Τώρα ή ποτέ για μια ιδρυτική συνθήκη της νέας κεντροαριστεράς
Ολόκληρη η πολιτική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους διατρέχεται από την κυριαρχία του διπολισμού
Ολόκληρη η πολιτική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους διατρέχεται από την κυριαρχία του διπολισμού
Ολόκληρη η πολιτική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους (με αυτονόητη εξαίρεση τις περιόδους πολιτικοστρατιωτικών ανωμαλιών) διατρέχεται από την κυριαρχία του διπολισμού δύο ιστορικών παρατάξεων που ως πόλοι εξουσίας καθόρισαν τη μοίρα του νεότερου ελληνισμού: αφενός την παραδοσιακή δεξιά, την παράταξη δηλαδή που στο ιστορικό της διάβα ταυτίστηκε με την εθνικοφροσύνη, την ξενική εξάρτηση, την πελατειακή άλωση του κρατικού μηχανισμού και τις πολιτικές διώξεις των αντιπάλων της και αφετέρου την ευρύτερη κεντρογενή παράταξη που συνδέθηκε με εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις και εθνικούς διπλωματικούς θριάμβους μένοντας στην ιστορία ως “δημοκρατική παράταξη”.
Από τον Χαρίλαο Τρικούπη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Θεμιστοκλή Σοφούλη και τον Νικόλαο Πλαστήρα κι από τον Γεώργιο Παπανδρέου μέχρι τον Κώστα Σημίτη είναι αυτή η δημοκρατική παράταξη που έβαλε την ανεξίτηλη σφραγίδα της σε κάθε βήμα προόδου του νεότερου ελληνισμού. Το πλαίσιο υποδομών της χώρας, οι νίκες των Βαλκανικών πολέμων, η Ελλάδα των τριών Ηπείρων και των πέντε θαλασσών, η προσπάθεια άρσης της μετεμφυλιακής πόλωσης, η γενιά του 1 1 4, ο ανένδοτος, η δωρεάν παιδεία, οι προοδευτικές αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, το χτίσιμο του κοινωνικού κράτους και της μεσαίας τάξης, η ΟΝΕ, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ είναι όλα κατακτήσεις της Δημοκρατικής Παράταξης μέσω των εκάστοτε κατά καιρούς πολιτικών υποκειμένων της.
Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια αμιγώς ελληνικό. Ολόκληρος ο Δυτικός Κόσμος και πάντως η ευρωπαϊκή ιστορία των τελευταίων 60 χρόνων μέσα από το πρωτοποριακό πείραμα της Ενωμένης Ευρώπης διαιρείται πολιτικά (ασφαλώς με τις ιδιαιτερότητες που σημειώνονται σε κάθε χώρα) από την κυριαρχία δύο πόλων εξουσίας, της κεντροδεξιάς χριστιανοδημοκρατίας και της κεντροαριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Αυτοί είναι οι δύο βασικοί πόλοι που εναλλάσσονται στην εξουσία, είτε αυτοδύναμα είτε και όχι, αυτοί είναι οι πόλοι που έχτισαν, στέριωσαν και πήγαν μπροστά το ευρωπαϊκό μεταπολεμικό όραμα οδηγώντας την Γηραιά Ήπειρο στην πιο μακροχρόνια περίοδο σταθερότητας, ανάπτυξης κι ευημερίας που γνώρισε ποτέ.
Η Ενωμένη Ευρώπη δεν είναι τίποτε άλλο από την όσμωση της σοσιαλδημοκρατίας και της χριστιανοδημοκρατίας, της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς.
2. Η μηχανική της μεταπολίτευσης και η εποχή των τεράτων.
Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης η πολιτική αυτή μηχανική εκφράστηκε κατά μεν το κεντροδεξιό της σκέλος από τη ΝΔ, κατά δε το κεντροαριστερό της σκέλος από το ΠΑΣΟΚ. Βεβαίως, μετά από την κατάρρευση των κοινωνικών και οικονομικών συντεταγμένων που καθόρισαν την περίοδο αυτή είναι εξαιρετικά της μόδας να κατεδαφίζει κανείς συνολικά την εποχή και τους ανθρώπους της. Καμία όμως μεταϊστορική υστερία και καμιά ρηχά επικαιρική στριγκλιά δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει βάσιμα το γεγονός ότι η πανταχόθεν βαλλόμενη μεταπολίτευση υπήρξε η πλέον μακρά στο χρόνο περίοδος σταθερότητας, οικονομικής ανάπτυξης και δημοκρατικής θέσμισης από την εποχή της ανεξαρτησίας παρά τις επίμονες διαρθρωτικές παθογένειες και την ιδεολογική ανισορροπία που καθόρισαν το πολιτικό εκκρεμές της. Αλλά η μεταπολίτευση τελειώνει. Και τελειώνει άδοξα και άδικα.
