Το θέμα δεν είναι πόσοι μετανάστες θα παραμείνουν τελικά στην Ελλάδα, αλλά ποιοί. Από τη στιγμή, δηλαδή, που τα πράγματα ήρθαν έτσι και που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη βεβαιότητα της εγκατάστασης ενός αριθμού ξένων ανθρώπων στη χώρα, ας αφήσουμε κατά μέρος τα προσχήματα, τις εμμονές και τις ιδεοληψίες και ας υπηρετήσουμε το εθνικό συμφέρον – ως μακροχρόνιο όφελος του τόπου και του λαού. Ας καθορίσουμε εμείς το με ποιους θα συμβιώσουμε.

 

Για γεωγραφικούς, κυρίως, λόγους, η Ελλάδα έχει μια δυνατότητα που στερούνται άλλες χώρες. Αυτή της ντε φάκτο διαλογής και επιλογής των ανθρώπων εκείνων, που, με τις οικογένειές τους σε πολλές περιπτώσεις, θα επιχειρηθεί να ενσωματωθούν στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της χώρας. Η αποθρασυμένη ΠΓΔΜ, όπως και άλλες χώρες, ήδη εφαρμόζει μια τέτοια πολιτική – και δη για λογαριασμό τρίτων – δια των συνοριακών ελέγχων και των εξονυχιστικών εξετάσεων, που καταλήγουν στην επαναπροώθηση πολλών μεταναστών στην Ελλάδα, ως μη προσφύγων. Αυτό πρέπει να σταματήσει, αν όχι να αντιστραφεί.

Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει, είναι ότι στα ενδότερα της γηραιάς ηπείρου προωθούνται κατά προτίμηση Σύροι από εμπόλεμες περιοχές, ενώ αποθαρρύνεται η εισδοχή ανθρώπων προερχόμενων από την Κεντρική Ασία, την Βόρειο και την Υποσαχάρια Αφρική. Μπροστά σε αυτήν την πρακτική, η Ελλάδα στέκει θεατής. Συγχρόνως, αφήνει να διαμορφωθεί μια κατάσταση, που ίσως φέρει τη χώρα προ τετελεσμένων. Άνθρωποι από κουλτούρες μακριά από το μεσογειακό πνεύμα, από σκληρά κοινωνικά και θρησκευτικά περιβάλλοντα, όπως αυτά του Πακιστάν, ή του Αφγανιστάν, ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο προσπάθειας ενσωμάτωσης στην ελληνική πραγματικότητα, σύμφωνα και με ευρωπαϊκές αποφάσεις.

Αλήθεια είναι, ότι η επίδοση της Ελλάδας στην απόπειρα ενσωμάτωσης πληθυσμών από κουλτούρες με συνάφεια και εγγύτητα στη δική της έχει καταγραφεί ως αξιοθρήνητη. “Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ”, τραγουδούσε το έθνος πάνω στη μέθη της χαράς του το 2004. Απέναντι σε βαλκάνιους και χριστιανούς, ο Έλληνας απέτυχε να αδράξει έγκαιρα την ευκαιρία μιας ενσωμάτωσής τους, που θα μπορούσε να δώσει μιαν ευπρόσδεκτη δημογραφική, δημοσιονομική και παραγωγική ώθηση σε μια χώρα που γερνάει και παρακμάζει. Θα αναρωτηθεί κανείς: Είναι δυνατόν τώρα να πετύχουμε κάτι καλύτερο; Ναι. Διότι η δυστυχία των τελευταίων ετών επιφέρει αλγεινή, αλλά διδακτική εμπειρία. Αν εξαιρέσουμε τους πολίτες που κατέφυγαν οργισμένοι στους νεοναζί, η ελληνική κοινωνία δείχνει σημεία μεγαλύτερης ταπεινότητας και ανθρωπιάς, καθώς επίσης και πραγματισμού, σε σχέση με το παρελθόν.

