Συμβαίνει παντού στον κόσμο, όπου υπάρχει δυτικού τύπου δημοκρατία. Έχοντας αποτύχει να εξασφαλίσει στις κοινωνίες ασφάλεια και ευημερία, αυτό που ο Χάμπερμας ονομάζει «το σύστημα» χάνει διαρκώς σε αξιοπιστία. Οι παραδοσιακοί πολιτικοί φορείς και τα μεγάλα δίκτυα απολλύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, με αποτέλεσμα την άνοδο τυχοδιωκτών κάθε προέλευσης, κοινό των οποίων είναι ο ακραίος λόγος, η συστηματική χρήση του ψέματος και οι «ετσιθελικές» πρακτικές. Στην Δύση της οικονομικής επιβράδυνσης, που εξαντλεί τα μεταπολεμικά αποικιακά και δημογραφικά της αποθέματα και αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες από την φλεγόμενη Ανατολή, αναδύεται ένα νέο, επικίνδυνο πολιτικό μοντέλο.

Αντιδραστικά και εθνικιστικά κόμματα ενισχύονται από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ολλανδική ακροδεξιά πρωτοπορεί, μαζί με τη Γαλλική. Οι Σκώτοι και οι Καταλανοί ζητούν ανεξαρτησία – στην πρώτη περίπτωση διενεργείται και περιπετειώδες δημοψήφισμα. Ουγγαρία και Πολωνία κυβερνώνται από υπερσυντηρητικούς, που δίνουν ειδικό βάρος στον πόλεμο με τα ΜΜΕ. Οι «Πραγματικοί Φινλανδοί» υπαγορεύουν ατζέντα, στην Ουκρανία συγκυβερνούν νεοναζί, ενώ στην Αυστρία για τρεις χιλιάδες ψήφους δεν εκλέγεται ακροδεξιός Πρόεδρος. Το UKIP εναγκαλίζεται τον Πέπε Γκρίλο, to AFD είναι τρίτη δύναμη στη Γερμανία και το παράρτημα Κύπρου της ΧΑ βρίκεται πλέον στη βουλή.

Είναι ο κοινός παρονομαστής του BREXIT, της Λε Πεν, του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και του Σάντερς. Έτσι, εν μέρει, ανέβηκαν οι κοι Τσίπρας και Καμμένος στην εξουσία. Το κατεστημένο δεν τους θέλει, συνεπώς γίνονται ελκυστικοί. Οι οπαδοί τους οργανώνονται ηλεκτρονικά, «ενημερώνονται» από ανώνυμα σάιτ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταγγέλουν τα συστημικά ΜΜΕ. Πρόκειται για μία φωνή «αγανακτισμένων»: Το επιχείρημα συχνά λείπει, το συναίσθημα περισσεύει, η γλώσσα γίνεται ακραία. Η δημοκρατία εγκλωβίζεται στο μοντέλο επικοινωνίας που η ίδια παρήγαγε. Καθώς η τεχνολογία δεν ευνοεί τον διάλογο, παρά κυρίως τη συνθηματολογία, και με την ενημέρωση κατ’εξοχήν ρηχή μέσα στο εμπορικό πλαίσιο των ΜΜΕ, το αποτέλεσμα μετριέται τελικά στην κάλπη.

Κατόπιν, όμως, καραδοκεί ο απολυταρχισμός. Οι δυνάμεις που παραμέρισαν το παραδοσιακό, φθαρμένο κέντρο μπαίνουν συχνά στον πειρασμό να λειτουργήσουν αυταρχικότερα από τις προκατόχους τους επικαλούμενες κάποιο «ηθικό πλεονέκτημα». Στο όνομα μιας γενικής «κάθαρσης» αναστέλλονται κεκτημένα. Φτάνουμε στο σημείο, όπου, πχ, στην επιχείρηση εκκένωσης της Ειδομένης απαγορεύεται η πρόσβαση σε κάθε ενημερωτικό μέσο πλην του εξουσιοδοτημένου πομπού της επίσημης προπαγάνδας – κι αυτό θεωρείται από ορισμένους ανεκτό, διότι μαζί με τα ξερά καίγονται και χλωρά.

Οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αναρριχήθηκαν στην εξουσία καβαλώντας το κύμα της αντισυστημικής οργής. Τώρα, αφού εκχώρησε ό,τι μπορεί να δοθεί και τίναξε με την διαπραγματευτική της μασκαράτα τον ελληνικό λογαριασμό στον αέρα, η κυβέρνηση φαίνεται διατεθειμένη να μην εξαερώσει την γεωπολιτική ταυτότητα της χώρας. Για όσο, όμως, διοικεί, δεν επιτρέπεται η μετουσίωση του προεκλογικού λαϊκισμού σε κυβερνητικές πρακτικές. Στις ευνομούμενες πολιτείες τα γεγονότα δεν καλύπτονται με απευθείας ανάθεση. Δεν νοείται ευρωπαϊκή Ελλάδα γαρνιρισμένη με στοιχεία Πούτιν, Ερντογάν, Μαδούρο και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

ΥΓ – Είδε κανείς την ΕΣΗΕΑ;
ΥΓ2 – Ως επιπλέον πηγή πληροφορίας περί του τί συνέβη στην Ειδομένη, εδώ η επιστολή που λάβαμε από τον φίλο αστυνομικό Γιάννη Πεχλιβανάκη

Facebook Comments