Γ. Στουρνάρας: Δημοσιονομικά πλεονάσματα στο 2% και όχι στο 3,5%
Σε μια ακόμη ηχηρή παρέμβαση για την ελληνική οικονομία, με προτροπές, αιχμές και μηνύματα σε Ελλάδα και εξωτερικό, προχώρησε ο διοικητής της ΤτΕ
Σε μια ακόμη ηχηρή παρέμβαση για την ελληνική οικονομία, με προτροπές, αιχμές και μηνύματα σε Ελλάδα και εξωτερικό, προχώρησε ο διοικητής της ΤτΕ
Σε μια ακόμη ηχηρή παρέμβαση για την ελληνική οικονομία, με προτροπές, αιχμές και μηνύματα σε Ελλάδα και εξωτερικό, προχώρησε ο διοικητής της ΤτΕ. Ο Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του το Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, προχώρησε σε μια σημαντική πρόταση η οποία θα συζητηθεί.
Οπως είπε, η Τράπεζα της Ελλάδος, ανέλυσε και προτείνει τα δημοσιονομικά πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια να μην είναι στο 3,5% όπως λέει η κυβέρνηση και απαιτούν οι δανειστές αλλά να είναι στο 2%. Μαζί με σειρά ενεργειών που πρέπει να γίνουν, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η ελληνική οικονομία μπορεί άμεσα να ανακάμψει.
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στην Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούμε ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμούς και υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξής θα υποβοηθηθεί από τη μείωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους».
Και συνεχίζει: «Πέρα από την αναγκαιότητα μείωσης του τελικού δημοσιονομικού στόχου για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, και αναδιάρθρωσης του υψηλού δημόσιου χρέους με στόχο την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του, αυτό που απαιτείται σήμερα, είναι η έγκαιρη υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων του νέου προγράμματος, οι οποίες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την επιστροφή στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και σε ένα νέο, εξωστρεφές και βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο.
Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, ενώ παράλληλα αναμένεται να διευκολύνει την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Κάτι τέτοιο θα βελτιώσει την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, ενώ θα διευρύνει την εξαγωγική βάση και τη συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει διατηρήσιμη την υποχώρηση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ παράλληλα θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν σε μέσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ταυτόχρονα με την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα, όχι μόνο για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και για την υποβοήθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Η αντιμετώπιση του υψηλού συσσωρευμένου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί την πλέον σημαντική πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους δανειολήπτες που θα συνεργαστούν, αλλά και θα επιτρέψει στις τράπεζες να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Υπάρχουν σήμερα μεγάλες ευκαιρίες που δεν πρέπει να τις αφήσουμε να περάσουν αναξιοποίητες. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα αναφέρω, κλείνοντας, μία τέτοια μεγάλη ευκαιρία: Η Κίνα, επιθυμώντας να προσαρμόσει το αναπτυξιακό της υπόδειγμα, επιθυμεί να επενδύσει στο εξωτερικό. Μία από τις χώρες στις οποίες επιθυμεί να επενδύσει, είναι η Ελλάδα. Και δεν εννοώ επενδύσεις μόνο σε υποδομές και σε δίκτυα, αλλά και στην υπόλοιπη οικονομία, όπως στη βιομηχανία και στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Για να εκμεταλλευτούμε αυτές τις ευκαιρίες, πρέπει κυρίως να προσαρμόσουμε κατάλληλα την αναπτυξιακή μας στρατηγική και να υιοθετήσουμε ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, με στόχο να γίνει η Ελλάδα αναπτυξιακός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή. Κυρίως όμως πρέπει να θέλουμε να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις και πρέπει να θέλουμε να μην χάσουμε, για μια ακόμη φορά, τις ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται».
Ολη η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα έχει ως εξής:
Πρόσφατες εξελίξεις και τρέχουσα συγκυρία
Τα τελευταία χρόνια, παρά τις όποιες οπισθοδρομήσεις και την ενίοτε πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα, έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την αντιμετώπιση ορισμένων χρόνιων προβλημάτων και παθογενειών της ελληνικής οικονομίας. Ειδικότερα, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας από το 2010 και έπειτα, κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες, παρά τις επιμέρους καθυστερήσεις και αστοχίες. Συγκεκριμένα:
Περιορίστηκε το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και έχει καλυφθεί ήδη σχεδόν το 80% της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής (τελικός στόχος για 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα το 2018, έναντι ελλείμματος 10,1% του ΑΕΠ το 2009).
