Η επέτειος της πιο ακριβής πολιτικής αυταπάτης μετά τη Μεταπολίτευση είναι ο ένας χρόνος που συμπληρώνεται σήμερα από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου που έγινε με κλειστές τις τράπεζες και όριο ημερήσιας ανάληψης τα 60 ευρώ και στη συνέχεια με το Μνημόνιο ΙΙΙ με τα μέτρα των 10 δισ. (μαζί με 3,6 δισ. του κόφτη) που έχουν υιοθετηθεί μέχρι τώρα.

Πολύς λόγος και από τα πιο υπεύθυνα χείλη έχει γίνει για το κόστος της οικονομίας από τις επιλογές της κυβέρνησης το πρώτο μισό του 2015. Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει πει δημόσια ότι το κόστος από τη «γενναία» διαπραγμάτευση έφτασε τα 86 δισ. ευρώ. Πριν από λίγες μέρες ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ αύξησε το κόστος στα 100 δισ. ευρώ υπογραμμίζοντας ότι σε κάθε περίπτωση η εκτίμηση δεν βασίζεται σε κάποια επιστημονική μέτρηση.

Οι πρόχειροι αυτοί υπολογισμοί δεν περιλαμβάνουν φυσικά τα κανόνια στην Ηλεκτρονική Αθηνών, την αλυσίδα σούπερ μάρκετ Μαρινόπουλος ούτε την JetOil και τους δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους οι οποίοι το 2017 δεν θα πληρώσουν ούτε φόρο ούτε ασφαλιστικές εισφορές. Δεν περιλαμβάνει ακόμη χιλιάδες μικρότερες επιχειρήσεις οι οποίες έβαλαν λουκέτο αφότου οι τράπεζες κατέβασαν ρολά στις χορηγήσεις τους.

Ο αντίλογος είναι ότι οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονταν στην άκρη του γκρεμού και θα έκλειναν έτσι κι αλλιώς. Αν όμως το κλίμα είχε συνεχίσει να βελτιώνεται, όπως είχε ξεκινήσει από το 2014, οι εργαζόμενοι που έμειναν στο δρόμο θα είχαν μια παραπάνω ελπίδα να βρουν κάποια δουλειά και να συνεχίσουν τη ζωή τους έστω και με πολύ μικρότερο εισόδημα.

Εκτός του λογαριασμού βρίσκεται και η εκτίναξη των κόκκινων δανείων από τα περίπου 85 δισ. που ήταν στο τέλος του 2014 στα 104 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο του 2015 με χιλιάδες επιχειρήσεις και νοικοκυριά να αγωνιούν πλέον για την επόμενη μέρα και τα distress funds να έχουν ήδη εγκατασταθεί στην Ελλάδα.

Δεν μπορούν επίσης να υπολογιστούν οι επενδύσεις που βρίσκονταν καθ’ οδόν και δεν θα έρθουν ποτέ, καθώς και αυτές οι οποίες θα προχωρούσαν το 2015 και τώρα θα περιμένουν να γίνουν μετά το 2018.

Στους λογαριασμούς δεν υπολογίζονται επίσης και η ζημιά καταρχήν για τις τράπεζες και στη συνέχεια για την πραγματική οικονομία, η παράκαμψη της Ελλάδας από το καθεστώς χαμηλών επιτοκίων δανεισμού και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που έχει βάλει σε εφαρμογή η ΕΚΤ από το τέλος του Μαρτίου του 2015 για όλες τις χώρες της ευρωζώνης πλην της Ελλάδας.

Το μέτρημα

Η μετρήσιμη ζημιά αφορά υπολογισμούς σχετικά με το πού βρισκόμαστε τώρα σε σχέση με το πού θα βρισκόμασταν αν είχαμε βγει κανονικά από το δεύτερο Μνημόνιο και βρισκόμασταν ήδη σε μια ανοιχτή πιστωτική γραμμή χωρίς ένα βαρύ Μνημόνιο και με την προοπτική επανόδου του δανεισμού από τις αγορές.
Θα επικεντρωθούμε σε τέσσερα βασικά μεγέθη στη δημόσια και την ιδιωτική οικονομία που επιδεινώθηκαν δραματικά λόγω της τεράστιας αβεβαιότητας του ενδεχόμενου Grexit.

Συγκεκριμένα:

1. Ρυθμός ανάπτυξης. Το φθινόπωρο του 2014, Κομισιόν και ΔΝΤ προέβλεπαν ρυθμούς ανάπτυξης 2,9% του ΑΕΠ για το 2015 και 3,7% του ΑΕΠ για το 2016. Τελικά το 2015 είχαμε συρρίκνωση της οικονομίας κατά -0,2% και για το 2016 αναμένεται μικρή υποχώρηση (-0,3%). Συνεπώς για τη διετία 2015-2016 χάσαμε 4,1% του ΑΕΠ σε ανάπτυξη, δηλαδή 7,4 δισ. ευρώ. Με την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας οι κυβερνητικοί κύκλοι έσπευσαν να πανηγυρίσουν ότι γλιτώσαμε μέτρα 20 δισ. ευρώ κάνοντας σύγκριση των στόχων που είχαν τεθεί για πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% του ΑΕΠ για τη διετία 2016-2017 οι οποίοι συνοδεύονταν από υψηλή ανάπτυξη με τους σημερινούς όντως χαμηλότερους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα 0,5% του ΑΕΠ για φέτος και 1,75% για το 2017 οι οποίοι θα πρέπει να επιτευχθούν σε σημαντικά χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Η αλήθεια είναι ότι οι στόχοι μειώθηκαν γιατί ήταν αδύνατον πλέον να τους επιτύχουμε.

2. Δημόσιο χρέος. Αν όλα πάνε καλά, στο τέλος του 2018, μετά από τρία ακόμα χρόνια προσαρμογής της οικονομίας, το χρέος της χώρας θα είναι περίπου 320 δισ., το ΑΕΠ 190 δισ. και ο δείκτης χρέος/ΑΕΠ στο 168%. Μετά το 2018, σε ό,τι αφορά το χρέος, θα έχουμε ακόμα να καλύψουμε την απόσταση από το 168% στο 133%, 25 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ -αντί για 7- προκειμένου να φτάσουμε στα σημερινά επίπεδα της Ιταλίας ή της Πορτογαλίας και να πάψουμε να θεωρούμαστε ειδική περίπτωση της ευρωζώνης.

Αν είχαμε συνεχίσει την πορεία που είχε χαραχτεί από το 2014, στο τέλος του 2018 το χρέος θα ήταν 280 δισ. ευρώ αντιστοιχώντας στο 140% του ΑΕΠ, μια ανάσα από το αντίστοιχο μέγεθος της Ιταλίας (133%). Στην πραγματικότητα, η θέση της Ελλάδας θα ήταν πολύ ευνοϊκότερη, γιατί τα δάνειά της έχουν πολύ καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά (χαμηλότερα επιτόκια – μακρύτερες λήξεις).

Facebook Comments