Η παταγώδης διάψευση του νεοκομμουνιστικού αφηγήματος του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την έσχατη πράξη του δράματος. Κι επειδή κάθε εποχή που φτάνει στο τέλος της δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την κυοφορία ενός καλύτερου μέλλοντος που ανατέλλει, έτσι και σήμερα η χώρα πορεύεται στο κενό. Το γκραμσιανό ενδιάμεσο στάδιο της εποχής των τεράτων πριν από τη γέννα του καινούριου είναι εδώ με όλη τη σημασία του και εννοεί να καθιστά την παρουσία του όσο το δυνατόν πιο ηχηρή. Η κρίση βαθαίνει, αλλάζοντας φάση και χαρακτήρα οδηγούμενη αργά και σταθερά ελλείψει μιας στιβαρής εναλλακτικής λύσης διεξόδου σε σκεπτικισμό και αμφισβήτηση των ίδιων των θεμελίων του δημοκρατικού πολιτεύματος.
3. Ο στείρος δικομματισμός σε φόντο εθνικής παραζάλης.
Ο δικομματισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ είναι πολιτικά στείρος και προγραμματικά οπισθοδρομικός. Είναι δια γυμνού οφθαλμού ορατό ότι αδυνατεί να εμπνεύσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις σε ένα σχέδιο ουσιαστικής εθνικής ανασυγκρότησης και να κινητοποιήσει δημιουργικές εφεδρείες της κοινωνίας.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ πορεύεται κυνικά στον αστερισμό της πολιτικής εξαπάτησης, του διαχειριστικού χάους, της παραγωγικής αφαίμαξης της χώρας και του θεσμικού εκμαυλισμού της κοινωνίας, η δε ΝΔ δέσμια της φατριαρχικής της δόμησης αδυνατεί να αποτινάξει τον παλαιοδεξιό οπισθοδρομισμό της και να πείσει ως εναλλακτικός αντίλογος της αριστερής παρακμής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παραμένει ακόμα ως μεγάλο ζητούμενο η νέα εθνική αυτοσυνειδησία της τριτομνημονιακής εποχής.
Η ελληνική κοινωνία δεν δείχνει να έχει κατανοήσει, τουλάχιστον σε όλο του το φάσμα τι ακριβώς συνέβη στη χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια και γιατί. Η συλλογική αυταπάτη επιζεί και το πλείστο τμήμα των αντιδράσεων απέναντι στη συριζεϊκη αποτυχία κινείται στη λογική της “προδοσίας” και του “ξεπουλήματος”. Ο δρόμος για τον επόμενο δημοκόπο που θα υποσχεθεί έναν νέο άκοπο παράδεισο χωρίς μεταρρυθμιστικές προϋποθέσεις είναι ήδη στρωμένος αναδεικνύοντας το αχανές διαρθρωτικό και πολιτισμικό βάθος του προβλήματος του νεοελληνικού ψυχισμού.
4. Το εκκωφαντικό πολιτικό κενό της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ.
Η εποχή των τεράτων, όπως ήταν επόμενο δεν είχε μόνο οικονομικές επιπτώσεις πάνω στο σώμα της χώρας μα και βαθιά πολιτικές. Πέρα από τις κομματικές τερατογεννέσεις που έκαναν την εμφάνισή τους στο πολιτικό προσκήνιο η σοβαρότερη με διαφορά συνέπεια της μνημονιακής δημοκρατίας υπήρξε η εκλογική αποσάρθρωση, η ηθική αφαίμαξη και ο μετέπειτα κατακερματισμός του χώρου της κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ), καθώς και η συνεπακόλουθη απώλεια της ηγεμονικής του θέσης ως αυτόνομου πόλου εξουσίας. Με εξαίρεση ένα μικρό και παροδικό διάλειμμα στα τέλη της δεκαετίας του 50 είναι η πρώτη φορά στη νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου που ο ευρύτερος αυτός χώρος απώλεσε τα χαρακτηριστικά εναλλακτικού πόλου εξουσίας.
