Διάβασα τυχαία στη δευτέρα γυμνασίου το βιβλίο «Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας Βάλουν Απουσία» και ερωτεύτηκα το διήγημά του με την ευφυέστατη κι απροσδόκητη αναλογία «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας». Αναζήτησα το συγγραφέα που με είχε συναρπάσει και ήταν ο Χ.Α. Χωμενίδης. Έκτοτε διάβασα όλα του τα βιβλία με τελευταίο το «Νεαρό Άσπρο Ελάφι» που απόλαυσα εν μία νυκτί. Ήδη από το πρώτο του μυθιστόρημα,«Το Σοφό Παιδί», σε ηλικία μόλις 26 ετών, έκανε τεράστια επιτυχία. Τολμά, ανελίσσεται και αποτελεί ίσως τον κορυφαίο της γενιάς του. Στο Σύνταγμα με θέα τον Παρθενώνα κάναμε μια αυθόρμητη συζήτηση και μια ειλικρινή συνέντευξη.

Το καινούργιο σας μυθιστόρημα ευφάνταστα τιτλοφορείται ως «Νεαρό Άσπρο Ελάφι» και είναι πολύ διαφορετικό από τη «Νίκη». Η σύλληψη του νέου μυθιστορήματος πώς έγινε;

Κάθε συγγραφέας έχει ορισμένες εμμονές, ορισμένες -ας πούμε- ιδέες, οι οποίες τον απασχολούν διαρκώς. Κάποια στιγμή, χωρίς ο ίδιος να ξέρει πώς και γιατί – διότι εάν ήξερε, θα χανόταν και το μυστήριο για τον ίδιο – παίρνουν τη σάρκα και τα οστά μιας ιστορίας.

Το «Νεαρό Άσπρο Ελάφι» μπορώ να σας πω πότε το συνέλαβα. Με είχαν καλέσει σε μία πόλη να παρουσιάσω το προηγούμενό μου μυθιστόρημα, την «Νίκη». Στο αεροδρόμιο με περίμενε μία κυρία, η οποία από τον τρόπο που με κοίταξε από την πρώτη στιγμή, ήταν σαφές ότι δεν με συμπαθούσε καθόλου, ότι έκανε μια φρικτή για εκείνην αγγαρεία. Με βάζει, λοιπόν, στο αυτοκίνητό, εγώ δεν είχα ξαναπάει σε εκείνη την πόλη, και κατά τη διάρκεια της διαδρομής μού ήρθε η ιδέα ότι η κυρία μπορεί να μην είχε καμία σχέση με εκείνους που με είχαν προσκαλέσει είτε η πρόσκληση να ήταν μούφα, τέχνασμα της κυρίας για να με παγιδεύσει στο αμάξι της για να μού κάνει ποιος ξέρει τι. Το θυμάμαι ακριβώς. Έτσι μού ήρθε η αρχή του μυθιστορήματος. Η κεντρική τώρα ιδέα, το Άσπρο Ελάφι, ο χαρακτήρας του Μηνά Αβλάμη, η πόλη Κυδωνία, δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια πότε μορφοποιήθηκαν μέσα μου. Η Βένα Γεωργακοπούλου έγραψε ότι το «Νεαρό Άσπρο Ελάφι» είναι ο Μάγος του Οζ για μεγάλους. Εγώ πάλι νομίζω ότι αποτελεί ουσιαστικά μια παραλλαγή της Ωραίας Κοιμωμένης. Αν δεν είχα διαβάσει τόσα παραμύθια στην κόρη μου ίσως και να μην το είχα σκαρφιστεί…

Ξεχωρίζετε κάποιο από τα βιβλία σας ως «καλύτερο» από τα άλλα; Σας ενοχλεί ή σας κολακεύει να σας αποκαλούν με τον τίτλο του πρώτου σας μυθιστορήματος, «Σοφό Παιδί»;

Μετά τη «Νίκη», δεν με αποκαλούν πλέον «Σοφό Παιδί». Προηγουμένως ίσως να με ενοχλούσε λίγο. Διότι πιστεύω ότι ναι μεν το «Σοφό Παιδί» έχει κάτι, κάτι που άγγιξε πάρα πολλούς ανθρώπους, εγώ όμως έχω γράψει στη συνέχεια αρτιότερα μυθιστορήματα: Τα «Λόγια Φτερά», «Το Σπίτι και το Κελί», τη «Φωνή»… Αλλά και πάλι θα είμαι αχάριστος αν έλεγα ότι η επίδραση του «Σοφού Παιδιού» με ενοχλεί.