Αντιμετωπίστηκαν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η απώλεια ανταγωνιστικότητας (σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας), καθώς και οι δυσκαμψίες και τα εμπόδια στην αγορά εργασίας.
Παρατηρήθηκε μια σχετική αναδιάρθρωση των κλάδων παραγωγής υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Όμως, παρά τη μεγάλη προσπάθεια που καταβλήθηκε για την αποφυγή της χρεοκοπίας και τη διόρθωση των ανισορροπιών, η Ελλάδα παραμένει ακόμα σε πρόγραμμα προσαρμογής, σε αντίθεση με την Κύπρο, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, οι οποίες, αν και υπήχθησαν σε προγράμματα μετά από την Ελλάδα, επέτυχαν ήδη να εξέλθουν.
Αυτή η καθυστέρηση οφείλεται, μεταξύ άλλων, στον αρνητικό ρόλο που διαδραμάτισαν: Η έλλειψη οικειοποίησης και προσήλωσης, από μερίδα του πολιτικού κόσμου, στη διόρθωση των λαθών του παρελθόντος και στην εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, η αντιμνημονιακή ρητορική, ο κομματικός ανταγωνισμός και η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, καθώς και τα ποικίλα, μεγάλα και μικρά, συμφέροντα που επεδίωκαν τη διατήρηση των κεκτημένων τους και τη μη υιοθέτηση και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Παράλληλα, όμως, η μη τήρηση των δεσμεύσεων των Ευρωπαίων εταίρων όσον αφορά την υλοποίηση των αποφάσεων του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012 για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά και το γεγονός ότι σε κάθε καθυστέρηση στη διαπραγμάτευση, ακόμη και για τεχνικά ζητήματα, επισείονταν ως απειλή από ορισμένους από τους εταίρους ο κίνδυνος της χρεοκοπίας και εξόδου από το ευρώ, με ανάλογα αποτελέσματα στις αγορές, επέτειναν την αβεβαιότητα και επηρέασαν αρνητικά το οικονομικό κλίμα στη χώρα.
Οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση ιδιωτικοποιήσεων και στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, ειδικά στη λειτουργία του δημόσιου τομέα και στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, οδήγησαν σε αντίστοιχες καθυστερήσεις στην εμφάνιση των θετικών επιδράσεων στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Έτσι, μόλις το 2014 άρχισαν να καταγράφονται οι επιδράσεις αυτές μετά από έξι χρόνια ύφεσης: άνοδος του ΑΕΠ το 2014 κατά 0,7% και θετικοί ρυθμοί μεταβολής τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 σε ετήσια βάση.
Το ΑΕΠ υποχώρησε, όμως, σε ετήσια βάση κατά 1,7% το γ’ τρίμηνο του 2015 και κατά 0,8% το δ’ τρίμηνο του 2015, οδηγώντας την ελληνική οικονομία σε μικρή ύφεση της τάξης του 0,2% για το σύνολο του 2015. Προσδιοριστικοί παράγοντες της υποτροπής ήταν: Η πολιτική αστάθεια από το τέλος του 2014, οι ατελέσφορες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και η αναζωπύρωση της αβεβαιότητας το πρώτο εξάμηνο του 2015 που οδήγησαν σε μεγάλη εκροή καταθέσεων, η τραπεζική αργία και η επιβολή περιορισμών στις τραπεζικές συναλλαγές και στην κίνηση κεφαλαίων (οι οποίες κατάφεραν μεν να ανασχέσουν την εκροή καταθέσεων, αλλά επέδρασαν αρνητικά στη χρηματοδότηση της οικονομίας), καθώς και τα νέα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που ελήφθησαν στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, τα οποία κρίθηκαν αναγκαία προκειμένου να επιτευχθούν οι αναθεωρημένοι δημοσιονομικοί στόχοι.
Οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας και του εγχώριου τραπεζικού συστήματος δοκιμάστηκαν. Η οικονομία, όμως, προέβαλε ισχυρές αντιστάσεις, με αποτέλεσμα οι αρνητικές επιπτώσεις να είναι σημαντικά ηπιότερες σε σχέση με ό,τι αρχικά αναμενόταν το καλοκαίρι του 2015 (υποχώρηση του ΑΕΠ το 2015 κατά 2,3% σύμφωνα με το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2016).
