ΕΚΤ: Εν αναμονή στροφής στην επιτοκιακή πολιτική
Η Ευρωζώνη φαίνεται να αφήνει πίσω της τις εποχές της οικονομικής στασιμότητας
Η Ευρωζώνη φαίνεται να αφήνει πίσω της τις εποχές της οικονομικής στασιμότητας
Η Ευρωζώνη φαίνεται να αφήνει πίσω της τις εποχές της οικονομικής στασιμότητας. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 το ευρωπαϊκό ΑΕΠ αυξήθηκε εκ νέου κατά 0,5% αφού είχε προηγηθεί ήδη αξιοσημείωτη αύξηση κατά τους τελευταίους τρεις μήνες του περασμένου έτους. Γι΄ αυτό το λόγο η ΕΚΤ δεν αναμένεται να προχωρήσει σε άλλες ουσιαστικές παρεμβάσεις ανοίγοντας ακόμη περισσότερο τις στρόφιγγες χρηματοδότησης. Αυτό που δεν μπορεί να αποκλειστεί όμως είναι ορισμένες «φραστικές παρεμβάσεις», όπως για παράδειγμα να μην βάλει ο Μάριο Ντράγκι στο τραπέζι τη δυνατότητα ακόμη χαμηλότερων επιτοκίων.
Εδώ και έναν περίπου χρόνο το βασικό επιτόκιο στην Ευρωζώνη κυμαίνει στο 0%. Παρά ταύτα συνεχίζουν να υπάρχουν -θεωρητικά τουλάχιστον- περιθώρια περαιτέρω παρεμβάσεων. Ήδη σήμερα οι τράπεζες καταβάλλουν τιμωρητικά επιτόκια ύψους 0,4% όταν «παρκάρουν» πρόσθετα αποθέματα στην κεντρική τράπεζα. Στο αρνητικό αυτό επιτόκιο υπάρχουν συνεπώς ακόμη περιθώρια παρεμβάσεων προς τα κάτω.
Πόσο θα συνεχιστεί ακόμη το QE;
Η διαφαινόμενη μη παραπομπή σε δυνατότητες περαιτέρω επεκτατικών μέτρων όμως δεν ισοδυναμεί με το τέλος των χρηματοδοτικών ενέσεων δις της Ευρωτράπεζας. Εξάλλου η ΕΚΤ συνεχίζει να αγοράζει κάθε μήνα κρατικά ομόλογα αξίας 60 δις ευρώ από τις τράπεζες, προκειμένου αυτές να δανείζουν τα χρήματα αυτά σε επιχειρήσεις. Απώτερος στόχος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης QE στο οποίο επιχειρεί να ενταχθεί διακαώς και η Ελλάδα, είναι να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη και στον πληθωρισμό.
«Έχουμε μια ιδιαίτερη κατάσταση: η οικονομία αναπτύσσεται, αλλά ο πληθωρισμός παραμένει εξαιρετικά χαμηλός», παρατηρεί ο Κρίστιαν Τέντμαν από την Deka Bank. Μπορεί ο τιμάριθμος να πέτυχε τον Απρίλιο τον διακηρυγμένο στόχο του κάτω του 2%, τον Μάιο όμως υποχώρησε και πάλι στο 1,4%. Ο λεγόμενος πυρήνας του πληθωρισμού, δηλαδή ο πληθωρισμός χωρίς τις τιμές της ενέργειας και των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής, κινήθηκε σε ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 0,9%, εξηγεί ο Μίχαελ Σούμπερτ από την Commerzbank.
Η δυναμική του πληθωρισμού «συνεχίζει να εξαρτάται από τη συνέχιση της παρούσας νομισματικής πολιτικής», επανέλαβε πρόσφατα ο Μ. Ντράγκι δικαιολογώντας το πρόγραμμα QE που θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Η ΕΚΤ έχει πει ότι δεν θα αφήσει απλώς να εκπνεύσει το πρόγραμμα. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν κρίνει ότι δεν είναι πλέον αναγκαίο, θα αποφασίσει πιθανότατα μια σταδιακή διακοπή του. Το 2018 λοιπόν ενδέχεται να αγοράσει ομόλογα σε μικρότερη κλίμακα, για παράδειγμα, αξίας 30 ή 40 δις ευρώ μηνιαίως. Δεδομένου ότι η Ευρωτράπεζα έχει διαμηνύσει ότι η αύξηση των επιτοκίων θα ξεκινήσει μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, η προσδοκώμενη και από την γερμανική Bundesbank αλλαγή της επιτοκιακής πολιτικής δεν θα πρέπει λοιπόν να αναμένεται άμεσα.
Φρένο στις μεταρρυθμίσεις λόγω χαμηλών επιτοκίων;
Σύμφωνα με αναλυτές η Γερμανία συγκαταλέγεται στους μεγάλους χαμένους της χαλαρής αυτής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. «Η Γερμανία είναι μια χώρα με μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό σημαίνει ότι εν γένει υπάρχουν σε εμάς περισσότεροι αποταμιευτές παρά δανειολήπτες», εξηγεί ο Κρίστιαν Τέντμαν από την Deka Bank.
Την ώρα που οι αποταμιευτές έχουν μάθει να συμβιβάζονται με αρνητικά επιτόκια, οι οφειλέτες λαμβάνουν δάνεια με μηδενικά σχεδόν επιτόκια. Μεγάλο είναι το κέρδος ειδικά για τις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, σημειώνει ο Μίχαελ Σούμπερτ από την Commerzbank. «Μπορεί να εικάσει κανείς ότι γι΄ αυτό το λόγο έβαλαν στον πάγο ορισμένες μεταρρυθμίσεις, διότι η κατάσταση δεν είναι πλέον τόσο κακή γι΄ αυτές ενώ η αναγκαιότητα για την υλοποίηση μη δημοφιλών μεταρρυθμίσεων δεν είναι πλέον τόσο μεγάλη». Πρόκειται για μια «παράπλευρη συνέπεια» της πολιτικής της ΕΚΤ, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη δεόντως, λένε οι επικριτές του Ιταλού κεντρικού τραπεζίτη.
Facebook Comments