Καλύτερο βιβλίο θεωρώ αυτό που θα γραφτεί στο μέλλον. Πάντα θεωρώ καλύτερο αυτό που έχω στο μυαλό μου να γράψω.

Ποιο βιβλίο θα θέλατε να είχατε γράψει αλλά το έγραψε κάποιος άλλος;

Πολλά. Από τα Ομηρικά Έπη, τα οποία όντως συνέθεσε ο Όμηρος, είναι ενός συγγραφέα, μίας διάνοιας έργα, μέχρι… Τελειωμό δε θα ‘χουμε. Τα βιβλία του Τόμας Μαν, του Μπουλγκάκοφ, του Μπαλζάκ, του Φλωμπέρ, της Πατρίτσια Χάισμιθ, του Μάριο Βάργκας Γιόσα, του Καραγάτση… Το «Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη» του Σεφέρη, το «Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου» του Μαρκές, το «Δον Κιχώτη»… Πάρα πολλά βιβλία θαυμάζω που δεν έχω γράψει εγώ. Αυτό θα έλειπε δα!

Σε ποια περιοχή μεγαλώσατε και που μένετε σήμερα;

Μεγάλωσα στην Κυψέλη και ζω στην Κυψέλη αλλά πλέον σε άλλο σημείο της Κυψέλης, η γειτονιά μας είναι τεράστια. Γενικά κυκλοφορώ στο κέντρο, η Κυψέλη είναι ένα κομμάτι του ιστορικού κέντρου και ας μην κείται κάτω από την Ακρόπολη. Δε θα μπορούσα νομίζω να ζήσω στα προάστια, κυρίως επειδή δεν οδηγώ. Αν και τώρα με το taxibeatλύνεται κι αυτό.

Είστε βαθιά πολιτικοποιημένος και έχετε υποστηρίξει δημοσίως τις θέσεις σας. Ποια η γνώμη σας για τη σημερινή κατάσταση και ποια η αντιπρότασή σας;

Κάθε βράδυ κοιμόμαστε με την εντύπωση ότι χειρότερα τα πράγματα δεν γίνονται. Κάθε πρωί συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν και ακόμα χειρότερα.

Όλο αυτό το οποίο υφιστάμεθα έχει να κάνει και με την κυβέρνηση Συριζανέλ αλλά και με το παλαιό καθεστώς, δηλαδή με τα ιστορικά κόμματα της Μεταπολίτευσης, τα οποία -εκτός από τις ευθύνες τους για τη χρεοκοπία του κράτους το 2010- φέρουν ένα πολύ μεγαλύτερο βάρος: Χρεοκόπησαν την παιδεία στη χώρα. Συναίνεσαν με τις πολιτικές τους στο να παραχθούν γενεές ανθρώπων που δεν διαθέτουν τα αναλυτικά εργαλεία για να κατανοήσουν τι συμβαίνει γύρω τους. Αισιόδοξος όπως είμαι, θα πω ότι η σημερινή κυβέρνηση σημαίνει το τέλος των ψευδαισθήσεων. Όλοι, και οι πιο αφελείς, συνειδητοποιούν πλέον ότι δε γίνονται θαύματα, πως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, πως δεν υπάρχουν πολιτικές παρατάξεις που διαθέτουν δεδομένο ηθικό πλεονέκτημα.Εάν βέβαια για να τα καταλάβει όλα αυτά και ο τελευταίος Έλληνας πρέπει πρώτα να καταστραφεί η χώρα, τι να πώ; Πρέπει, για να πειστούμε ότι είμαστε θνητοί, να πεθάνουμε;

