Έντονο προβληματισμό για τα ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου προς τρίτους που επιτείνουν τα προβλήματα ρευστότητας στην αγορά, την υστέρηση των εσόδων αλλά και του τρόπου κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού το δεύτερο εξάμηνο του 2014, εκφράζει στο εβδομαδιαίο δελτίο της η Eurobank, θεωρώντας ότι η πρόοδος στα συγκεκριμένα ζητήματα αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη συνέχιση του Προγράμματος.

Ξεκινώντας από την ανάγκη κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού η Eurobank υπενθυμίζει ότι το ΔΝΤ απαιτεί εκ του καταστατικού του την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της χώρας για τους επόμενους 12 μήνες για να μπορεί να καταβάλει τις προβλεπόμενες από το 2ο Πρόγραμμα Σταθεροποίησης δόσεις και ότι για το 2ο εξάμηνο του 2014 έχει ήδη διαπιστωθεί χρηματοδοτικό κενό το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί είτε μέσω της αγοράς (δανεισμού) είτε μέσω νέου δανεισμού ή απομείωσης του υπάρχοντος δανεισμού από τον επίσημο τομέα (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ).

Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν έχει υπάρξει κάποια βιώσιμη πρόταση για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού του 2ου εξαμήνου του 2014. Για παράδειγμα, αναφέρει στο δελτίο της η Τράπεζα, η χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Χρηματοδοτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ως εγγύηση για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού έχει προταθεί τόσο από Ελληνες όσο και από Ευρωπαίους αξιωματούχους.

Δεν διαφαίνεται ως βιώσιμη λύση μέχρι στιγμής αφού θα πρέπει να επιλυθούν μία σειρά από αναγκαία προβλήματα, όπως το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα κεφάλαια δεν συμπεριλαμβάνονται στο δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά κυρίως ότι δεν ενδείκνυται η μείωση των διαθέσιμων κεφαλαίων του ΤΧΣ σε μία δύσκολη περίοδο για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Η συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος από το ΔΝΤ θα απαιτήσει αποφάσεις εκ μέρους της ευρωζώνης μετά τις γερμανικές εκλογές. Κυρίως η ελληνική κυβέρνηση είναι αναγκαίο να επιτύχει δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2013 ώστε να υποχρεώσει τους εταίρους της να ξεκινήσουν τη συζήτηση για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Με δεδομένη τη συνέχιση της ύφεσης την επόμενη περίοδο, η Eurobank θεωρεί ότι η άποψη του υπουργείου Οικονομικών περί επίτευξης του στόχου των εσόδων εκφράζει το αισιόδοξο σενάριο. Η συνεχιζόμενη ύφεση, η μειούμενη ρευστότητα στην οικονομία και η έλλειψη απτών αποδείξεων για τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέψουν την επιστροφή στην ανάπτυξη – με την εξαίρεση των καλών επιδόσεων στον τουρισμό – δείχνουν ότι η φοροδοτική ικανότητα περιορίζεται. Το επιχείρημα, αναφέρει χαρακτηριστικά το δελτίο, ενισχύει και η πορεία των εσόδων από τον ΦΠΑ. Τα συνολικά έσοδα από τον ΦΠΑ για την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουνίου 2013 συνεχίζουν την πτωτική τάση των προηγούμενων μηνών. Τα έσοδα ήταν μειωμένα κατά 12,9% σε ετήσια βάση και κατά 3,4% σε σχέση με τον στόχο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος 2013-2016. Σημαντική ήταν και η πτώση στις δύο από τις τρεις κύριες υποκατηγορίες του ΦΠΑ (πετρελαιοειδή και καπνός). Οσον αφορά τον ΦΠΑ των λοιπών προϊόντων, η πτώση ήταν 11% σε ετήσια βάση, αλλά μόνο 0,1% σε σχέση με τον στόχο του ΜΠΔΣ 2013-2016.

Το πρόβλημα εστιάζεται όχι μόνο στην καθυστέρηση της καταβολής της τελευταίας δόσης του φόρου ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών (μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2014), αλλά στον υπερβολικό φόρτο φορολογικών υποχρεώσεων τους επόμενους μήνες και τη συνεχιζόμενη επίπτωση της ύφεσης. Αν η υστέρηση των εσόδων συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες τότε η επίτευξη των στόχων θα τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο. Οποιαδήποτε «τεχνική» μείωση του ελλείμματος από μήνα σε μήνα δεν θα μπορέσει να αποκρύψει την υστέρηση των εσόδων. Η επιβολή νέων φορολογικών μέτρων δεν αποτελεί λύση για το πρόβλημα της υστέρησης αφού η φοροδοτική ικανότητα του πολίτη έχει πλέον εξαντληθεί. Αντίθετα μία τέτοια πρακτική θα μειώσει ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα και συνεπώς και την οικονομική δραστηριότητα.

Σε ό,τι αφορά στις δαπάνες η Eurobank εμφανίζεται αισιόδοξη ότι οι στόχοι για το 2013 θα επιτευχθούν. Το κρίσιμο σημείο είναι το πρόβλημα των εσόδων.

ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Η σημαντική υστέρηση στην πληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων – μόλις 3,4 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος Ιουνίου 2013 – δεν συμβάλει, αναφέρει η Eurobank, στη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας της οικονομίας. Οι καθυστερήσεις στην εξόφληση των ληξιπροθέσμων χρεών του Δημοσίου προς τρίτους, συνεχίζει η τράπεζα, δεν είναι δυνατόν να συνεχιστούν αφού επιβαρύνουν σημαντικά τις συνθήκες ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της γενικής κυβέρνησης, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου στο τέλος Ιουνίου 2013 ανέρχονταν στα 6,8 δισ. ευρώ μειωμένες κατά 100 εκατ. ευρώ ή κατά -1,3% σε σχέση με το τέλος Μαΐου 2013. Σε σχέση με το τέλος Δεκεμβρίου 2012 οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις ήταν μειωμένες κατά 16,1%. Οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων στο τέλος Ιουνίου 2013 ανέρχονταν σε 300 εκατ. ευρώ αυξημένες κατά 5,5% σε σχέση με το τέλος του προηγούμενου μήνα.

Το σύνολο των οφειλών του ελληνικού Δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα στο τέλος Ιουνίου 2013 ανερχόταν σε 7,2 δισ. ευρώ στα ίδια επίπεδα με το τέλος Μαΐου 2013 (μείωση μεταξύ των δύο μηνών μόλις κατά 1%). Κάτι τέτοιο οφείλεται κυρίως στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης κατά 1,9%. Η αύξηση οφείλεται κυρίως στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του ΕΟΠΥΥ κατά 1,1%. Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων μειώθηκαν κατά 1%.

Η προοπτική πάντως για τους επόμενους μήνες όσον αφορά την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων κρίνεται ως θετική αφού την προηγούμενη εβδομάδα καταβλήθηκε η δόση των 4 δισ. ευρώ, ενώ ήδη από τους προηγούμενους μήνες επιλύθηκαν μία σειρά από γραφειοκρατικά προβλήματα και οργανωτικές αστοχίες όπως π.χ. η απευθείας αποπληρωμή των νοσοκομείων (και όχι μέσω του ΕΟΠΥΥ όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα). Συνεπώς αναμένεται επιτάχυνση του ρυθμού αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η κυβέρνηση, πάντως, θεωρεί η Τράπεζα ότι είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει μέρος των χρημάτων που προορίζονται για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών ως αποθεματικό έναντι μιας νέας περιόδου αβεβαιότητας μέχρι να επιτευχθεί νέα συμφωνία μετά τις γερμανικές εκλογές.

Σε τροχιά ύφεσης συνεχίζει να βρίσκεται η αγορά ακινήτων

Η αγορά ακινήτων, αναφέρει στο δελτίο της η Eurobank, συνεχίζει να βρίσκεται σε τροχιά ύφεσης και το 2ο τρίμ. 2013, όπως δείχνουν και τα πιο πρόσφατα στοιχεία για τις τιμές και τις συναλλαγές από την Τράπεζα της Ελλάδος που συλλέγονται από τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι ονομαστικές τιμές των διαμερισμάτων το 2ο τρίμ. 2013 ήταν χαμηλότερες κατά 11,5% σε σχέση με έναν χρόνο πριν, ενώ έχουν μειωθεί συνολικά κατά 31% σε σχέση με τα υψηλότερά τους επίπεδα το 3ο τρίμ. 2008. Το πρώτο μισό του 2013 οι τιμές μειώθηκαν κατά 4,6% σε σχέση με το τέλος του 2012, το 2012 έπεσαν κατά 11,7% (2011: -5,5%, 2010: -4,7%, 2009: -3,7%).

Ειδικά για τις συναλλαγές στα οικιστικά ακίνητα έχουν μειωθεί θεαματικά. Ο αριθμός των εκτιμήσεων-συναλλαγών ακινήτων, που πραγματοποιήθηκαν με τη διαμεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος, το 2ο τρίμ. 2013 ήταν 4,5 χιλιάδες μειωμένες κατά 35,3% σε ετήσια βάση, όταν το 1ο τρίμ. 2007 ήταν 39,7χιλ. (-88,7%). Παρόμοια είναι τα ποσοστά για τον όγκο των συναλλαγών (σε τετραγωνικά μέτρα), 2ο τρίμ. 2013: -36,3% και την αξία των συναλλαγών, 2ο τριμ. 2013: -42,7%.

Η αβεβαιότητα για τη μελλοντική φορολογική μεταχείριση της ακίνητης περιουσίας συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για την ανάκαμψη της δραστηριότητας στην αγορά, ενώ παραμένει αδιευκρίνιστο το νέο σύστημα προσδιορισμού των αντικειμενικών τιμών. Αβεβαιότητα επικρατεί επίσης για το καθεστώς της αναστολής πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ στο τέλος του 1ου τριμ. 2013 το υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων που έχουν χορηγηθεί σε εγχώρια νοικοκυριά έφτανε τα 73,5 δισ. ευρώ (2ο τριμ. 2013: 72,6 δισ. ευρώ), ενώ 22,9% από αυτά βρίσκονταν σε καθυστέρηση. Ρόλο στην κλιμάκωση της πτώσης των τιμών παίζει και η χρονική υστέρηση των σχετικών δεικτών.

Facebook Comments