Η κυβέρνηση Τσίπρα προωθεί ένα μίγμα οικονομικής πολιτικής, το οποίο, εάν εφαρμοστεί, θα δημιουργήσει νέα προβλήματα. Θα ενισχύσει τα φαινόμενα ύφεσης, θα αποδυναμώσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ενώ θα προετοιμάσει το έδαφος για τη λήψη πρόσθετων διορθωτικών μέτρων. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αδυνατεί, για διάφορους λόγους, να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες και γι’ αυτό στρέφεται σε νέα αύξηση της φορολογίας. Εχει αποδειχθεί όμως στην πράξη ότι η υπερβολική φορολόγηση οδηγεί σε λιγότερα φορολογικά έσοδα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέες δημοσιονομικές τρύπες που πρέπει να καλυφθούν με πρόσθετα μέτρα. 

Πρόκληση με τα καύσιμα

Ενα από τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούσε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν η αδυναμία της τελευταίας να πατάξει τα πανίσχυρα κυκλώματα φοροδιαφυγής, φοροκλοπής και λαθρεμπορίας στον τομέα των καυσίμων. Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του απέδιδαν την ανάπτυξη της παραοικονομίας στον τομέα των καυσίμων σε σκόπιμες παραλείψεις της κυβέρνησης Σαμαρά και έδιναν την υπόσχεση για αύξηση των εσόδων του Δημοσίου μέσω της πάταξης των παράνομων κυκλωμάτων κατά 1 έως 1,5 δισ. ευρώ το χρόνο. 

Το 2015 τα φορολογικά έσοδα από τα καύσιμα κινήθηκαν σε κατώτερα επίπεδα από ό,τι το 2014, ενώ η πτωτική τους τάση ενισχύθηκε το πρώτο δίμηνο του 2016. Η πολυδιαφημισμένη πάταξη της φοροδιαφυγής, της φοροκλοπής και του λαθρεμπορίου στα καύσιμα δεν απέφερε ούτε ένα ευρώ, εφόσον η κυβέρνηση Τσίπρα ανέβαλε επ’ αόριστον την εφαρμογή των μηχανισμών ηλεκτρονικού ελέγχου που προωθούσε η προηγούμενη κυβέρνηση. 

Τώρα το Μαξίμου ετοιμάζεται να αυξήσει τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στην αμόλυβδη βενζίνη, στο ντίζελ και το φυσικό αέριο σε μια προσπάθεια να καλύψει τη δημοσιονομική «τρύπα» που δημιουργήθηκε από την ανάπτυξη της παραοικονομίας στο κύκλωμα των καυσίμων το 2015 και το 2016. Είναι βέβαιο όμως ότι αυτού του είδους η φορολογία θα έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. 

● Πρώτον, θα υποχρεώσει πολλούς συμπολίτες μας οι οποίοι δεν έχουν πλέον τα οικονομικά μέσα να περιορίσουν την κατανάλωση καυσίμων. Ετσι, θα πέσει κι άλλο το βιοτικό τους επίπεδο και μαζί με αυτό τα έσοδα του Δημοσίου.
● Δεύτερον, η νέα αύξηση στη φορολογία καυσίμων θα επιβαρύνει πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σε μια περίοδο κατά την οποία τα οικονομικά τους είναι οριακά. Θα έχουμε, λοιπόν, περισσότερα «λουκέτα», μικρότερο κύκλο εργασιών και λιγότερα φορολογικά έσοδα. 
● Τρίτον, κάθε αύξηση στη φορολογία στα καύσιμα είναι ένα πρόσθετο κίνητρο για την ενίσχυση της παραοικονομίας, η οποία, με την ανοχή των κυβερνήσεων Τσίπρα, αναπτύχθηκε στον τομέα των καυσίμων με εντυπωσιακό τρόπο το 2015 και το 2016. 

Από εκεί όπου ο ΣΥΡΙΖΑ θα χτυπούσε τα παράνομα κυκλώματα που νέμονται τον τομέα των καυσίμων, στράφηκε εναντίον των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε μια καταδικασμένη σε αποτυχία προσπάθεια να αυξήσει, μέσω της αύξησης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει σε τρεις έως έξι μήνες, όταν θα αποδειχθεί πως και οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις δεν έφεραν τα επιδιωκόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα.

«Καπνός» τα έσοδα

 
Οικονομικά παράλογη είναι και η προγραμματισμένη αύξηση της φορολογίας στα καπνικά προϊόντα. Οι αλυσιδωτές αυξήσεις στη σχετική φορολογία οδήγησαν στην ανάπτυξη του λαθρεμπορίου τσιγάρων και άλλων καπνικών προϊόντων. Υπολογίζεται ότι ένα στα τέσσερα πακέτα τσιγάρων που διατίθενται στην κατανάλωση προέρχεται από τα κυκλώματα της παραοικονομίας και είναι φυσικά αφορολόγητο. 

