Η καταρχήν συμφωνία της Μάλτας στα βασικά ζητήματα της δεύτερης αξιολόγησης και ειδικότερα το σκέλος των δημοσιονομικών μέτρων ύψους 3,6 δισ. ευρώ είναι βέβαιο ότι θα πλήξει τους πολίτες, που θα κληθούν να πληρώσουν το «λογαριασμό». Αντίθετα, προς το παρόν παραμένουν απλές προσδοκίες η ελάφρυνση του χρέους και η ένταξη στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Η οριστικοποίηση της συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο αναμένεται να επιτευχθεί με την επιστροφή στην Αθήνα των επικεφαλής των θεσμών, που τοποθετείται στο τελευταίο 10ήμερο του Απριλίου. Η εκτίμηση που επικρατεί στις Βρυξέλλες είναι ότι δεν θα χρειαστούν πολλές μέρες, μετά την αποδοχή των βασικών απαιτήσεων των δανειστών από την κυβέρνηση, στο Εurogroup της Μάλτας, στις 7 Μαρτίου.

Τώρα θα πρέπει τα συμφωνηθέντα να πάρουν επίσημη μορφή με κάθε λεπτομέρεια και να ψηφιστούν από τη Βουλή, σε κάθε περίπτωση πριν από το Εurogroup της 22ας Μαΐου.

Αυτό που προκάλεσε έκπληξη σε αξιωματούχους της ευρωζώνης, στη βελγική πρωτεύουσα, είναι ότι η κυβέρνηση απέτυχε να βελτιώσει την τελική απόφαση για τα δημοσιονομικά μέτρα. Εδώ και περίπου δύο μήνες, υποστήριζαν ότι τα μέτρα 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ, που ζητούσε το ΔΝΤ, ήταν σημείο εκκίνησης της διαπραγμάτευσης και πως υπήρχε περιθώριο μείωσης του ποσού, ώστε να κυμανθεί μεταξύ 2,5 και 3 δισ. ευρώ.

Τελικά, η μείωση δεν έγινε, προφανώς γιατί καθυστερώντας η κυβέρνηση την αξιολόγηση είδε ότι της τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια και την έκλεισε άρον άρον. Το μόνο που πέτυχε, υπό προϋποθέσεις μάλιστα, είναι ότι η μείωση μοιράστηκε σε μια διετία 2019-2020. Ωστόσο, εάν στο τέλος του 2018 διαπιστωθεί από τους δανειστές ότι δεν επιτυγχάνεται ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, τότε όλα τα μέτρα θα ληφθούν την 1η Ιανουαρίου 2019.

Τα λεγόμενα θετικά μέτρα που «πουλάει» η κυβέρνηση είναι μια «πονεμένη ιστορία», γιατί ναι μεν προβλέπεται στη συμφωνία ότι, εάν η χώρα υπεραποδώσει δημοσιονομικά, τότε το πρόσθετο προϊόν θα μπορεί να διατεθεί σε δράσεις στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων, καθώς και στην καταπολέμηση της ανεργίας των νέων. Για να υπεραποδώσει η οικονομία, το ΑΕΠ θα πρέπει να αυξάνεται με ρυθμούς 3% ετησίως, αλλά τέτοια ποσοστά, παρότι προβλέπονταν από την Κομισιόν, δεν αποτελούν πλέον βασικό σενάριο εξαιτίας της καθυστέρησης της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία έκανε μεγάλη ζημιά στην οικονομία.

Είναι προφανές ότι το ΔΝΤ, επιβάλλοντας τη μείωση των συντάξεων και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω μείωσης του αφορολογήτου, ικανοποιεί μια πάγια επιδίωξή του που χρονολογείται από την εποχή του δεύτερου Μνημονίου. Το πέτυχε γιατί βρίσκεται από θέση ισχύος, σε αντίθεση με την κυβέρνηση, η οποία, έχοντας φτάσει την αξιολόγηση σε οριακό σημείο, ήθελε να την κλείσει πάση θυσία.

Με δεδομένα τα παραπάνω μέτρα, τα οποία θα γίνουν αισθητά στους πολίτες από το 2019, το ενδιαφέρον πλέον εστιάζεται στις εξελίξεις σε σχέση με την ελάφρυνση του χρέους και την ποσοτική χαλάρωση.

Οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών, αλλά και αξιωματούχοι της ευρωζώνης (Ντάισελμπλουμ, Ντράγκι, Ρέγκλινγκ) θα έχουν, στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ (21-23 Απριλίου στην Ουάσιγκτον), σημαντικές συζητήσεις με την επικεφαλής του διεθνούς οργανισμού, Κριστίν Λαγκάρντ, για την ελάφρυνση του χρέους. Το ΔΝΤ υποστηρίζει πως για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα θα πρέπει οι Ευρωπαίοι να διευκρινίσουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, δεδομένου ότι η σχετική απόφαση του Εurogroup (Μάιος 2016) είναι γενικόλογη και φυσικά δεν γίνεται δεκτή από το Δ.Σ. του Ταμείου.

Το ερώτημα είναι πόσο μακριά είναι διατεθειμένοι να πάνε οι Γερμανοί, που βρίσκονται σε προεκλογική περίοδο. Το πιθανότερο είναι πως δεν θα υπάρχουν συγκεκριμένοι αριθμοί, ούτως ή άλλως τα μέτρα θα εφαρμοστούν με τη λήξη του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018, αλλά θα διευκρινιστούν οι τρόποι παρέμβασης (για παράδειγμα, επιμηκύνσεις αποπληρωμών δανείων, μετατροπή κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά).

Το βέβαιο είναι πως στο Eurogroup, της 22ας Μαΐου, θα πρέπει να έχει βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ, ώστε, σε συνδυασμό με τη νομοθέτηση των δημοσιονομικών μέτρων, να καταστεί δυνατή η λήψη συνολικής απόφασης, δηλαδή κλείσιμο αξιολόγησης και συμμετοχή του διεθνούς οργανισμού στο πρόγραμμα. Πάντως, είναι άλλο πράγμα η επίτευξη συμφωνίας και άλλο ικανοποιητικής συμφωνίας για τη χώρα, γιατί και στο παρελθόν το ΔΝΤ ζητούσε προχωρημένες αποφάσεις για το χρέος και στην πορεία μετρίαζε τη στάση του.

Από εκεί και πέρα θα απομένει σε εκκρεμότητα το θέμα της ένταξης της χώρας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης του ΔΝΤ.

Η ένταξη στο πρόγραμμα θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την οικονομία όχι γιατί η ΕΚΤ θα πραγματοποιήσει σημαντικές αγορές ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων αλλά γιατί μια τέτοια παρέμβαση θα έστελνε ένα μήνυμα εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία. Κι αυτό σε μια περίοδο που εξαιτίας της καθυστέρησης της αξιολόγησης η πραγματική οικονομία βρίσκεται σε φάση σημαντικής επιδείνωσης.

Η ΕΚΤ θα λάβει υπόψη στις αποφάσεις της το περιεχόμενο της συμφωνίας των Ευρωπαίων με το ΔΝΤ, ενώ θα κάνει και δικές της αξιολογήσεις τόσο για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους όσο και για την επικινδυνότητα των ελληνικών ομολόγων. Η οριστική απόφαση αναμένεται να ληφθεί, εφόσον όλα πάνε καλά, μέσα στο δεύτερο 15νθήμερο του Ιουλίου.

Facebook Comments