Μετά από 5 χρόνια ύφεσης και 40 μήνες εφαρμογής ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, που είχε ως κύριες επιδιώξεις την εσωτερική υποτίμηση (για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας), το περιορισμό των εισοδημάτων των πολιτών (για μείωση του εμπορικού ελλείμματος και της κατανάλωσης) και την ισοσκέλιση εφεξής του κρατικού προϋπολογισμού (για εξάλειψη της παραγωγής δημοσιονομικών ελλειμμάτων), η Ελληνική οικονομία ζεί και κινείται ακόμη στον αστερισμό της μιζέριας, του χρηματοδοτικού κενού, της υψηλότατης και διαρθρωτικής ανεργίας, των φοροεπιδρομών, της απουσίας ρευστότητας, της αδράνειας, της μεταρρυθμιστικής απροθυμίας, του φόβου για το επέκεινα, της μη συνειδητοποίησης από τους πολίτες των πραγματικών προβλημάτων, που οδήγησαν ως εδώ.

Σε αυτό το περιβάλλον διενεργούνται από τον Οίκο Black Rock και τα stress tests, που θα μετρήσουν την αντοχή και την επάρκεια των κεφαλαιακών δεικτών των ελληνικών τραπεζών, για δεύτερη φορά μέσα σε 20 μήνες. Μικρό διάστημα μετά την ανακεφαλαιοποίηση τους, οι τράπεζες συνεχίζουν να δέχονται πιέσεις, να λαμβάνουν προβλέψεις για επισφάλειες, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνεχίζουν να αυξάνονται, έστω με μειωμένο ρυθμό, όπως κατέδειξαν τα αποτελέσματα εξαμήνου, που ανακοινώθηκαν τη περασμένη εβδομάδα από τις 4 συστημικές τράπεζες.

Εύχομαι και ελπίζω τα stress tests να καταδείξουν ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα απολαμβάνει κεφαλαιακής υγείας και είναι σε θέση να αντιμετωπίσει εκ των ένδον τα χρονίζοντα προβλήματα του. Ακόμη και στη περίπτωση όμως που προκύψουν πρόσθετες λελογισμένες κεφαλαιακές ανάγκες, υπάρχουν οι τρόποι (όπως αναλύθηκαν στο προηγούμενο άρθρο: Πόσο κοντά είμαστε σε ’κούρεμα’ καταθέσεων στην Ελλάδα;) για τη κάλυψη τους. Εκείνο που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι η ενεργοποίηση του πλέον επώδυνου (4ου ) τρόπου κεφαλαιακής ενίσχυσης,  της υποχρεωτικής δηλαδή μετατροπής τμήματος ή του συνόλου των «ανασφάλιστων» καταθέσεων σε μετοχικό κεφάλαιο.

Στη χώρα μας δεν πληρείται καμία από τις βασικές προϋποθέσεις, επί των οποίων θα μπορούσε να εδραστεί η δικαιολογητική βάση μιας απόφασης για κούρεμα καταθέσεων υπέρ των τραπεζών, χωρίς οδυνηρότατες συνέπειες για την οικονομία, πέρα από τις άμεσες και προφανείς απώλειες των θιγομένων αποταμιευτών. Μια απλή σύγκριση με τη περίπτωση της Κύπρου αναδεικνύει τις εμφανείς διαφορές.

Συγκεκριμένα απουσιάζουν:

1. Η πλεονάζουσα ρευστότητα του συστήματος. Στη περίπτωση της Κύπρου η ρευστότητα του συστήματος ήταν άπλετη. Αντιθέτως η ρευστότητα στην Ελλάδα του σήμερα είναι είδος σε ανεπάρκεια. Οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν από την ελάχιστη ρευστότητα που κυκλοφορεί στην αγορά και τα αιτήματα για βελτίωση της αποτελούν μόνιμη επωδό όλων των οικονομικών παραγόντων. Πρόσθετη αφαίρεση ρευστότητας θα οδηγούσε σε ακραίες καταστάσεις βιωσιμότητας.