Η λύση σήμερα είναι να αποχωρήσει το συντομότερο δυνατό αυτή η καταστροφική κυβέρνηση. Λυπάμαι τα στελέχη της. Κινδυνεύουν οι άνθρωποι να βρεθούν μπλεγμένοι, να μην τους ξεπλένει τίποτα όσο ζουν. Εάν-εν τη αγνοία τους- προξενήσουν μία μείζονα εθνική καταστροφή… Πριν από ένα χρόνο, θα έλεγα ότι η πιθανότητα της εθνικής τραγωδίας ανήκει στο χώρο της φαντασίας. Τώρα πλέον, μετά και από τα γεγονότα στην Ειδομένη που μπήκαν μέσα σκοπιανά ΜΑΤ, μοιάζει ρεαλιστική. Απεχθάνομαι να χαρακτηρίζω τον οποιονδήποτε άνθρωπο «προδότη». Θεωρώ ότι εξ ευηθείας κινδυνεύουν να κάνουν κάτι που δε διορθώνεται. Μετά θα περιέλθουν και οι ίδιοι σε δεινότατη θέση. Δεν θα ξέρουν τι να πουν στα παιδιά τους, δεν θα τολμούν να ξεμυτίσουν. Και για δικό τους καλό, επιβάλλεται να φύγουν.

Στην ερώτηση ποιος θα έρθει μετά, θα απαντήσω με έναν απλό γρίφο:Θα έρθει εκείνος που είναι κοντύτερα στο να έρθει.

Εάν σας ανέθεταν το Υπουργείο Παιδείας ποιες θα ήταν οι πρώτες σας κινήσεις;

Δε θα αναλάμβανα κανένα υπουργείο, δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Δεν είμαι σαν τους Συριζαίους που νομίζουν ότι μπορούν να τα κάνουν όλα.

Δυσκολευόμαστε γενικά στην Ελλάδα να καταλάβουμε ότι ο κάθε άνθρωπος είναι για μία δουλειά, δεν είναι όλοι για όλες τις δουλειές. Με φαντάζεστε εμένα να ξυπνάω στις 6 το πρωί και να ασχολούμαι μέχρι τις 11 το βράδυ με το Υπουργείο Παιδείας ή όποιο άλλο; Αντί να γράφω, να ασκώ διοικητικά καθήκοντα; Και εγώ θα γινόμουν δυστυχής και τους άλλους δε θα έκανα καθόλου ευτυχέστερους.

Εν πάση περιπτώσει, αυτό που θεωρώ ότι θα έπρεπε να κάνει ένας υπουργός παιδείας, θα ήταννα ξεκινήσει μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από το νηπιαγωγείο. Καθ’όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, εξαγγέλλουν τις περίφημες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν ρυθμίζουν ουσιαστικά παρά το πώς θα μπαίνουν οι άνθρωποι στα πανεπιστήμια. Δεν βρίσκεται εκεί το θέμα!Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι το πανεπιστήμιο, είναι το σχολείο. Το δημόσιο σχολείο. Το θέμα είναι πώς θα δοθεί η δυνατότητα στα παιδιά στο δημόσιο σχολείο να αναδείξουν, να αξιοποιήσουν και να καλλιεργήσουν την προσωπικότητα και τις κλίσεις τους.

Γιά αυτό η παρούσα κυβέρνηση είναι βαθιά ταξική και επί της ουσίας αποκρουστικά δεξιά. Διότι υποβαθμίζοντας τη δημόσια εκπαίδευση, περιφρονώντας την αριστεία, ουσιαστικά εξυπηρετεί τα παιδιά των πλουσίων. Ήέστω των ανθρώπων που έχουν την οικονομική δυνατότητα να στέλνουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει στερήσεις. Το παιδί που θα πάει σε ένα καλό ιδιωτικό θα υπερέχει ασύγκριτα του παιδιού που θα πάει σε ένα δημόσιο. Το παιδί του ανθρώπου που είναι πολύ εύπορος αδιαφορεί για το πως θα είναι τα δημόσια πανεπιστήμια στην Ελλάδα, θα φοιτήσει σε ένα αμερικάνικο πανεπιστήμιο. Άρα, υποβαθμίζοντας την ελληνική παιδεία, μεροληπτούν υπέρ των εύπορων.

