Λίγες μόλις ημέρες έχουν παρέλθει από την ετυμηγορία του ιταλικού λαού και τα πάντα στη γειτονική χώρα μοιάζουν τόσο ρευστά. Την Κυριακή, οι Ιταλοί, σε ποσοστό 59,2 % απέρριψαν τη συνταγματική αναθεώρηση που πρότεινε ο πρωθυπουργός, προκαλώντας κλυδωνισμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Συνετό θα ήταν όμως να γίνει αναφορά στις λεπτομέρειες της συνταγματικής αναθεώρησης. Η Ιταλία έχει ένα τέλειο σύστημα δύο σωμάτων, τα οποία έχουν ακριβώς τις ίδιες εξουσίες. Αυτό πολλές φορές οδηγεί σε αδιέξοδο, σύμφωνα με την κυβέρνηση Renzi και πολλούς αναλυτές. Στο δημοψήφισμα προτάθηκε η ουσιαστική μετατροπή της Γερουσίας από ένα σώμα 315 άμεσα εκλεγμένων πολιτικών, σε μικρότερες τοπικές γερουσίες. Η νέα Γερουσία θα είχε μόνο 100 έδρες.

Σήμερα, ένα νομοσχέδιο χρειάζεται την έγκριση και των δύο σωμάτων. Αν η μεταρρύθμιση είχε εγκριθεί, η Βουλή των Αντιπροσώπων θα είχε τον τελευταίο λόγο για τα νομοσχέδια. Η Γερουσία θα διατηρούσε το δικαίωμα του βέτο σε συνταγματικά ζητήματα και θα εξέταζε τα νομοσχέδια αν το ένα τρίτο των μελών το επιθυμεί. Και τα δύο σώματα έχουν ψηφίσει υπέρ των αλλαγών, αλλά τα μέτρα δεν απέσπασαν τα απαιτούμενα δύο τρίτα των μελών του νομοθετικού σώματος. Για αυτό και διεξήχθη το δημοψήφισμα.

Κάθε νοήμων άνθρωπος φυσικά θα απορήσει με την τροπή που πήραν τα πολιτικά πράγματα μετά την καταψήφιση της πρότασης του κόμματος του Renzi. Ουσιαστικά, οι Ιταλοί έχασαν την ευκαιρία για μία ριζική πολιτική «αποκέντρωση». Πώς φτάσαμε στο σημείο όμως να μιλάμε για έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Ο απερχόμενος πρωθυπουργός υπέπεσε σε ένα τραγικό ατόπημα. Συνέδεσε το πολιτικό του μέλλον και την παραμονή της κυβέρνησής του στην εξουσία με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Δε διαφέρει σε τίποτα δηλαδή από τον πρώην πρωθυπουργό της Αγγλίας, David Cameron, ο οποίος στο βωμό της πολιτικής του επιβίωσης χρησιμοποίησε το δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σαν ψήφο εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Τα αποτελέσματα της αλαζονικότητάς του έγιναν γνωστά τα ξημερώματα της 24ης Ιουνίου (παρά τις παρελκυστικές ενέργειες των Βρετανών τώρα που «έσφιξαν τα γάλατα»).

Επιστρέφοντας στην Ιταλία, δεν μπορούμε παρά να ανησυχούμε για το πολιτικό της μέλλον. Παρά την προσπάθεια του προέδρου Mattarella να καθυστερήσει την παραίτηση του Renzi, ο πρώην δήμαρχος της Φλωρεντίας σεβάστηκε την απόφαση των συμπατριωτών του και αναφώνησε «Ciao a tutti! ». Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, το οποίο οι δημοσκοπήσεις δίνουν νικητή σε περίπτωση εκλογών με το ισχύον πλειοψηφικό σύστημα, επιδιώκει την προσφυγή στις κάλπες το συντομότερο δυνατόν. Όμως, σχεδόν όλες οι άλλες πολιτικές παρατάξεις είναι αντίθετες με τη διεξαγωγή εκλογών πριν από την επιστροφή σε ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα ακριβώς επειδή φοβούνται μια νίκη του Κινήματος των Πέντε Αστέρων. Προτιμούν να προηγηθεί η τροποποίηση του εκλογικού νόμου από τη Βουλή των Αντιπροσώπων προς μια αναλογική μορφή.

Τα Πέντε Αστέρια και η Λέγκα του Βορρά τάσσονται υπέρ της άμεσης προσφυγής στις κάλπες, η Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι διχασμένη (επισήμως μιλά για εκλογές, αλλά θα ήθελε να κερδίσει χρόνο για να ανασυγκροτηθεί), ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα κάνει γνωστό ότι θα πάρει μέρος σε μια νέα κυβέρνηση, με ευρύ πεδίο δράσης, μόνον αν υπάρξει και η συνεργασία άλλων κομμάτων. Δεν αποκλείεται, όμως, οι θέσεις αυτές (ιδίως σε ότι αφορά το κόμμα του Matteo Renzi και του Silvio Berlusconi) να αλλάξουν – ως ένα βαθμό – αν ο πρόεδρος Mattarella καταφέρει να δημιουργήσει ένα κοινό πεδίο με στόχο την επίτευξη συμβιβασμού.