2. Ο μεγάλος όγκος καταθέσεων σε σχέση με το ΑΕΠ (περιπτώσεις Κύπρου, Ιρλανδίας, Ισλανδίας). Όταν το μέγεθος του πιστωτικού συστήματος μιας χώρας είναι πολλαπλάσιο του οικονομικού μεγέθους της ίδιας της χώρας (ΑΕΠ), αυτό δρά υπονομευτικά για την οικονομία, αφού οι τράπεζες εμφανίζονται πολύ μεγάλες για να αφεθούν τη «δύσκολη» ώρα να «πέσουν», αλλά εξίσου μεγάλες, ώστε να μπορούν να διασωθούν από το κράτος, μεταφέροντας το βάρος της διάσωσης στους φορολογουμένους. Στη Κύπρο το προϊόν των αποταμιεύσεων στο σύνολο του τραπεζικού τομέα πριν τη «παρέμβαση» άγγιζε τα 80 δίς, όταν το ΑΕΠ της χώρας υπερέβαινε ελάχιστα τα 16 δίς. (500% μεγαλύτερο). Στην Ελλάδα στο τέλος Ιουλίου 2013 οι συνολικές καταθέσεις στο σύστημα ανέρχονταν στα 162,3 δίς, ήτοι σε ποσοστό 87% του ΑΕΠ.

Ακόμη και στην εποχή της ευμάρειας (2007-2008), προτού μεγάλο μέρος τους «μεταναστεύσει» σε πιο εύκρατα κλίματα, το ταβάνι των καταθέσεων στο σύστημα ήταν 242 δίς, όσο ακριβώς και το τότε ΑΕΠ. (100%). Το πρόβλημα του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος σήμερα συνίσταται στην ανάγκη προσέλκυσης μεγαλύτερου όγκου καταθέσεων, ώστε να απαλλαγεί από τις ενέσεις της ΕΚΤ και του ELA, που καλύπτουν τη διαφορά μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων. Αντιθέτως πρόσθετη αφαίμαξη καταθέσεων θα επιδείνωνε περαιτέρω τη κατάσταση ασφυξίας.

3. Η ελκυστικότητα της χώρας ως προορισμού προσέλκυσης κεφαλαίων. Η Κύπρος με φορολογικό συντελεστή σταθερό επί χρόνια στο 10% και ένα απολύτως φιλικό και ευέλικτο πλαίσιο υποδοχής εταιρειών αποτελούσε καταφύγιο και «φορολογικό παράδεισο» για τα παντοειδή αλλοδαπά κεφάλαια. Ακόμη και σήμερα, στις έκτακτες συνθήκες που βιώνει, ο φ.σ. ανέβηκε απλά στο 12,5%.

Στην Ελλάδα αντιθέτως ο εταιρικός φορολογικός συντελεστής είναι 26% ονομαστικά, αλλά ουσιαστικά υπερβαίνει το 55%, εάν συνυπολογιστούν προκαταβολές επόμενης χρήσης, «μόνιμες» έκτακτες εισφορές, ΦΑΠ και ΕΕΤΗΔΕ επί της ακίνητης περιουσίας, περαιώσεις και λοιπές επιβαρύνσεις. Επί πλέον εξακολουθούν να δρούν απωθητικά και αποτρεπτικά η κοστοβόρος διαφθορά, η γραφειοκρατία, το ασταθές μακροοικονομικό και φορολογικό περιβάλλον, οι κίνδυνοι χώρας και νομίσματος.

Απόρροια των παραπάνω παραγόντων είναι όχι μόνο η απώθηση της εισροής ξένων, αλλά η εξώθηση και εγχωρίων κεφαλαίων σε έξοδο από τη χώρα σε αναζήτηση ελκυστικότερων και ασφαλέστερων προορισμών. Δεν υφίστανται λοιπόν περίσσεια κεφαλαίων, ούτε μαύρο χρήμα, στο σύστημα, ικανά να δημιουργήσουν «φούσκες» στις αξίες επιμέρους παγίων, ώστε απομειούμενα να «τιμωρηθούν». Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Έχουν καταβαραθρωθεί οι αξίες όλων των μορφών των εγχωρίων παγίων ένεκα της απουσίας κεφαλαιακού ενδιαφέροντος προς τοποθέτηση σε αυτές.

