Είναι παιδιά, αδέρφια, κολλητοί, φιλαράκια, καλή παρέα, καλύτεροι άνθρωποι με τέσσερα πόδια και ουρές που δεν κρύβονται μέσα σε δεύτερες σκέψεις. Δεν είναι απλώς σκυλιά, έτσι που το λένε οι περισσότεροι υποτιμητικά. Είναι τα δικά μου σκυλιά, είναι τα σκυλιά μου, είναι τα σκυλιά, τα παιδιά, τα παιδιά μου. Όσο τα αγάπησα και με αγάπησαν αυτοί που τα κρίνουν ως κατώτερα δε θα αγαπήσουν ποτέ.

Το πρώτο μου σκυλί ήταν η Εύα μου, ένα καθαρόαιμο τσιουάουα με τελικό βάρος ένα κιλό, μου την αγόρασε (τότε δεν ήξερα βλέπεις) η μαμά μου στην τετάρτη δημοτικού μετά από μαραθώνιες προσπάθειές μου να την πείσω να μου πάρει σκυλάκι. Τη λάτρεψα από εκείνη τη μέρα που την είδα μέσα στο κουτάκι. Έζησα και μεγάλωσα μαζί της. Εκείνη μου έμαθε να αγαπάω τόσο τα σκυλιά, να τα σέβομαι και να τα εκτιμώ, αν και ανέκαθεν αγαπούσα τα ζώα. Ανέπτυξα μία μοναδική και απερίγραπτη σχέση μαζί της. Σε αυτό συντελούσε και ο εξαιρετικά ανθρωπομορφικός χαρακτήρας της και ο μιμητισμός της. Έτρωγε τα νύχια της, όπως και εγώ, πάχαινε και αδυνάτιζε τις περιόδους που το έκανα κι εγώ, συμπαθούσε οποίους συμπαθούσα κι εγώ και αντιστοίχως αντιπαθούσε όποιους αντιπαθούσα κι εγώ. Ακόμη, όταν της έστελνα φιλάκια έκανε ακριβώς την ίδια κίνηση με το στοματάκι της. Της μιλούσα και με καταλάβαινε, ομολογώ ότι δεν το έχω ζήσει με άλλο μου σκύλο αυτό, αν και έχω υπάρξει μαμά 5 σκύλων. Με ένα μας βλέμμα συνεννοούμασταν άψογα οι δυο μας.

Την 8η Ιανουαρίου του 2016 έζησα το μεγάλο μου φόβο, το θάνατό της. Το πρωί με ξύπνησε η μητέρα μου λέγοντάς μου ότι δεν είναι καλά. Την πήγαμε αμέσως στο κτηνιατρείο. Ζάχαρο, πρησμένο συκώτι και πνευμονικό οίδημα. Δηλαδή, τέλος. Προσπαθήσαμε μέχρι το απόγευμα μήπως και… Μου ήταν αδύνατο να δεχθώ την απώλειά της, παραμένει αδύνατο μέχρι και τώρα που γράφω με αλλεπάλληλα δάκρυα να κατακλύζουν τα μάτια μου, μα κυρίως την ψυχή μου. Ήταν περίπου 5 το απόγευμα και βασανιζόταν λόγω της ελλιπούς οξυγόνωσης, είχε ούτε τρεις ώρες βασανιστικής ζωής. Έβαλα στην άκρη τον εγωισμό μου και την προσωπική μου αδυναμία και συμφώνησα να της κάνουν ευθανασία, που τόσο σιχαίνομαι και μισώ, που ποτέ δεν είχα κάνει. Της έκανα την τελευταία αγκαλιά και τη φίλησα για τελευταία φορά. Έφυγα κι άφησα τη μητέρα μου και την αδερφή μου, δεν άντεξα να ζήσω κι άλλο θάνατο. Μετά έμαθα ότι “έφυγε” με το 1ml ευθανασίας κι όχι με τα 6ml που αναλογούσαν.

