρεθούν πολλοί πρωταγωνιστές των αγορών που θα βλέπουν να έρχεται το τέλος του (οικονομικού) κόσμου. Το επιχείρημά τους: η αύξηση των επιτοκίων, ειδικά εφόσον γίνει βεβιασμένα, μπορεί να οδηγήσει σε ανατίμηση του δολαρίου, η οποία με τη σειρά της θα περιορίσει τις δυνατότητες των αμερικανών εξαγωγέων στην παγκόσμια αγορά, φρενάροντας, συνεπώς, την αμερικανική οικονομία.
Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός κινείται σε χαμηλά, «ευρωπαϊκά» επίπεδα, η αύξηση των επιτοκίων ενέχει και τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, υποστηρίζουν οι ίδιοι, προσθέτοντας πως πέραν τούτου, το ισχυρό δολάριο και η μαζική εκροή κεφαλαίων πλήττουν τις αναδυόμενες οικονομίες. Εν κατακλείδι: η παγκόσμια οικονομία και πάλι σε κίνδυνο.
Όποιος επικαλείται όλα αυτά τα επιχειρήματα δεν ανήκει απαραίτητα στους απαισιόδοξους. Ενδεχομένως να συγκαταλέγεται απλά σε εκείνους που συνήθισαν στο φθηνό χρήμα και οι οποίο έχουν εθιστεί σε αυτό. Διότι οι αγορές έχουν προετοιμαστεί προ πολλού για το βήμα αυτό, το οποίο η FED εντέλει ανακοίνωσε χθες απλά και τυπικά: την αύξηση του επιτοκίου δηλαδή κατά 25 μονάδες βάσης. Συνεπώς, όσο «ιστορική» κι αν χαρακτηρίζεται, η οριακή αυτή αύξηση δεν πρόκειται να έχει συνέπειες στις συνδιαλλαγές μεταξύ της κεντρικής και των υπολοίπων τραπεζών. Ενδεχομένως όμως να περιορίσει τη «δίψα» για ριψοκίνδυνες επενδύσεις και να σταθεί εμπόδιο στο να δημιουργηθούν στο μέλλον νέες φούσκες.
Πολιτική των μικρών βημάτων
Εξάλλου η FED έχει αφήσει να διαφανεί ότι αντιλαμβάνεται πλήρως τις ανησυχίες των απαισιόδοξων του χώρου. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι η Τζ. Γέλεν και οι συνάδελφοί της έκαναν λόγο για σταδιακή και προσαρμοσμένη στις εκάστοτε συνθήκες αλλαγή πλεύσης; Όπερ σημαίνει ότι η περαιτέρω αύξηση θα γίνει σε μικρά βήματα και σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τους μισθούς και τις τιμές του καταναλωτή.
Εν ολίγοις, η δρομολογηθείσα αλλαγή πλεύσης στην πολιτική των επιτοκίων δεν πρόκειται ούτε να βάλει φρένο στην ανάπτυξη της σθεναρής αμερικανικής οικονομίας αλλά ούτε και να στραγγαλίσει τις φιλότιμες προσπάθειες οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρώπη. Αντιθέτως, το σταδιακά ανατιμώμενο δολάριο αναμένεται να δώσει φτερά στο επιχειρείν των ευρωπαίων εξαγωγέων με τους εμπορικούς τους εταίρους σε ΗΠΑ και Ασία, δίνοντας εντέλει ώθηση στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Πρόβλημα αντιμετωπίζουν, σε τελική ανάλυση, οι αναδυόμενες οικονομίες. Τα χρέη τους, εφόσον βέβαια υπολογίζονται σε δολάρια, αυξάνονται. Αυτό ισχύει λιγότερο για την Κίνα και την Ινδία και περισσότερο για την υπερχρεωμένη Βραζιλία. Μέχρι πρότινος οι αναδυόμενες οικονομίες συγκαταλέγονταν στους ευεργετηθέντες της πολιτικής των μηδενικών επιτοκίων, καθότι προσέλκυαν επενδυτές με τα υψηλά τους επιτόκια. Πλέον όμως είναι πιθανό οι επενδυτές αυτοί να αποσυρθούν για να επενδύσουν και πάλι σε αμερικανικά χρεόγραφα, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο πολλά πρότζεκτ στις αναδυόμενες χώρες.
Υπήρξε επαρκής χρόνος προετοιμασίας
Και εν προκειμένω όμως ισχύει το εξής: εδώ και μήνες η FED προετοίμαζε άπαντες για αυτό το βήμα. Και οι αναδυόμενες οικονομίες λοιπόν είχαν επαρκή χρόνο για να προετοιμαστούν και να δρομολογήσουν μεταρρυθμίσεις, βελτιώνοντας, για παράδειγμα, το δικαιϊκό σύστημα ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των επενδυτών. Η αναμενόμενη απόσυρση επενδυτικών κεφαλαίων εξάλλου δεν οφείλεται στα αίφνης υψηλά αμερικανικά επιτόκια, αλλά στο ότι στις ΗΠΑ υπάρχουν λιγότερα ρίσκα.
Με λίγα λόγια: η αρχή του τέλους του φθηνού χρήματος έπρεπε να έχει γίνει ήδη προ πολλού. Τόσο πολιτικοί όσο και οι αγορές «καλόμαθαν» στο δωρεάν, σχεδόν, χρήμα. Το γλυκό αυτό δηλητήριο προκαλεί παράλυση στη μεταρρυθμιστική βούληση και αναισθησία στο αίσθημα κινδύνου των επενδυτών. Είναι καιρός να επιστρέψει ο κόσμος στην ομαλότητα. Αυτό θα έπρεπε να ισχύσει βέβαια και για τον κόσμο του επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Facebook Comments