Στο σημείο αυτό παραθέτω ένα δεδομένο ιδιαίτερα σημαντικό, που καταδεικνύει τα όρια και τις αντοχές της εγχώριας καταθετικής βάσης. Προ ημερών η ΤτΕ γνωστοποίησε τα ακόλουθα στοιχεία:

Στις 31/7/13 το σύνολο των καταθέσεων στο χρηματοπιστωτικό μας σύστημα ανερχόταν σε 162,3 δίς ευρώ. Εξ αυτών οι «ασφαλισμένες» (κάτω δηλαδή των 100.000 ευρώ) ήσαν 142,7 δίς ευρώ. Επομένως οι «ανασφάλιστες» περιορίζονται σε λιγότερα από 20 δίς (19,6). Με δεδομένο ότι οι ιδιώτες-φυσικά πρόσωπα έχουν ήδη προχωρήσει στη διάσπαση των αποταμιεύσεων τους σε περισσότερους λογαριασμούς (στα ονόματα συγγενικών προσώπων και με εξάντληση των εναλλακτικών τραπεζικών λύσεων), εικάζεται βασίμως ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του συνόλου των «ανασφάλιστων» καταθέσεων αφορά στα διαθέσιμα των λογαριασμών όψεως των κάθε είδους επιχειρήσεων.
     

Εάν επομένως το επόμενο διάστημα αποφασιζόταν ένα κούρεμα καταθέσεων, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί πιθανή πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση του πιστωτικού συστήματος της χώρας, όσο περιορισμένου εύρους και να ήταν αυτό, όλοι αντιλαμβανόμαστε τις ολέθριες συνέπειες του εγχειρήματος.

Η επιχειρηματικότητα θα ζούσε μια πραγματική νύχτα «Αγίου Βαρθολομαίου». Θα μετατρέπονταν σε μετοχές σχεδόν αποκλειστικά χρήματα από τα ίδια κεφάλαια, τα δάνεια κεφάλαια και μέρος του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων. Αυτομάτως το σύνολο σχεδόν, πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων, του εγχώριου επιχειρείν θα τιναζόταν στον αέρα. Θα έχανε τα κεφάλαια του, θα έχανε χρήματα που είχε δανειστεί από τις ίδιες τράπεζες και θα συνέχιζε να τους οφείλει, θα έχανε τις κατατεθειμένες εισπράξεις από τους πελάτες του, θα κατέρρεε.

Οι εταιρείες δεν θα ήσαν πλέον σε θέση να εκπληρώσουν βασικές τους λειτουργικές δραστηριότητες (ανανέωση προϊόντων-εξοπλισμού-προμηθειών, καταβολή μισθοδοσίας, εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών κλπ). Μοιραία θα χρεοκοπούσαν και θα έκλειναν. Είτε εξαιτίας των κεφαλαιακών τους απωλειών, είτε από στραγγαλισμό απουσία ρευστότητας. Εκατοντάδες χιλιάδες υπάλληλοι τους θα έμεναν απλήρωτοι και θα προσετίθεντο στο 1,5 εκατομμύριο των νύν ανέργων. Θα υπήρχε ολοσχερής αδυναμία καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών στα Ταμεία και εξυπηρέτησης των κάθε είδους φορολογικών υποχρεώσεων προς το δημόσιο. Μαζί με τις επιχειρήσεις, την επόμενη μέρα μοιραία θα χρεοκοπούσε και το κράτος.

Το σενάριο μοιάζει εφιαλτικό για να μη το έχουν μελετήσει και συμπεριλάβει αποτρεπτικά στους υπολογισμούς τους εκείνοι που λαμβάνουν αυτού του είδους τις αποφάσεις (κυβέρνηση, τρόϊκα, εταίροι, ΕΚΤ, ΔΝΤ).

Facebook Comments