Σε αυτό συνέβαλαν η βαθμιαία αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης μετά τη Συμφωνία της 12ης Ιουλίου, οπότε και ανακόπηκε η δυσμενής και αβέβαιη πορεία της οικονομίας, οι ηπιότερες του αναμενομένου επιπτώσεις στην οικονομία από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων εξαιτίας της ταχείας χαλάρωσης των περιορισμών, η σημαντική άνοδος της τουριστικής κίνησης και η μεγάλη μείωση της τιμής του πετρελαίου, καθώς και η επιτυχής ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών με αυξημένη ιδιωτική συμμετοχή.
Παρά τη μικρότερη, σχετικά με τις αρχικές προβλέψεις, συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, η μέχρι τώρα πορεία αρκετών μακροοικονομικών δεικτών παρουσιάζει μεικτή εικόνα. Ειδικότερα:
Η βιομηχανική παραγωγή κινήθηκε ικανοποιητικά από τον Αύγουστο του 2015 και έπειτα με αποτέλεσμα να παρουσιάσει άνοδο της τάξης του 0,7% το 2015 έναντι πτώσης της τάξης του 1,9% το 2014. Η τάση αυτή αντιστράφηκε πρόσφατα, καθώς η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 2,4% σε ετήσια βάση το Φεβρουάριο και κατά 4% το Μάρτιο του 2016.
Ο δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων υποχώρησε το 2015 κατά 1,5%. Τον Ιανουάριο του 2016 μειώθηκε κατά 1,7%, ενώ το Φεβρουάριο σημείωσε σημαντική πτώση κατά 6,6%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πληροφοριακού Συστήματος ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα το 2015 ήταν θετικό, 99.700 νέες θέσεις εργασίας, για τρίτο συνεχές έτος, οριακά αυξημένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η εξέλιξη αυτή είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ για το 2015, που υποδηλώνουν αύξηση της εξαρτημένης εργασίας κατά 3,7% και αντίστοιχη υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας στο 24,9% το 2015 από 26,5% το 2014. Η θετική εικόνα στην αγορά εργασίας συνεχίστηκε και κατά το πρώτο τετράμηνο του 2016, όπου σύμφωνα με το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, το ισοζύγιο ροών αυξήθηκε κατά 124.465 άτομα, δηλαδή υψηλότερο κατά 16.078 θέσεις εργασίας σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2015.
Οι εξαγωγές αγαθών και οι τουριστικές εισπράξεις αυξήθηκαν, σε πραγματικούς όρους, αντίστοιχα, κατά 4,4% και 6,6% το 2015. Ωστόσο, οι εισπράξεις από τις ναυτιλιακές υπηρεσίες υποχώρησαν σε πραγματικούς όρους κατά 28,5% το 2015, γεγονός που αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, οι συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών υποχώρησαν σε πραγματικούς όρους κατά 3,3% το 2015 έναντι αύξησής τους κατά 7,8% το 2014.
Παράλληλα, η ανθεκτικότητα που επέδειξε η ελληνική οικονομία καθώς και η εντονότερη δημοσιονομική προσπάθεια μέσω του περιορισμού των δαπανών και της αύξησης των εσόδων (και λόγω εφάπαξ – one-off – μέτρων) στο δεύτερο μισό του 2015 συνέβαλαν σε καλύτερα των αναμενόμενων δημοσιονομικά μεγέθη όπως προέκυψε από τις σχετικές ανακοινώσεις της Eurostat. Ειδικότερα, επετεύχθη πρωτογενές πλεόνασμα σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης (σε όρους προγράμματος οικονομικής προσαρμογής) ύψους 0,7% του ΑΕΠ το 2015 έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα ύψους 0,25% του ΑΕΠ.
Η βαθμιαία αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης και η υποχώρηση της αβεβαιότητας αντικατοπτρίζονται στην εξέλιξη αρκετών πρόδρομων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίοι βελτιώθηκαν σημαντικά από το Σεπτέμβριο του 2015 έως τον Ιανουάριο του 2016. Η θετική τάση των πρόδρομων δεικτών συνεχίστηκε και το πρώτο τετράμηνο του 2016, παρά την κάμψη που παρατηρήθηκε το Φεβρουάριο. Για παράδειγμα:
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος ακολουθεί ανοδική τάση από το Σεπτέμβριο του 2015 και έπειτα, λόγω της βελτίωσης των περισσότερων επιμέρους επιχειρηματικών δεικτών. Ωστόσο, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης συνεχίζει να υποχωρεί, αντανακλώντας την αβεβαιότητα των νοικοκυριών για τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση.
