Ο υπέρτατος εραστής της ζωής του θανάτου ακούει στο όνομα Δημήτρης Λιαντίνης

Γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1943 σε ένα μικρό χωριό, τη Λιαντίνα που τόσο αγάπησε και πήρε το όνομά της απαρνούμενος το πατρικό του Νικολακάκος. Βρίσκεται στους πρόποδες του Ταϋγέτου, μέσα σε ένα λαγκάδι. Αποφοίτησε από την Φιλοσοφική Αθηνών, σπούδασε τη γερμανική γλώσσα στο Μόναχο, εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση για ελάχιστα χρόνια και από το 1975 έως το 1998 υπήρξε βοηθός, επιμελητής, λέκτορας, επίκουρος καθηγητής και αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας της Aγωγής και της Διδακτικής των ελληνικών μαθημάτων του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ.

 

 

 

 

 

 

 

Ο Λιαντίνης δίδαξε, στοχάστηκε, οραματίστηκε. Ουδέποτε εντάχθηκε και υποτάχθηκε. Ουδέποτε κατατάχθηκε σε κατηγορίες. Ουδέποτε απετέλεσε τον τυπικό στυγνό καθηγητή. Ήταν νεοστοχαστής, φιλόσοφος, δάσκαλος.Ήξερε το φως καλύτερα από τον καθένα και το μοίραζε αδιάκοπα στους μαθητές του. Ένας φως κρυστάλλινο που τρόμαζε με την καθαρότητα, την ακρίβεια και την ειλικρίνειά του. Εκτιμούσε και τιμούσε το αρχαία ελληνικό πνεύμα που σύμφωνα με εκείνον αποτελεί το σπέρμα της φιλοσοφικής διανόησης. Υπήρξε γνήσιος τιμητής όσων πίστευε.

 

Στο ίσως κορυφαίο έργο και κύκνειο άσμα του, τη Γκέμμα, δηλώνει: «Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω». Και γράφει: «Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.» καθιστώντας τον έρωτα ως δημιουργό και το θάνατο ως την έκρηξη φωτός.

 

Μία εκ των συγκλονιστικών διαλέξεων του αποτελεί η παρακάτω με τίτλο: «Πέθανε ο θεός». Ο θεός για τον Λιαντίνη δεν πεθαίνει διότι δεν καταστρέφεται το σύμπαν και δε χάνεται η φύση. Πεθαίνει μόνο η ψυχή του ανθρώπου και ο θεός μέσα στον άνθρωπο. Ο Λιαντίνης όμως δεν ήταν άνθρωπος, ήταν θεός. Και σαν θεός ποτέ δεν πέθανε, δεν καταστράφηκε, δε χάθηκε. Συνεπής έως και την ύστατη κρίση αφανίσθη αυτοθέλητα όρθιος, στιβαρός και περήφανος σαν σήμερα, τη Δευτέρα της 1ης Ιουνίου του 1998, αφήνοντας ένα γράμμα στη μοναχοκόρη του Διοτίμα. Η τελευταία του πράξη επισφραγίζει και απογειώνει τη διδασκαλία του «Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.».

*Η γυναίκα του Δημήτρη Λιαντίνη, καθηγήτρια θεολογίας Νικολίτσα Γεωργοπούλου την οποία παντρεύτηκε το 1973 και απέκτησε μαζί της την κόρη του Διοτίμα, επέλεξε να τον ενταφιάσει στις Κεχριές Κορινθίας όταν ευρέθη η σωρός το καλοκαίρι του 2005 στονΤαΰγετο παρά την επιθυμία του ίδιου να παραμείνει εκεί. Επίσης, μήνυσε το μεγαλύτερο μελετητή του Δημήτρη Αλικάκο, ο οποίος αθωώθηκε, για τα στοιχεία που είχε δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα του Liantinis.org.

 

Η πνευματική διαθήκη στην κόρη του και αποχαιρετιστήριο γράμμα του Δημήτρη Λιαντίνη:

Διοτίμα μου,

Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.

Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.

Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.

Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.

Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπουκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.

Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.

Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.

Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή*, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.

Έζησα έρημος και ισχυρός.

Λιαντίνης

 

Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή

να στεφανωθούν οι μορφές**

Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου

στη Σπάρτη.

 

* Διγενής: γαμπρός του Δ. Λιαντίνη εκείνη την εποχή.

** Οι μορφές στεφανώθηκαν στις 3/6/1998.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Facebook Comments