Επρόκειτο για μια πολιτική μετάπτωση ιστορικών και συνάμα συστημικών διαστάσεων το μέγεθος και η σημασία της οποίας δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί και εκτιμηθεί σε όλο της το μέγεθος. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αυτή η τεκτονική αλλαγή αφαίρεσε από το ελληνικό πολιτικό σκηνικό το βασικό πολιτικό γνώρισμα μιας ευρωπαϊκής δημοκρατίας: την κλασική διαίρεσή της μεταξύ των δύο βασικών πόλων εξουσίας, της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς.
Η μεν ΝΔ παρόλη την εκλογική της απομείωση διατήρησε τα χαρακτηριστικά κόμματος εξουσίας, αλλά ο παραδοσιακός εναλλακτικός χώρος της Δημοκρατικής Παράταξης καλύφθηκε (εκλογικά, όχι πολιτικά και αξιακά) από ένα τέως περιθωριακό μόρφωμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που η εξουσιαστική του βουλιμία το μετέτρεψε σταδιακά σε ένα άθυρμα περονικού τύπου. Η χώρα για πρώτη φορά δεν έχει ως εναλλακτική λύση διακυβέρνησης ένα κόμμα της ευρύτερης κεντροαριστεράς. Κι όσο υφίσταται αυτή η πολιτική ανωμαλία τόσο ο τόπος θα αδυνατεί να επανέλθει σε κατάσταση φυσιολογικότητας, τόσο η κοινωνία θα παραδέρνει, η απαξίωση του πολιτικού κόσμου θα φουντώνει και η επιστροφή στην ομαλότητα και την κανονικότητα θα απομακρύνεται όλο και πιο πολύ.
5. Ο θανάσιμος κίνδυνος μιας ολιγαρκούς κεντροαριστεράς.
Το σημερινό ΠΑΣΟΚ παρά την υποδειγματική στάση του την περίοδο της κρίσης, την πολιτική του γενναιότητα, τη μετωπική σύγκρουσή του με τον έξαλλο αντιμνημονιακό λαϊκισμό και την αξιοσημείωτη απαλλαγή του από βαρίδια του παρελθόντος είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι αδυνατεί να μετατραπεί εκ νέου σε πόλο εξουσίας κινητοποιώντας την κοινωνία κι εκφράζοντας συνολικά τον χώρο που απώλεσε το 2012 μαζί με τα ανασφαλή δυναμικά κοινωνικά στρώματα που γυρνούν την πλάτη τους στην πολιτική.
Όσο ραγδαία κι αν αποβεί η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον αφελές να πιστεύει κανείς ότι οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι του -τουλάχιστον στη μεγάλη τους πλειοψηφία- θα επιστρέψουν αυτομάτως σε έναν χώρο που πολλές φορές άδικα ή ακόμα και μόνο στο επίπεδο των συμβολισμών και των φορτίων που αυτοί συνεπάγονται έχει φορτωθεί το προπατορικό αμάρτημα ολόκληρης της μεταπολίτευσης. Και είναι κρίμα. Δεν αξίζει ο χώρος της κεντροαριστεράς, της ιστορικής Δημοκρατικής Παράταξης και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας να κινείται στα επίπεδα ενός μικρού κόμματος του 6% ή 8% ή 10%. Δεν είναι πλασμένος για αυτό. Ο γενετικός πολιτικός προορισμός του είναι να κυβερνά τη χώρα κι όχι να στριμώχνεται μέσα στα ασφυκτικά όρια ενός μικρού αντιπολιτευόμενου κόμματος ή ενός συμπληρωματικού κυβερνητικού εταίρου.
Οι όποιες αξιόλογες προσπάθειες ανασύνθεσης του χώρου τα προηγούμενα χρόνια (Πρωτοβουλία των 58, Ελιά, Δημοκρατική Συμπαράταξη) κάηκαν στο καμίνι των ρετρό κομματικών πατριωτισμών και πνίγηκαν στον ωκεανό των πολιτικών καχυποψιών και τακτικισμών. Θα έπρεπε όλοι να έχουν αντλήσει τα διδάγματά τους από αυτό. 6. Ενιαίο ευρωπαϊκό μέτωπο: μια ολοκληρωτικά λανθασμένη ιδέα.