Ο βιομηχανικός δείκτης PMI παρέμεινε σε ανοδική τροχιά από τον Αύγουστο του 2015, έως το Δεκέμβριο του 2015, όταν ξεπέρασε το όριο του 50 (50,2) υποδηλώνοντας οριακή άνοδο της μεταποίησης για πρώτη φορά από τον Αύγουστο του 2014. Το Φεβρουάριο του 2016 υποχώρησε κάτω από το όριο του 50, αλλά βελτιώθηκε για δυο συνεχόμενους μήνες, το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2016. Εν τω μεταξύ, ο δείκτης απασχόλησης παρέμεινε σε θετικό έδαφος υποδηλώνοντας βελτίωση των προοπτικών απασχόλησης στη μεταποίηση.
Ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του Ιουλίου του 2015, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων ακολούθησαν πτωτική τάση το τέταρτο τρίμηνο του 2015. Οι καθυστερήσεις όμως στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος και οι αναταράξεις στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου ανέστρεψαν αυτή την πτωτική τάση το πρώτο τετράμηνο του 2016.
Εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα – ρευστότητα
Η επιβάρυνση του οικονομικού κλίματος και η αυξημένη αβεβαιότητα το πρώτο εξάμηνο του 2015 οδήγησαν σε εκτεταμένες εκροές καταθέσεων αλλά και σε μεγάλη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν αναγκαία την εκ νέου ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Η ανακεφαλαιοποίηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία το Δεκέμβριο του 2015 με αυξημένη συμμετοχή ξένων επενδυτών. Τα επιπρόσθετα κεφάλαια για τις δύο τράπεζες που δεν κάλυψαν τις κεφαλαιακές ανάγκες του δυσμενούς σεναρίου από ιδιωτικές πηγές (περίπου 5,4 δισεκ. ευρώ) προήλθαν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Δηλαδή, οι δημόσιοι πόροι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τελικά πολύ χαμηλότεροι από το ποσό των 25 δισεκ. ευρώ που είχε προβλεφθεί αρχικά από το Eurogroup τον Αύγουστο του 2015.
Επιπλέον, μειώθηκε η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από το Μηχανισμό Έκτακτης Ενίσχυσης σε Ρευστότητα (ELA), με αποτέλεσμα το ανώτατο όριό του από το τέλος Ιουλίου 2015 έως σήμερα να μειωθεί κατά ποσό μεγαλύτερο των 21 δισεκ. ευρώ και να διαμορφωθεί σε 69,1 δισεκ. ευρώ. Η μείωση του ανώτατου ορίου του ELA αντανακλά τη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο της υποχώρησης της αβεβαιότητας και της σταθεροποίησης των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, τη σταδιακή αποκατάσταση της χρηματοδότησής τους από τη διατραπεζική αγορά με τη χρήση ενεχύρων που δεν είναι αποδεκτά στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος, καθώς και την επιτυχή ανακεφαλαιοποίησή τους.
Ωστόσο, το 2015 υπήρξε αύξηση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανήλθαν σε 44,2% επί του συνόλου των ανοιγμάτων στο τέλος του 2015 από 39,9% στο τέλος του 2014. Η ισχυροποίηση των τραπεζικού συστήματος και η απελευθέρωση πόρων για τη χρηματοδότηση της οικονομίας προϋποθέτει την αντιμετώπιση του μεγαλύτερου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσα στα επόμενα δύο με τρία χρόνια.
Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί μία από τις κύριες προϋποθέσεις αφενός μεν για την ανάκαμψη των μεγεθών πιστωτικής επέκτασης αφετέρου δε για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και τομέων της πραγματικής οικονομίας. Εκτιμάται ότι οι πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί για τους επόμενους μήνες αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές τομές στη δομή του ελληνικού τραπεζικού τομέα και στην αναδιάταξη των εγχώριων τραπεζών. Ειδικότερα είναι αναγκαίο να ολοκληρωθούν σύντομα οι προσπάθειες:
Διαμόρφωσης δευτερογενούς αγοράς δανείων (εξυπηρετούμενων ή μη), ώστε να διευρυνθεί ο αριθμός των συμμετεχόντων και να εμπλουτισθεί η τεχνογνωσία ως προς τη διαχείριση επισφαλών δανείων.
Αναμόρφωσης του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους, ώστε να υπάρξουν δυνατότητες ταχείας, αποτελεσματικής και διαφανούς ρύθμισης χρεών προς ιδιώτες και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου.