Τον Πομ τον υιοθέτησα κακοποιημένο και με πολύ άσχημη και επιθετική συμπεριφορά περίπου ένα χρόνο πριν. Οι “άνθρωποι” του είχαν φερθεί απάνθρωπα κι αυτός βρισκόταν μονίμως σε επιθετική άμυνα, όχι αδίκως. Η γυναίκα που τον είχε βρει και αναλάβει με στήριξε με κάθε τρόπο και την ευχαριστώ θερμά έως και σήμερα. Αρχικά, τον υιοθέτησα με τον τότε σύντροφό μου, ύστερα χωρίσαμε κι ενώ είχε πει ότι θα τον κρατήσει άλλαξε γνώμη και έπρεπε να τον πάρω εγώ, δε θα τον άφηνα να αλλάξει γονιό κι άλλη φορά, εξάλλου τον είχα αγαπήσει. Εμένα σχεδόν μαγικά με είχε αγαπήσει κι εκείνος, με εμπιστευόταν και με είχε δαγκώσει ελάχιστες φορές και ελαφρά. Τα μάτια του, το φατσάκι του, το αρχοντικό και περήφανο περπάτημά του και ιδίως η έντονη προσωπικότητά του με κέρδισαν αμέσως. Με εκπαίδευση και πολλή πολλή αγάπη έβαλε και λουρί που μετά μανίας αρνούνταν, με άφηνε να του χαϊδεύω το λαιμό πράγμα αδιανόητο λίγους μήνες πριν. Γίναμε αυτοκόλλητοι, παντού και πάντα μαζί, από τις καλοκαιρινές διακοπές μέχρι και το μπάνιο, με ακολουθούσε και με κοίταζε με το βλέμμα της απόλυτης λατρείας, κάναμε όπως οι ερωτευμένοι. Περιττό να πω ότι δεν ήθελε άνθρωπο δίπλα μου εκτός από την αφεντιά του και ήταν προστατευτικός όσο δεν πήγαινε.

Κι εκεί που λες ότι η ιστορία έχει ευτυχή κατάληξη και για τους δυο μας, ήμουν κατηγορηματική στο να αφήσω/δώσω τον Πομ παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζα, αρχίζει να έχει δύσπνοια. 2 Νοεμβρίου 2015 με ξυπνάει η μητέρα μου, τον παίρνω και τον πάω στον κτηνίατρο μου, μου λέει ότι ζει από θαύμα και ότι έχει σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά του και να τον πάω για τρίπλεξ(του είχαν γίνει όλες οι συνήθεις εξετάσεις και μόνο φύσημα του είχαν βρει). Τον πάω αγκαλιά κλαίγοντας και λέγοντάς του ότι δεν πρόλαβα να χαρώ την αγκαλιά του, μιας και δε με άφηνε. Ελάχιστες ελπίδες μετά την εξέταση. Με κράτησαν στο ιατρείο και του έδινα οξυγόνο μέχρι που μου έμεινε στα χέρια. Έκανε προς τα πίσω το κεφαλάκι του σαν να τινάχτηκε, έτρεχαν υγρά, με κοιτούσε κατάματα κι εγώ άρχισα να ουρλιάζω “Το παιδί μου”. Τον επανέφεραν τρεις φορές, μάλιστα την πρώτη σηκώθηκε και έκατσε μπρούμυτα, την τέταρτη δε γνωρίζω αν δεν επανήλθε ή αν δεν τον επανέφεραν καν. Εκείνη τη μέρα για πρώτη φορά έζησα το θάνατο δικού μου σκύλου. Έκτοτε κυκλοφορώ με το αγαπημένο του παιχνίδι, την περιβόητη κότα, μέσα στην τσάντα μου και κάμποσες φορές ακούγεται και ο ήχος “πίου-πίου”.

Όταν γύρισα σπίτι μου μετά το θάνατο του Πομ που είχα εννιά μήνες πήρα αγκαλιά την Εύα και της έλεγα πόσο την αγαπάω και πως δε θα αντέξω να τη χάσω, ιδίως εκείνη που έχω δέκα χρόνια και πως είναι η Εύα μου, το Ευάκι μου, η Ευούλα μου, ο άνθρωπός μου, το πρώτο μου παιδάκι. Το πιο έξυπνο παιδί μου εκείνη και το πιο όμορφο παιδί μου εκείνος. Η Εύα μου η αγάπη μου κι ο Πομ μου η αδυναμία μου. Μέσα σε δύο μήνες τους έχασα και τους δυο. Μου λείπουν φριχτά, τους ζητάω απεγνωσμένα και δε θα τους ξεχάσω ποτέ ενώ με τρόμο θυμάμαι αυτά τα καταραμένα πρωινά ξυπνήματα. Αφού δεν τους έχω μαζί μου, αποφάσισα να τους έχω πάνω μου. Επίσης, αποφάσισα ότι πλέον η γνώμη του κόσμου για τα παιδιά μου καθίσταται παντελώς ανούσια κι αδιάφορη, ας μου ζούσαν κι ας έκαναν ό,τι ήθελαν, ας μου ζούσαν μόνο. Πολλοί υποτίμησαν τη θλίψη μου είτε λέγοντας μου “Ε και τι έγινε; Εδώ άνθρωποι πεθαίνουν.” είτε προτείνοντας μου “Πάρε άλλο καινούργιο, την ίδια μάρκα”. Γιατί μωρέ είναι σκυλιά, σιγά. Ε όχι ρε, δεν είναι σκυλιά, είναι τα παιδιά μου! Και είναι αναντικατάστατα.

Facebook Comments