Η ιδέα για τη συγκρότηση ενός “ευρωπαϊκού μετώπου” ως ενιαίου πολιτικού φορέα από το άθροισμα ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙΟΥ που θα κατέλθει στον εκλογικό στίβο για να νικήσει το ΣΥΡΙΖΑ, παρότι υποστηρίχθηκε από ορισμένα στελέχη εντός των τριών κομμάτων ουδέποτε απέκτησε πλειοψηφικά χαρακτηριστικά ούτε σε επίπεδο ηγεσίας, ούτε σε επίπεδο βάσης. Παρότι κατανοητή ως έκφραση αγωνίας για τη χώρα υπήρξε μια θέση παντελώς λανθασμένη.
Πρώτον, γιατί η αντισύριζα στόχευση δεν αποτελεί ολοκληρωμένο πολιτικό αφήγημα για τον τόπο κι ούτε είναι από μόνη της ικανή και επαρκής για να σκεπάσει τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές της σοσιαλδημοκρατίας με την δεξιά, οι οποίες υφίστανται σε πείσμα όσων θέλγονται από μεταμοντερνισμούς του τύπου “οι ιδεολογίες έχουν πεθάνει”, “η χώρα έχει ανάγκη από κοινή λογική” και λοιπές προσεγγίσεις άγαρμπου απολίτικου “μεταρρυθμισμού”.
Δεύτερον, γιατί μια τυχόν κοινή σύμπλευση του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού με τη ΝΔ (σε ενιαίο κομματικό φορέα επισημαίνω και όχι συμμαχικό κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για το bonus των 50 εδρών) δεν θα μπορούσε να οδηγήσει πουθενά αλλού πέρα από την κατ΄ουσίαν εξαφάνιση των κομμάτων του κέντρου μέσω της απορρόφησής τους από τη ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι αν έχανε θα κατοχυρωνόταν αμετάκλητα ως ο εναλλακτικός πόλος εξουσίας στο πολιτικό σκηνικό κι αυτό ίσως θα ήταν σε βάθος χρόνου σημαντικότερο σε σχέση με μια πρόσκαιρη ήττα διότι θα του επέτρεπε να διεκδικήσει εκ νέου την κυβερνητική εξουσία εν ευθέτω χρόνω υπό ευνοϊκότερες μάλιστα οικονομικές προϋποθέσεις.
Τρίτον, διότι η προσπάθεια αυτή δεν θα πετύχαινε ούτε τον βασικό της σκοπό, την απομάκρυνση δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία. Θα περνούσε στην κοινωνία ως σύμπραξη του “παλιού πολιτικού κατεστημένου” έναντι του “νέου” που τάχα εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προχωρώντας τότε μετά βεβαιότητας σε εκλογική ένωση με τους ΑΝΕΛ θα επεδίωκε να εκφράσει την πλειοψηφική δεξαμενή του 62% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Και θα το κατάφερνε. Τα ετερόκλητα αθροίσματα εκλογικών ποσοστών δεν οδηγούν σε μεγαλύτερο άθροισμα στην πολιτική.
7. Ούτε δεξιά ούτε νεομνημονιακή αριστερά.
Η χώρα και ο χώρος δεν έχουν ανάγκη ούτε από “ευρωπαϊκά μέτωπα” με τη ΝΔ ούτε βέβαια από δήθεν “προοδευτικά μέτωπα” με το ΣΥΡΙΖΑ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να κυβερνήσει ας παραδώσει την εξουσία και ας σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση όλων των κομμάτων του ευρωπαϊκού προσανατολισμού με πρωθυπουργό κοινής αποδοχής.
Ο χώρος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς έχει ανάγκη από την εκ βάθρων επαναθεμελίωσή του. Έχει ανάγκη από ριζικό πολιτικό και προγραμματικό επαναπροσδιορισμό και ευρεία στελεχιακή ανανέωση με στόχο έναν νέο ΕΝΙΑΙΟ πολιτικό φορέα που θα εκφράσει το σύνολο των δυνάμεων του ενδιάμεσου χώρου: την γνήσια φιλοευρωπαϊκή αριστερά, τις δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού, την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και το μεταρρυθμιστικό κέντρο ως εναλλακτικός πόλος και ως ολοκληρωμένη κυβερνητική πρόταση εξουσίας.