Βελτίωσης των υποδομών και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας του δικαστικού πλαισίου και, τέλος,
Επίλυσης χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων τόσο για τους δανειζόμενους όσο και για τους δανειστές.
Η Τράπεζα της Ελλάδος θα ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της, ιδιαίτερα όσον αφορά την τροποποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας και την εφαρμογή πλαισίου στοχοθέτησης και παρακολούθησης της στρατηγικής διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων από το σύνολο των ελληνικών τραπεζών.
Παράλληλα όμως, απαιτείται μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών μέσω μεγαλύτερης έμφασης σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, καθώς και έμφαση στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Οι παραπάνω δράσεις σε συνδυασμό με την ανάσχεση της ύφεσης και τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας θα έχουν ως αποτέλεσμα αρχικά τη σταθεροποίηση του λόγου προβληματικών δανείων προς το σύνολο των δανείων και στη συνέχεια την αποκλιμάκωσή του.
Οι προοπτικές για το 2016
Η πορεία της οικονομικής δραστηριότητας το 2016 συνδέεται άρρηκτα με την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται σε αυτό.
Έως τώρα έχει καταγραφεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Συγκεκριμένα, έχει ήδη συμφωνηθεί πακέτο μέτρων ύψους 3% του ΑΕΠ έως το 2018, το οποίο θα συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Τα 2/3 των προβλεπόμενων ρυθμίσεων έχουν ήδη νομοθετηθεί, όπως η αναγκαία μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και η αναμόρφωση της φορολογίας εισοδήματος. Τα υπολειπόμενα μέτρα, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μεταβολές στους έμμεσους φόρους και την αναμόρφωση του μισθολογίου στο δημόσιο τομέα, αναμένεται να νομοθετηθούν στο αμέσως προσεχές διάστημα.
Ήδη, το Eurogroup της 9ης Μαΐου κατέγραψε τη μέχρι τώρα πρόοδο της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος, και στο Eurogroup της 24ηςΜαΐου αναμένονται οι τελικές αποφάσεις για την αξιολόγηση, την εκταμίευση των δόσεων και τη μέθοδο ελάφρυνσης του χρέους.
Συνεπώς, το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης έχει ήδη καλυφθεί – γεγονός που είναι αποδεκτό και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η θεσμοθέτηση ενός αξιόπιστου αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης, ο οποίος θα στηρίζεται σε προκαθορισμένες επιλογές για την κάλυψη των αποκλίσεων, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των εταίρων και θα διασφαλίσει την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Αυτό αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στην αξιολόγηση των προοπτικών της χώρας από τις διεθνείς αγορές και να οδηγήσει σε έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την κρίση.
Ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι, τουλάχιστον το α’ εξάμηνο του 2016, θα παραμείνει σε αρνητικό έδαφος λόγω κυρίως της μεταφερόμενης αρνητικής επίδρασης (carry-over) από το 2015. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ (flash estimates), που ανακοινώθηκαν σήμερα, το ΑΕΠ υποχώρησε κατά 1,3% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2016.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας το β’ εξάμηνο του 2016 είναι η περαιτέρω αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης, η βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος και η περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Ωστόσο, η επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και το εμπόριο.
Ειδικότερα, το 2016 προβλέπεται υποχώρηση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών υπό το βάρος των δημοσιονομικών μέτρων. Τα πρόσφατα στοιχεία για τον όγκο των λιανικών πωλήσεων είναι ανησυχητικά καθώς, όπως προαναφέρθηκε, δείχνουν μείωση του όγκου λιανικών πωλήσεων κατά 6,6% σε ετήσια βάση το Φεβρουάριο. Από την άλλη πλευρά, η ενδυνάμωση της επενδυτικής και εξαγωγικής προσπάθειας αναμένεται να πραγματοποιηθεί σταδιακά και πάντως σε άμεση συνάρτηση με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της χρηματοδότησης της οικονομίας.
Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης είναι αποφασιστικής σημασίας για τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας το β’ εξάμηνο του 2016
Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος είναι βέβαιο ότι θα επιδράσει θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας το 2016. Είναι το κλειδί για την επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις: Πρώτον, για την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις (“waiver”), γεγονός που θα επιτρέψει την πιο φθηνή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Δεύτερον, για να καταστεί δυνατή η συμμετοχή και των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις και η συνεπαγόμενη πιο φθηνή αναχρηματοδότηση των τραπεζών, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στους πυλώνες ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιμάται ότι θα έχουν σημαντική θετική επίπτωση στα αποτελέσματα των τραπεζών, δυνητικού ύψους για το επόμενο έτος περί τα 400 με 500 εκατομμύρια ευρώ. Οι έμμεσες επιπτώσεις όμως, όπως για παράδειγμα η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερες.
