Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, είναι σκόπιμο να εξεταστεί κατά πόσο οι αναδυόμενες αγορές, μετά την πρόσφατη διόρθωση, έχουν φθάσει στα χαμηλά τους.

Η διαφορά στην ανάπτυξη σε σχέση με τις ανεπτυγμένες αγορές έχει μειωθεί σε μόλις 3 ποσοστιαίες μονάδες, στο ίδιο επίπεδο που θεωρείτο απολύτως φυσιολογικό πριν από το 2002.

Μέχρι το 2002, οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Ευρώπης υιοθετούσαν μια αρκετά ορθόδοξη πολιτική. Τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και η πολιτική ποσοτικής επέκτασης που έχουμε δει τα τελευταία δέκα χρόνια δεν υπήρχαν τότε. Επιπλέον, η Κίνα δεν ήταν ακόμη μέλος της Παγκόσμιας Οργάνωσης Εμπορίου (ΠΟΕ), και δεν αποτελούσε την πρωτόγνωρη ατμομηχανή ανάπτυξης του αναπτυσσόμενου κόσμου, ιδιαίτερα για τις χώρες – παραγωγούς πρώτων υλών.

Είναι ικανές για ανάπτυξη οι αναπτυσσόμενες οικονομίες;

Αυτή τη στιγμή, καθώς οι ΗΠΑ έχουν αρχίσει να ομαλοποιούν τη νομισματική πολιτική τους και η Κίνα κατευθύνεται προς ένα σαφώς χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης, φαντάζει προφανής η σύγκριση της τωρινής κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι αναδυόμενες αγορές με εκείνη που επικρατούσε πριν από το 2002.

Μπορεί ο αναπτυσσόμενος κόσμος να επιτύχει ανάκαμψη της ανάπτυξης χωρίς ισχυρή εισροή κεφαλαίων από τις ανεπτυγμένες αγορές και χωρίς διψήφια αύξηση των κινεζικών εισαγωγών; Είναι ο ιδιωτικός τομέας αρκετά ισχυρός προκειμένου να κρατήσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση σε σταθερά υψηλά επίπεδα; Και βρίσκονται οι οικονομίες σε ικανή θέση, ώστε να διατηρήσουν χαμηλά τα επιτόκια και σταθερές τις συναλλαγματικές ισοτιμίες;

Κατά τη χρυσή περίοδο μεταξύ 2002 και 2010, η διαφορά στην οικονομική μεγέθυνση του ΑΕΠ μεταξύ αναδυόμενων και ανεπτυγμένων αγορών ανήλθε σε όχι λιγότερο από 7 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ το ποσοστό απόδοσης στα χρηματιστήρια των αναδυόμενων κόσμων ήταν τέσσερις φορές υψηλότερο σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των ΗΠΑ και της Ευρώπης.

Κατά τα πρώτα χρόνια μετά το 2002 οι περισσότερες αναδυόμενες αγορές επωφελήθηκαν σημαντικά από τις μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την κρίση κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Τα επίπεδα ανάπτυξης κλιμακώθηκαν, καθώς οι ανισορροπίες είχαν εξαλειφθεί, τα επιτόκια μειώθηκαν, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα συνέχισαν να αυξάνονται.

Αλλά οι διαρθρωτικές βελτιώσεις σύντομα άρχισαν να φθίνουν. Οι αναδυόμενες χώρες συνήθισαν στη μεγάλη εισροή ξένων κεφαλαίων και την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση από την Κίνα. Τα νομίσματα τους ενισχύθηκαν σημαντικά, διατηρώντας τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα και οδηγώντας σε περαιτέρω κάμψη το επίπεδο των επιτοκίων. Η πίεση για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων εξαλείφθηκε. Η οικονομική πολιτική σαφώς άρχισε να επιδεινώνεται μετά το 2005. Η τάση για οικονομική απελευθέρωση διακόπηκε, οι μεταρρυθμίσεις αναβλήθηκαν, η κρατική παρέμβαση αυξήθηκε. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυξήθηκαν και πάλι, και το ισοζύγιο πληρωμών πολλών χωρών επιδεινώθηκε γρήγορα.

Οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν σταματήσει

Μέχρι τώρα το επενδυτικό κλίμα σε πολλές αναδυόμενες χώρες έχει αποδυναμωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν ουσιαστικά σταματήσει. Οι αγορές εργασίας έχουν γίνει λιγότερο ευέλικτες, νέα μονοπώλια έχουν ανακύψει, η κρατική παρέμβαση έχει ενισχυθεί και η αύξηση της κατανάλωσης τροφίμων και ενέργειας οδηγούν σε δομικά υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και σε πληθωρισμό. Αυτοί οι παράγοντες έχουν διαμορφώσει σε σημαντικά χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και αποτελούν τον κύριο λόγο για τον οποίο οι αναδυόμενες αγορές υπέστησαν πρόσφατα τέτοια πίεση.

Μόνη λύση οι μεταρρυθμίσεις

Ο μόνος τρόπος για την επάνοδο του αναπτυσσόμενου κόσμου είναι να ξεκινήσει την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Αυτό είναι δυνατό μόνο όταν η πίεση είναι μεγάλη, ειδικά σε χώρες όπου επίκεινται εκλογές μέσα στο επόμενο έτος. Η πρόσφατη αναστάτωση στις αγορές μπορεί να είναι ευνοϊκή προς μία τέτοια κατεύθυνση, αλλά μέχρι στιγμής έχουμε δει ελάχιστα στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων.

Η μεγαλύτερη πίεση, με τη μορφή της εκροής κεφαλαίων, τα υψηλότερα επιτόκια και τα ασθενέστερα νομίσματα, φαίνονται επαρκή για να βγουν οι φορείς χάραξης πολιτικής από το λήθαργο τους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι πρόωρο να μιλάμε για πιθανά χαμηλά στην αγορά.


Maarten-Jan Bakkum

(Senior Investment Strategist ING IM Europe)

Facebook Comments