Ποιος είναι ο ρόλος του πνευματικού κόσμου σε αυτή την πολυεπίπεδη κρίση που περνάει η ελληνική κοινωνία; Υπάρχει η Ακαδημία Αθηνών;

Μα τι με ρωτάτε; Εδώ δεν έβαλαν στην Ακαδημία τον Καζαντζάκη, τον Σικελιανό, τον Ελύτη και τον Σεφέρη. Βέβαια, τώρα έχει μερικούς πολύ αξιόλογους ανθρώπους. Τι με ρωτάτε ποιος είναι ο ρόλος της Ακαδημίας Αθηνών; Πού να ξέρω;

Ποτέ δεν πίστεψα στον πνευματικό κόσμο, ότι υπάρχει ένας πνευματικός κόσμος ο οποίος αντιδιαστέλλεται του μη πνευματικού κόσμου. Εγώ θεωρώ ότι οι άνθρωποι όλοι είναι τόσο πνευματικοί όσο και σωματικοί. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι απλώς είναι αφοσιωμένοι σε κάποια μορφή τέχνης. Αυτό δεν τους κάνει κάτι το ιδιαίτερο ούτε και τους επιφορτίζει με κάποιες ιδιαίτερες υποχρεώσεις. Αν κάποιος είναι πολύ καλός ζωγράφος, δε σημαίνει ότι διαθέτει και πολιτικό ένστικτο.Άρα ζητάτε περισσότερα από αυτά που μπορούν να σας δώσουν και κακώς τα ζητάτε. Να απαιτείτε οι ζωγράφοι να φτιάχνουν καλύτερους πίνακες, οι μουσικοί καλύτερες μουσικές, οι συγγραφείς καλύτερα βιβλία. Αυτό αρκεί και περισσεύει.

Τι μπορείτε να πείτε σε έναν νέο άνθρωπο που είναι απογοητευμένος;

Να περνάει ωραία. Εσύ όταν ξυπνάς δεν είσαι χαρούμενη; Εγώ στην ηλικία σου κατέβαινα από το σπίτι μου στο δρόμο, περπατούσα και αισθανόμουν ευτυχής. Έλεγα «Αυτός ο κόσμος είναι ένα ζουμερό φρούτο,του οποίου θα πω τους χυμούς!». Δεν εξιδανικεύω, θυμάμαι πολύ καλά πως αισθανόμουν, ένιωθα υπέροχα. Είχα πολλά προβλήματα αλλά αισθανόμουν ότι η ζωή είναι εν δυνάμει καταπληκτική. Όταν μου άρεσε ένα κορίτσι κι έβγαινα μαζί του ένιωθα ότι η ευτυχία μου βρίσκεται σε εκείνη, ότι μπορούσε να με κάνει ευτυχισμένο και με έκανε όντως όταν ήθελε.

Θυμάμαι πως στα δεκαέξι μου είχα αρχίσει να κάνω τσάρκες μόνος μου, κάποια μέρα αγοράσα από το περίπτερο πούρα. Πούρα πάμφθηνα, του περιπτέρου. Και άναψα το πούρο και ρουφώντας για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένιωσα μια τόσο γλυκιά και υπέροχη ζάλη που τη θυμάμαι ακόμα. Έλεγα «τι ωραία, ζω για να καπνίζω αυτά τα πούρα». Σημειωτέον: Δεν έγινα ποτέ καπνιστής πούρων γιατί τελικά δε μου αρέσουν.