Επίσης, θα μπορούσε να οδηγήσει στην υλοποίηση της δέσμευσης του Ευρωσυστήματος για τη διάθεση των κερδών από τη διακράτηση τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου (οι οποίοι δεν συμμετείχαν στο PSI). Δέσμευση που έχει αρθεί μετά τη μη ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης του προηγούμενου προγράμματος. Τα λεγόμενα και έσοδα ANFA-SMP που είναι διαθέσιμα προς αποδέσμευση προσεγγίζουν τα 10 δισεκ. ευρώ έως το 2020 και θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και τον περιορισμό του δημόσιου χρέους.
Όλα τα παραπάνω, σε συνέχεια της επιτυχούς ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα συμβάλουν στην περαιτέρω υποχώρηση του κόστους δανεισμού και θα αυξήσουν την πιστοδοτική ικανότητα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, με ευνοϊκές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση και κατ’ επέκταση στο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης θα πρέπει να συνοδευτεί και από την έναρξη ουσιαστικών συζητήσεων με τους εταίρους για την ανάληψη δράσεων για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους. Οι δράσεις αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την επιμήκυνση των λήξεων των ομολόγων καθώς και της περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων, ώστε οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου να διατηρούνται σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Για παράδειγμα, από το 2022 και έπειτα αρχίζει η αποπληρωμή των αναβαλλόμενων τόκων προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ταμειακή δαπάνη για τόκους από περίπου 2% του ΑΕΠ την περίοδο 2015-2021 να εκτιμάται ότι θα εκτιναχθεί σε 6% του ΑΕΠ λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναχρηματοδότηση του χρέους θα πρέπει να γίνεται με επιτόκια αγοράς μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018.
Στην Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούμε σκόπιμο η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους να συνοδευτεί και από ελάφρυνση του τελικού δημοσιονομικού στόχου. Πιο συγκεκριμένα, να συνοδευτεί από τη μείωση του τελικού πρωτογενούς πλεονάσματος της Γενικής Κυβέρνησης από 3,5% του ΑΕΠ το 2018 σε 2% του ΑΕΠ, ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Άλλωστε, η εμπειρία δείχνει ότι μόνο μια χώρα, η Ιρλανδία, μπόρεσε να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται στην περίπτωση της Ελλάδας από το 2018 και μετά.
Σύμφωνα με τα σενάρια που επεξεργαζόμαστε, το πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε συνδυασμό με την εξομάλυνση των μελλοντικών πληρωμών τόκων για τα δάνεια από τον EFSF, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), καθώς και για τα διμερή δάνεια του πρώτου προγράμματος (Greek Loan Facility – GLF) για μια περίοδο 20 ετών, και την επέκταση της περιόδου αποπληρωμής των δανείων του EFSF και των διμερών δανείων του πρώτου προγράμματος για περίπου 22 χρόνια:
Θα περιορίσει σημαντικά τις δαπάνες για τόκους (περίπου κατά 2,8% του ΑΕΠ),
Θα καταστήσει τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου διαχειρίσιμες καθώς θα τις περιορίσει σημαντικά κάτω του 15% του ΑΕΠ, το οποίο είναι το όριο που υιοθετεί το ΔΝΤ για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και
Θα μειώσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από το 100% το 2030 και στο 89% το 2035 (έναντι 126% χωρίς ελάφρυνση χρέους).
Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι οι δράσεις αυτές για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, μαζί με (α) πιο ουσιαστική και στοχευμένη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, (β) τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια με έμφαση στο άνοιγμα εκείνων των αγορών αγαθών και υπηρεσιών που δεν έχουν απελευθερωθεί πλήρως ακόμα, και (γ) μια πιο επιθετική, εκ μέρους των τραπεζών αλλά και του Ελληνικού Δημοσίου, αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα μπορούσαν να έχουν ως άμεση συνέπεια τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παράλληλα με τη δυνατότητα σημαντικής χαλάρωσης του τελικού δημοσιονομικού στόχου. Αυτό επιτυγχάνεται, αφενός διότι οι δράσεις αυτές θα περιορίσουν το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους απελευθερώνοντας πόρους για τόνωση της πραγματικής οικονομίας, αφετέρου διότι οι αποκρατικοποιήσεις θα μειώσουν το επίπεδο του χρέους, ενώ οι ταχύτερες μεταρρυθμίσεις και η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιταχύνουν το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Παράλληλα, η υλοποίηση των πρωτοβουλιών αποκατάστασης της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους μέσα στη διάρκεια του τρέχοντος έτους θα μειώσει το ασφάλιστρο κινδύνου της ελληνικής οικονομίας και θα περιορίσει το κόστος κεφαλαίου, ενισχύοντας την αξιοπιστία και την αποδοχή των ακολουθούμενων πολιτικών, γεγονός που θα βελτιώσει το κλίμα εμπιστοσύνης με πολλαπλές θετικές επιδράσεις: Νέες εγχώριες και ξένες επενδύσεις, επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και ενδυνάμωση της ανάκαμψης της οικονομίας.