Η αβεβαιότητα αυτή λοιπόν έχει δημιουργήσει ένα νέο σκηνικό αστάθειας στη γείτονα χώρα. Παρότι ο Ευρωπαίος επίτροπος Pierre Moscovici αντέτεινε στους μηδενιστές πως «είναι μια ισχυρή χώρα, με ισχυρές αρχές και έχει πλήρη εμπιστοσύνη στην Ιταλία ότι θα αντιμετωπίσει την κατάσταση», οι πολίτες δε συμμερίζονται την αισιοδοξία του. Οι Ιταλοί αδειάζουν τους λογαριασμούς τους και αγοράζουν χρυσό στην Ελβετία εξαιτίας της ανασφάλειας που επικρατεί.

Ταυτόχρονα, οι διεθνείς αγορές δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα καθησυχαστικές. Για τον κίνδυνο κατάρρευσης οκτώ ιταλικών τραπεζών προειδοποίησε η εφημερίδα «Financial Times», επικαλούμενη ανώτερες τραπεζικές πηγές. Εδώ και αρκετά χρόνια η ιταλική οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω χαμηλής παραγωγικότητας, νεποτισμού και διαφθοράς. Η ανάπτυξη βρίσκεται σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα. Το 2017 αναμένεται να φθάσει μόλις το 0,9%. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ωστόσο το δημόσιο χρέος της χώρας, το οποίο είναι με 133% του ΑΕΠ, το δεύτερο σε ύψος μετά το ελληνικό. Την ίδια στιγμή τα κόκκινα δάνεια στην κατοχή των ιταλικών τραπεζών φθάνουν τα 300 δισεκατομμύρια.

Η Ιταλία έχει οκτώ τράπεζες σε διάφορα στάδια «distress»: την τρίτη μεγαλύτερη βάση ενεργητικού Monte dei Paschi di Siena, τις μεσαίες τράπεζες Popolare di Vicenza, Veneto Banca and Carige και τέσσερις μικρές τράπεζες που διασώθηκαν πέρυσι: Banca Etruria, CariChieti, Banca delle Marche και CariFerrara. Οι ιταλικές τράπεζες έχουν 360 δισ. ευρώ προβληματικών δανείων, έναντι 225 δισ. ευρώ κεφαλαίου στα βιβλία τους μετά τις διαδοχικές αποτυχίες ρυθμιστών και κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν το υπερμεγέθες χρηματοπιστωτικό σύστημα του οποίου η κερδοφορία αδυνάτησε από την στάσιμη οικονομία και παροξύνθηκε από απατηλές χρηματοδοτήσεις σε διάφορους οργανισμούς.

Παρά την καταστροφολογία και τις αντιευρωπαϊκές κορώνες του Beppe Grillo, η θέση της Ιταλίας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας είναι αρκετά σταθερή. Δημοσκόπηση που δημοσίευσε στις 21 Νοεμβρίου η La Stampa έδειξε ότι μόνο το 15,2% είναι υπέρ της εξόδου, με το 67,4% να τάσσεται υπέρ του ευρώ. Ταυτόχρονα,  το ιταλικό Σύνταγμα απαγορεύει την κατάργηση διεθνών συνθηκών δια της λαϊκής ψήφου, οπότε θα απαιτηθεί συνταγματική τροποποίηση πριν καν προκηρυχθεί ένα δημοψήφισμα (για την έξοδο από το ευρώ). Για αυτό χρειάζονται τα 2/3 των ψήφων και των δύο σωμάτων της ιταλικής βουλής και πιθανόν ένα ακόμη δημοψήφισμα πριν να γίνει εκείνο που θα καθορίσει το αν η χώρα θα παραμείνει στο ευρώ. Αλλά ακόμη κι αν οι Ιταλοί ψηφίσουν υπέρ της αποχώρησης, το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να «μπλοκάρει» το αποτέλεσμα. Καθίσταται λοιπόν κατανοητό και στον πλέον αδαή πως ο μεγάλος ηττημένος της Κυριακής είναι ο Matteo Renzi και όχι η Ιταλία.

Η πολιτική αναταραχή θα διατηρηθεί για αρκετό καιρό, αν και διάφορες, συνταγματικές και μη, «δικλείδες» θα επιχειρήσουν να φράξουν το δρόμο του Grillo προς την εξουσία. Ας μη λησμονούμε όμως πως οι Ιταλοί είναι μαθημένοι σε ανάλογες καταστάσεις. Εξάλλου, από το 2011 έως σήμερα, το πολιτικό σκηνικό χαρακτηρίζεται από διορισμούς κυβερνήσεων. Συνεπώς, μετά το λεξικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης που ανακήρυξε τον όρο «μετά- αλήθεια» ως τη διεθνή «λέξη του έτους» και το αντίπαλο λεξικό Collins με το  «Brexit», αλλά και τον «Τραμπισμό» που έκανε «βιαίως» την εμφάνισή του,  το «Italeave» θα αργήσει να  αποτελέσει βασικό θέμα συζήτησης για όλο τον πλανήτη.

Facebook Comments