Έχει ανάγκη να προχωρήσει σε βαθιές τομές σε ιδεολογικο, πολιτικό, προγραμματικό, στελεχιακό και οργανωτικό επίπεδο χτίζοντας ένα καινούριο οραματικό αφήγημα για την Ελλάδα του 21ου αιώνα και περιγράφοντας ένα μεστό πρόγραμμα ευρύτατων προοδευτικών μεταρρυθμίσεων μακριά από δημαγωγικούς λαϊκισμούς του χτες, το οποίο θα απαντήσει στην καρδιά των προβλημάτων των ανήσυχων και απηυδησμένων από την πολιτική κοινωνικών στρωμάτων: των νέων επιχειρηματιών, των ιδιωτικών υπαλλήλων, των φοιτητών, των αγροτών, των επαγγελματιών, των ανέργων, των παραγωγικών δημόσιων λειτουργών, των μονογονεϊκών οικογενειών, των κοινωνικά αποκλεισμένων, των ανήμπορων χωρίς ισχυρή διεκδικητική φωνή, του συνόλου των πραγματικά μη προνομιούχων της σύγχρονης εποχής και των ανθρώπων του μόχθου και της παραγωγής. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από τη μετωπική σύγκρουση της κεντροαριστεράς με το ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και πρέπει να επιστρέψει στον φυσικό του χώρο, στο πολιτικό περιθώριο και η ευρύτερη Δημοκρατική Παράταξη να επιστρέψει ανανεωμένη στον δικό της.
8. Ώρα για μια ενωτική ιδρυτική συνέλευση της νέας κεντροαριστεράς.
Το κεντρικό συμπέρασμα της εμπειρίας των τελευταίων ετών σχετικά με τις επανειλημμένες προσπάθειες ανασυγκρότησης της ευρύτερης κεντροαριστεράς είναι ότι με όχημα συνεργατικά σχήματα που διατηρούν την αυτοτέλειά τους και βυθίζονται αργά η γρήγορα σε μάχες οπισθοφυλακής αναφορικά με το ποιος έχει το πάνω χέρι και ποιος αμφισβητεί ή απειλεί την κομματική αυτοτέλεια του άλλου μέσα από ένα αμάλγαμα οργανωτικής και πολιτικής θολούρας δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική αναγέννηση του χώρου.
Εάν δεν παραμεριστούν ούτε τώρα οι κομματικοί πατριωτισμοί και οι ιστορικοί συναισθηματισμοί ο χώρος οδηγείται με μαθηματική βεβαιότητα στην τελεσίδικη πολιτική παρακμή. Το μεν ΠΑΣΟΚ θα φυτοζωεί σε ποσοστά της τάξης του 5% ή 6%, το δε Ποτάμι οδηγείται σε δημαροποίηση κι έξοδο από τη βουλή όποτε γίνουν οι επόμενες εκλογές.
Είναι τώρα η ώρα για μια ενωτική, ιδρυτική συνέλευση όλου του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Ένα ελληνικό Επινέ που θα οδηγήσει σε ένα νέο ενιαίο κομματικό φορέα με νέο όνομα, νέα σύμβολα, νέο προγραμματικό λόγο, ανανεωμένο στελεχιακό δυναμικό (πολιτικά πρωτίστως και όχι μόνο ηλικιακά) και βέβαια νέα ηγετική ομάδα χωρίς ασφαλώς λογικές ρεβανσισμού απέναντι σε υγιή στοιχεία του παρελθόντος που και υπάρχουν και έχουν πολλά να προσφέρουν.
Κι ας μην καεί πάλι η προσπάθεια σε αφόρητες προσχηματολογίες του τύπου ποιος καλεί ποιον και ποιος καπελώνει ποιον. Όλοι καλούν όλους για μια συζήτηση σε μηδενική βάση με στόχο όχι ένα άθροισμα κομματικών ποσοστών, αλλά μια νέα σύνθεση, μια νέα πολιτική ποιότητα που με συνείδηση της ιστορικής της πορείας και προσφοράς, αλλά και με επίγνωση των σφαλμάτων του παρελθόντος θα μπορέσει να απευθυνθεί αξιόπιστα και ολοκληρωμένα στην χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία.
Είναι καιρός!
Facebook Comments