Οι βασικές προϋποθέσεις για ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο
Πέρα από την αναγκαιότητα μείωσης του τελικού δημοσιονομικού στόχου για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, και αναδιάρθρωσης του υψηλού δημόσιου χρέους με στόχο την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του, αυτό που απαιτείται σήμερα, είναι η έγκαιρη υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων του νέου προγράμματος, οι οποίες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την επιστροφή στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και σε ένα νέο, εξωστρεφές και βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο.
Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, ενώ παράλληλα αναμένεται να διευκολύνει την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Κάτι τέτοιο θα βελτιώσει την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, ενώ θα διευρύνει την εξαγωγική βάση και τη συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει διατηρήσιμη την υποχώρηση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ παράλληλα θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν σε μέσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ταυτόχρονα με την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα, όχι μόνο για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και για την υποβοήθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Η αντιμετώπιση του υψηλού συσσωρευμένου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί την πλέον σημαντική πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους δανειολήπτες που θα συνεργαστούν, αλλά και θα επιτρέψει στις τράπεζες να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Παράλληλα όμως με την προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, κρίνεται απαραίτητο να ενισχυθούν οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και τα προγράμματα κατάρτισης, ώστε να αντιμετωπιστεί η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, η οποία οδηγεί σε περιθωριοποίηση τμημάτων του πληθυσμού και σε απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου. Επίσης, απαιτείται επανασχεδιασμός και καλύτερη στόχευση των κοινωνικών πολιτικών προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο αυξημένος κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού των κοινωνικών ομάδων που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση.
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, η αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, που βασίζεται στους διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους και σε αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ, έχει ήδη ξεκινήσει.
Συγκεκριμένα, οι σχετικές τιμές των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών έχουν αυξηθεί κατά περίπου 7% την περίοδο 2010-2014, καθιστώντας πιο προσοδοφόρα την παραγωγή τους. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των εμπορεύσιμων κλάδων στην ιδιωτική οικονομία έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το σχετικό μέγεθος των εμπορεύσιμων κλάδων έχει αυξηθεί κατά περίπου 18% την περίοδο 2010-2014, ενώ σε όρους απασχόλησης η αντίστοιχη αύξηση είναι της τάξης του 8%. Οι διαρθρωτικές αλλαγές και η βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας αναμένεται να επιταχύνουν την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων.
Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα από το 2010 και έπειτα οδήγησαν το 2015 σε πλήρη ανάκτηση της απώλειας ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας της περιόδου 2000-2009 σε σχέση με τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους. Ως αποτέλεσμα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών υποχώρησε σημαντικά από το 2008, όταν έλαβε την υψηλότερη τιμή του και, σχεδόν μηδενίστηκε το 2015 (-0,1% του ΑΕΠ).
Παρά όμως την ανάκτηση της απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, οι εξαγωγές δεν επέδειξαν την αναμενόμενη δυναμική ανόδου. Αυτό εξηγείται εν μέρει από την έλλειψη χρηματοδότησης και το συγκριτικά υψηλότερο κόστος μακροχρόνιου δανεισμού, καθώς και από την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης που μετριάζει ή ακόμη και ανακόπτει την πορεία ανάκτησης της συνολικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Επιπρόσθετα όμως οφείλεται και σε μια σειρά εγγενών διαρθρωτικών αδυναμιών που περιορίζουν την ευκολία διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων στις διεθνές αγορές και σχετίζονται με την ποιότητα του προϊόντος, την κατοχύρωση ονομασίας προέλευσης, γραφειοκρατικές δυσχέρειες κ.ά.