Μένει να παραμερίσει κανείς την ιερά εξέταση της πολιτικής ορθότητας και της αριστερίστικης υπεραναπλήρωσης, που αυτομάτως θα έβαζε τις φωνές ενώπιον μιας αληθούς, πέρα για πέρα ισχύουσας πρότασης: Οι Σύροι είναι πολύ πιο κοντά μας σε σχέση με άλλες παραδόσεις και εθνικές ταυτότητες, που συγκροτούν το μωσαϊκό των μεταναστευτικών όγκων. Προέρχονται από ένα κράτος εκτεθειμένο έντονα στην ελληνιστική παράδοση, που υπό την διακυβέρνηση της δυναστείας Αλ Ασαντ έδωσε έμφαση στα γνωρίσματα της κοσμικότητας και της ανεξιθρησκείας. Η Συρία είχε ένα 15% Χριστιανικού πληθυσμού (κυρίως ορθοδόξων), υψηλό επίπεδο γενικής παιδείας, δομές κοινωνικού κράτους, απύθμενο πολιτιστικό πλούτο και εστίες αστικής, κοσμοπολίτικης αισθητικής. Η ίδια η Αθήνα μοιάζει περισσότερο με τη Δαμασκό, παρά με την Πράγα – και καθόλου με το Ισλαμαμπάντ, τη Λαχόρη, ή την Καμπούλ.

Αν και είναι βέβαιο πως θα βρεθούν εκείνοι που θα αντιμετωπίσουν μια πρόταση διαλογής των μεταναστών προς εγκατάσταση με κριτήριο την εθνική τους καταγωγή ως υποτιθέμενα ξενόφοβη, στην πραγματικότητα είναι το ακριβώς αντίθετο. Εφόσον η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να δεχθεί την εγκατάσταση αρκετών δεκάδων χιλιάδων ξένων πολιτών στο έδαφός της, ας είναι τουλάχιστον κατά το δυνατόν από ένα κοντινό μεσογειακό κράτος, από το πάλαι ποτέ βασίλειο των Σελευκιδών, την Οσροηνή και την Κομμαγηνή, την Αντιόχεια του Καβάφη και τα χώματα του Αγίου Εφραίμ και του Οσίου Ισαάκ. Και ας υποδεχθούμε τους ανθρώπους αυτούς με την εγκαρδιότητα και το δαιμόνιο πνεύμα του κάποτε οικουμενικού ελληνισμού – αλλά και με την προσδοκία, ότι αν ειρηνεύσει η πατρίδα τους, είναι αρκετά κοντά, ώστε να επιστρέψουν, ιδανικά ως νέοι πρεσβευτές της ελληνικής φιλίας προς τον αραβικό κόσμο.

Και μην αναζητούμε τον ρατσισμό εκεί που δεν υπάρχει. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ως προς τα δικαιώματά τους. Αυτή, όμως, η κατάκτηση της νεωτερικότητας δεν συνεπάγεται και πως όλοι είναι ίδιοι ως προς τα χαρακτηριστικά τους. Οι εθνικές κουλτούρες αποτελούν κάτι το εντελώς πραγματικό και το να τις αγνοεί κανείς στο όνομα ενός επιφανειακού προοδευτισμού συνιστά σφάλμα και υποκρισία.

Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν θα ήταν απλό ένα τέτοιο εγχείρημα. Και σε μεγάλο βαθμό, θα έπρεπε να διεκπεραιωθεί ανεπίσημα, με εσωτερική οργάνωση και επιμελητεία τέτοια, που θα έφερναν συμμάχους και εχθρούς ενώπιον τετελεσμένων: Θα έπρεπε να είχαμε ήδη τα είκοσι κέντρα φιλοξενίας έτοιμα και να είχαμε προωθήσει εκεί εκείνους που θέλουμε να βάλουμε στο σπίτι μας. Για τους άλλους, δε, αφού τους περιθάλψουμε προσωρινά ας απαιτήσουμε από την Ευρώπη να αναλάβει τις συμπεφωνημένες υποχρεώσεις της. Αυτά, βεβαίως, σε περίπτωση που δεν διοικούμασταν από ρηχούς κυβερνήτες και λαικιστές πολιτικάντηδες, δίχως αίσθηση της ιστορίας, χωρίς τόλμη και αποφασιστικότητα.

 

Facebook Comments