Οπως και στον τομέα των καυσίμων, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προετοιμάζει στα καπνικά προϊόντα νέα αύξηση του λαθρεμπορίου και της παραοικονομίας και μεγαλύτερη υστέρηση στα φορολογικά έσοδα. 
Αντιπαραγωγική κρίνεται η αύξηση της φορολογίας που προγραμματίζει η κυβέρνηση στα οινοπνευματώδη ποτά. Συνδυάζεται με τη μεγάλη αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση για να μεγαλώσει το κόστος της οικογενειακής εξόδου, να επιβαρύνει τη λειτουργία μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δίνουν μια δύσκολη μάχη επιβίωσης και να υπονομεύσει, για μία ακόμη φορά, την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού. 

 
Είναι να απορεί κανείς με το συνδυασμό πολιτικού δογματισμού και οικονομικής αφέλειας που χαρακτηρίζει τα περισσότερα μέλη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Προσπαθούν να επιτύχουν τους στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος- Μνημονίου εφαρμόζοντας αυτό που χαρακτηρίζω ανάποδα οικονομικά. Ολες οι αποφάσεις στηρίζονται σε μια λογική που είναι αντίθετη στους βασικούς κανόνες της οικονομίας, γι’ αυτό προβλέπω την αποτυχία των νέων μέτρων.

Ολοι οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών προειδοποιούν την κυβέρνηση ότι η πραγματική οικονομία αλλά και τα νοικοκυριά δεν αντέχουν πρόσθετους φόρους και άλλες επιβαρύνσεις, όπως είναι η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών. Επιχειρηματολογούν υπέρ μείωσης των δημόσιων δαπανών, όσο δύσκολη και σε ορισμένες περιπτώσεις επώδυνη μπορεί να είναι αυτή, προκειμένου να επιχειρηθεί, με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, η επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας. 

Το κόμμα και η πελατεία

Το Μαξίμου απορρίπτει όλες τις προτάσεις των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών γιατί δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη διατήρηση των ενδοκυβερνητικών πολιτικών ισορροπιών, στην ενίσχυση του ρόλου του κόμματος στη Δημόσια Διοίκηση και στην οικονομία και στην κάλυψη των αναγκών της εκλογικής πελατείας του ΣΥΡΙΖΑ.

Ετσι, ετεροχρονίζεται η προγραμματισμένη μείωση των αμυντικών δαπανών κατά 500 εκατ. ευρώ στο όνομα δήθεν της αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης από τις Ενοπλες Δυνάμεις. Στην πραγματικότητα συνεχίζεται η κατασπατάληση πόρων σε άχρηστα οπλικά συστήματα που παραγγέλθηκαν με υπογραφή Τσίπρα, Καμμένου. 
Προγραμματίζεται επίσης η αύξηση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου προκειμένου να τακτοποιηθούν συγγενείς και φίλοι των κυβερνητικών στελεχών και να περάσει το μήνυμα σε μεγάλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων ότι η δημοσιονομική πειθαρχία και η εισοδηματική λιτότητα δεν αφορούν στους εκλεκτούς του ΣΥΡΙΖΑ. 

Οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται, τα κυκλώματα της παραοικονομίας ευημερούν και η φορολογία αυξάνεται μέχρι την πλήρη εισοδηματική εξάντληση των νοικοκυριών και την τελική πτώση του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα. 
Η κυβέρνηση χλευάζει με τις επιλογές της το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και όσους προσπαθούν να μείνουν όρθιοι στον ιδιωτικό τομέα. Υπόσχεται τη μείωση του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων και προχωρεί σε νέα αύξηση της φορολογίας των καυσίμων. Τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και προωθεί, μετά την αύξηση του ΦΠΑ στις ξενοδοχειακές υπηρεσίες και στην εστίαση, την επιβολή τέλους διανυκτέρευσης στα ξενοδοχεία ανάλογα με τα «αστέρια» που χαρακτηρίζουν την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Υποστηρίζει την ανάγκη στήριξης της μέσης οικογένειας και των μη προνομιούχων συμπολιτών μας και επιτίθεται φορολογικά στο σύγχρονο τρόπο ζωής επιβάλλοντας πρόσθετους φόρους από την κινητή τηλεφωνία μέχρι τη συνδρομητική τηλεόραση και στα τέλη ταξινόμησης των αυτοκινήτων. 

Με βάση το μίγμα οικονομικής πολιτικής που προωθεί η κυβέρνηση καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν θα πληρώσουμε για να βγούμε από την κρίση αλλά θα πληρώσουμε για να βυθιστούμε βαθύτερα σε αυτήν και στη συνέχεια να ξαναπληρώσουμε. 

 
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΥΡΤΣΟΥ
Ευρωβουλευτή της Ν.Δ.

 

 

Facebook Comments