Ωστόσο, εξαιτίας της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας κόστους που έλαβε χώρα τα προηγούμενα χρόνια υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανόδου των εξαγωγών στο εγγύς μέλλον. Όμως, οι εξαγωγικές προοπτικές θα απαιτήσουν νέες επενδύσεις προκειμένου να ενισχυθεί η εξαγωγική βάση των εξωστρεφών επιχειρήσεων. Το περαιτέρω άνοιγμα του διεθνούς εμπορίου, η συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και η αύξηση των εμπορικών δεσμών με χώρες και επιχειρήσεις που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα θα έχει ως συνέπεια την απορρόφηση νέων τεχνολογιών από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τη διάχυσή τους στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές της προοπτικές.
Συμπεράσματα
Η ελληνική οικονομία έχει την δυνατότητα και την προοπτική να επανέλθει σε ανοδική τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο και εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Σε αυτό θα συμβάλει αποφασιστικά η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος μετά τις ουσιαστικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί στο Eurogroup της 24ης Μαΐου.
Το Eurogroup θα πρέπει με τη σειρά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών και στη δική του δέσμευση, η οποία χρονολογείται από το Νοέμβριο του 2012, και έχει επαναληφθεί δύο φορές από τότε, για την υλοποίηση των δράσεων που θα καταστήσουν το δημόσιο χρέος βιώσιμο και τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα διαχειρίσιμες. Ήδη αυτό άρχισε να προεξοφλείται στις αγορές μέσω τις υποχώρησης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Στην Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούμε ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμούς και υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξής θα υποβοηθηθεί από τη μείωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Στη φάση που βρισκόμαστε το ζητούμενο πλέον είναι η εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων, που περιλαμβάνονται στο νέο πρόγραμμα με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης. Όπως προαναφέρθηκε, θα πρέπει να διδαχθούμε και από την εμπειρία των υπολοίπων τριών κρατών-μελών που ακολούθησαν και αυτά προγράμματα προσαρμογής. Αυτά τα κράτη-μέλη, παρά το γεγονός ότι υπήχθησαν σε προγράμματα προσαρμογής μετά από εμάς, κατόρθωσαν να εξέλθουν πριν από μας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η οικονομία τους αναπτύσσεται εντυπωσιακά. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις πρόσφατες εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ιρλανδία αναπτύχθηκε με 7,8% το 2015 και προβλέπεται να αναπτυχθεί με 4,9% το 2016, ενώ η Πορτογαλία και η Κύπρος αναπτύχθηκαν με ήπιους αλλά θετικούς ρυθμούς (1,5% και 1,6% αντίστοιχα) το 2015 και αναμένεται να συνεχίσουν σε θετικό έδαφος και το 2016 (1,5% και 1,7% αντίστοιχα).
Οι ελληνικές αρχές μετά τη νομοθέτηση των απαιτούμενων δημοσιονομικών παρεμβάσεων και την αναμενόμενη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης στο Eurogroup της 24ης Μαΐου, θα πρέπει αμέσως να στρέψουν την προσοχή τους στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στην ανάληψη δράσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών και στην αναθέρμανση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Αυτές οι δράσεις θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην αξιολόγηση των προοπτικών της χώρας από τις διεθνείς αγορές και θα οδηγήσουν σε έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την κρίση.
Υπάρχουν σήμερα μεγάλες ευκαιρίες που δεν πρέπει να τις αφήσουμε να περάσουν αναξιοποίητες. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα αναφέρω, κλείνοντας, μία τέτοια μεγάλη ευκαιρία: Η Κίνα, επιθυμώντας να προσαρμόσει το αναπτυξιακό της υπόδειγμα, επιθυμεί να επενδύσει στο εξωτερικό. Μία από τις χώρες στις οποίες επιθυμεί να επενδύσει, είναι η Ελλάδα. Και δεν εννοώ επενδύσεις μόνο σε υποδομές και σε δίκτυα, αλλά και στην υπόλοιπη οικονομία, όπως στη βιομηχανία και στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Για να εκμεταλλευτούμε αυτές τις ευκαιρίες, πρέπει κυρίως να προσαρμόσουμε κατάλληλα την αναπτυξιακή μας στρατηγική και να υιοθετήσουμε ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, με στόχο να γίνει η Ελλάδα αναπτυξιακός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή. Κυρίως όμως πρέπει να θέλουμε να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις και πρέπει να θέλουμε να μην χάσουμε, για μια ακόμη φορά, τις ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται.
Facebook Comments