Όταν ήμουν δεκαεπτά ετών πήγα για πρώτη φορά διακοπές με ένα φίλο μου στη Σαντορίνη. Κι αφού μας έτυχαν διάφορες ευτράπελες περιπέτειες, την ημέρα των γενεθλίων μου πήγα μόνος μου στα Φηρά – μπορεί να μην έχω ξαναπάει από τότε – εκεί όπου βλέπεις το ηφαίστειο και κάθισα στο παγκάκι με ένα ουίσκι στο χέρι και κάπνιζα και κοιτούσα το ηφαίστειο και έλεγα απευθυνόμενος έλεγα στον εαυτό μου «Πόσο τυχερός είσαι που ζεις. Πέρνα καταπληκτικά και θα καταφέρεις τα πάντα. Είσαι δεκαεφτά χρονών και η ζωή είναι εκεί και μπορείς να τη ρουφήξεις, μπορείς να τη ζήσεις!». Με παραξενεύει όταν ένας άνθρωπος σε αυτές τις ηλικίες δεν είναι έτσι.

Στο τέλος της συνέντευξης, αφού είχαμε πιει κρασί, είχε ζητήσει τσιγάρο «τσιγαρένιο» καθώς από αρειμάνιος καπνιστής προσπαθεί πλέον να περιοριστεί στο άτμισμα του ηλεκτρονικού τσιγάρου, του είπα ότι για εμένα αντιστοιχεί σήμερα με τον Οδυσσέα Ελύτη του πεζού λόγου. Και έτσι μου διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία με τον ποιητή:

Εγώ τον Ελύτη τον έβλεπα συχνά, το έχω πει και στην κόρη μου, που παίζει κάτω από το άγαλμά του στη Δεξαμενή. Δεν είχαμε συστηθεί ποτέ βέβαια και δε σκέφθηκα να του στείλω το «Σοφό Παιδί» μιας και γνώριζα ότι ήταν πλέον βαριά άρρωστος. Τον έβλεπα στην Οδό Σκουφά, φορούσε ένα ναυτικό καπέλο και ήταν σχετικά ακούρευτος και περπατούσε αργά προς την πλατεία Κολωνακίου. Ο Ελύτης που εσείς τόσο θαυμάζετε για εμάς αποτελούσε κομμάτι της καθημερινότητας, «πέρασε κι ο Ελύτης» λέγαμε. Αυτό που λέει ο Σαββόπουλος «Να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ» το έζησα, τους είδα…

Τα είχα εκείνο το φεγγάρι με μία κοπέλα συνομήλική μου, που την έλεγαν Αλεξάνδρα. Ήμασταν στο πρώτο έτος της Νομικής. Και η Αλεξάνδρα διάβαζε, επίσης, Ελύτη σαν κι εσάς φανατικά. Τον βλέπει να μπαίνει σε ένα εστιατόριο που πουλούσε φαγητό σε πακέτο και να περιμένει το κεσεδάκι του. Ορμάει κατά πάνω του και του λέει: «Κύριε Ελύτη, κύριε Ελύτη, εσείς είστε εδώ ανάμεσά μας, πόσο χαίρομαι!». Απ’ τον ενθουσιασμό της, κραύγαζε. Γυρίζει ο Ελύτης -του αρέσε μάλλον  η Αλεξάνδρα όπως ήταν, ξανθούλα, γαλανομάτα, τροφαντή- «ωραιοτάτη μου, πώς λέγεστε;» ρωτάει. «Και πού θα πάτε διακοπές;» συνεχίζει. Ήταν Ιούνιος. Η Αλεξάνδρα του απαντάει ότι θα πάει στη Σίφνο. «Θα μου λύσετε μια απορία;» κάνει τότε ο Ελύτης. Η Αλεξάνδρα περιμένει ότι θα την ρωτήσει κάτι συγκλονιστικό. «Έχει καλές συγκοινωνίες η Σίφνος; Εννοώ έχει τακτικά ΚΤΕΛ;». Ίσως να της έκανε και πλάκα – ποιος ξέρει; Έτσι είναι πάντως οι αληθινοί ποιητές: Απροσδόκητοι σαν παιδιά.-

Facebook Comments