Χαρακτηρίζεται από κάποιους σαν η μεγαλύτερη επιχειρηματική διάσωση. Σε μία χρονική στιγμή διάλυσης της Ελληνικής οικονομίας όμως η περίπτωση διάσωσης της εταιρίας Μαρινόπουλος έρχεται να εντείνει τον προβληματισμό για την αποτελεσματικότητα της προτεινόμενης –όπως αυτή δημοσιεύεται– λύσης. Για μία εταιρία το πρόβλημα της οποίας αντιπροσωπεύει περίπου το 0,3% του ΑΕΠ της χώρας.
Εμφανίζεται μία λύση που ίσως να δίνει έναν κάποιο ορίζοντα επιβίωσης κάτω από συνθήκες όμως συγκεκριμένων θετικών εξελίξεων και εγγυημένων δεσμεύσεων. Μία απλή προσέγγιση του προβλήματος εγείρει τρία βασικά ερωτήματα: Α) Πώς ενώ στην αγορά συζητείτο εδώ και χρόνια η πιθανώς προβληματική λειτουργία της «Μαρινόπουλος», οι τράπεζες δεν αντέδρασαν νωρίτερα συνεχίζοντας την παροχή «διευκολυντικής» ρευστότητας; Κάλυπταν πιθανώς αρχικά λανθασμένες εκτιμήσεις τους; Β) Είναι δυνατόν η διόγκωση του δανεισμού της «Σκλαβενίτης» να καταστήσει και αυτή μη βιώσιμη αν συνεχίσει η ύφεση στην οικονομία και η δραματική μείωση κατανάλωσης ειδών πρώτης ανάγκης; Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην συνολική οικονομία; Γ) Παρά το δημοσιευμένο σχέδιο πλαισίου συμφωνίας για διατήρηση του δικτύου όλων των υποκαταστημάτων και θέσεων εργασίας από την «Σκλαβενίτης» ποιες είναι οι εγγυήσεις για την τήρηση της συμφωνίας αυτής; Ποιες οι ρήτρες για την διασφάλιση αυτής και πως αυτές θα επιβληθούν σε περίπτωση αθέτησης της συμφωνίας;
Οι αναλύσεις κάνουν αναφορά για «αιμοδότηση» του «deal» με 500 εκ ευρώ από τις τράπεζες. Αν όμως δεν εμφανίζονται ουσιαστικές εγγυήσεις για την διατήρηση όλων των θέσεων εργασίας, μήπως κάποιοι θα πρέπει να ανατρέξουν και να υπολογίζουν αν αυτά τα 500 και πλέον εκατομμύρια δεν θα απέβαιναν αποδοτικότερα με άλλη χρήση; Αφού δε βρέθηκε αυτή η χρηματοδοτική βάση για μία μόνον εταιρία, γιατί άραγε εδώ και αρκετά χρόνια οι τράπεζες αδυνατούσαν και εξακολουθούν να αδυνατούν να στηρίξουν την πραγματική οικονομία; Με ποιο σκεπτικό δε και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό γίνεται αποδεκτή μία ρύθμιση που υποχρεώνει στην ουσία σε κούρεμα έως 50% δύο χιλιάδες προμηθευτές της «Μαρινόπουλος»; Σε αντίστοιχη άλλη εξαγορά του ιδίου κλάδου γιατί δεν ακολουθήθηκε η ίδια πρακτική επ οφελεία του εξαγοράζοντος; Σε τελική ανάλυση ποιο θα είναι το τελικό κέρδος των τραπεζών;
Στην γενικότερη τραπεζική πρακτική χρηματοδοτήσεων, κάθε στήριξη συνοδεύεται από στρατηγική «εξόδου» για την χρηματοδότρια τράπεζα. Ποια άραγε είναι η στρατηγική εξόδου των τραπεζών σε περίπτωση αποτυχίας; Μήπως η τιτλοποίηση της χρηματοδότησης και χρήση του «προϊόντος» ως ένα από τα εργαλεία σε περίπτωση εισόδου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ; Αν όμως η χώρα δεν κατορθώσει να ενταχθεί – εξέλιξη που είναι πιθανή- τότε ποια η εναλλακτική προσέγγιση; Μήπως η κεφαλαιοποίηση του χρέους και η δυνατότητα μετατροπής του σε 25% μετοχική συμμετοχή; Αν δε υποθέσουμε πως μέσω αυτής της διαδικασίας το εγχείρημα πετύχει και αποκτήσουν οι τράπεζες την δυνατότητα κέρδους από υπεραξία δεν θα είναι άδικο μέρος της υπεραξίας αυτής να μην μετακυληθεί στους προμηθευτές που στην ουσία θα έχουν χάσει τα μισά τους χρήματα; Υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη;
Πολλά τα ερωτήματα. Περισσότερες όμως οι ευθύνες όσων διαχρονικά στήριξαν ένα επιχειρηματικό «έκτρωμα» και πρέπει να αποδοθούν. Όποια η εξέλιξη πάντως, εκτιμώ πως η λύση θα αποδειχθεί απλά προσωρινή καθώς το σχήμα στην παρουσιαζόμενη μορφή και τις συνθήκες της οικονομίας ενέχει τον κίνδυνο να καταστεί πολύ σύντομα μη βιώσιμο. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η λογική της διάσωσης εμπεριέχει και την παράμετρο αποπληρωμής των τραπεζών – άρα κέρδος τους- μία δίκαια προσέγγιση απαιτεί το κούρεμα των δανείων των προμηθευτών που εκβιαστικά υφίστανται το κούρεμα υποχρεώσεων. Γιατί απλούστατα η διάσωση πρέπει να χαρακτηρίζεται και από στοιχεία… ηθικής.
Facebook Comments