Επίθεση «αγάπης» στην Ελλάδα από τους διεθνείς οίκους
Σε ένα μπαράζ θετικών εκθέσεων, η JP Morgan, η Goldman Sachs, η Credit Suisse,η RBS και η Barclays δίνουν δυναμική ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα
Σε ένα μπαράζ θετικών εκθέσεων, η JP Morgan, η Goldman Sachs, η Credit Suisse,η RBS και η Barclays δίνουν δυναμική ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα
“Καλώς ήρθες και πάλι Ελλάδα” έγραψε η JP Morgan σην τελευταία της έκθεση για την χώρα μας, μετά την επίσκεψή της στις 16-17 Σεπτεμβρίου και τα ραντεβού της με 10 εισηγμένες, την Τράπεζα της Ελλάδος και τoν ΟΔΔΗΧ, υπογραμμίζοντας πως η επένδυση στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο είναι ο καλύτερος τρόπος να εκφράσει ένας επενδυτής την αισιοδοξία του για την Ελλάδα.
Η JP Morgan επικαλείται πηγές της ΤτΕ ότι με τα εποχικά διαρθρωμένα στοιχεία στο β΄ τρίμηνο του έτους η οικονομία σταμάτησε να συρρικνώνεται. Mε τα στοιχεία να βελτιώνονται και την απασχόληση να έχει αρχίσει να αυξάνεται, η οικονομία αποφεύγει άλλο ένα πλήρες έτος ύφεσης το 2013 και η ανάπτυξη το 2014 είναι πιθανή.
Η άσκηση των warrants των τραπεζών θα οδηγήσει αυτομάτως σε αύξηση της ποσόστωσης του ελληνικού δείκτη στον MSCI και στους περισσότερους δείκτες. Εκτιμά ότι τα warrants βρίσκονται κυρίως στα χέρια εξειδικευμένων funds που α) δεν είναι μακροπρόθεσμοι επενδυτές και β) ενδέχεται να πωλούν περισσότερες μετοχές, καθώς αυξάνονται οι τιμές τους, ως αποτέλεσμα του delta hedging.
Η JPMorgan αμφιβάλει ότι στην πλειονότητά τους διαχειριστών των αναδυόμενων αγορών θα θέλουν να προβούν σε συναλλαγές με warrants λόγω του ότι είναι σύνθετα εργαλεία καθώς και λόγω των κανονιστικών ρυθμίσεων, ωστόσο, αν οι ίδιοι διαχειρίζονταν ένα χαρτοφυλάκιο, θα είχαν μια μικρή θέση στα warrants των τραπεζών.
Σε ότι αφορά το χρηματοδοτικό κενό, η JPMorgan εκτιμά ότι από τη μελέτη της BlackRock θα εξαρτηθούν πολλά για το χρηματοδοτικό κενό. Αν η αξιολόγηση της BlackRock δείξει ότι δεν χρειάζονται νέες κεφαλαιακές ενέσεις, τότε η Τρόικα και το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να μεταφέρουν κεφάλαια από το ΤΧΣ στα δημόσια ταμεία και να κλείσουν το χρηματοδοτικό κενό, ενώ τονίζει πως είναι πολύ θετική και για το ελληνικό χρέος. Παρότι συμφωνεί ότι είναι πολύ υψηλό, το χαρακτηρίζει ταυτόχρονα πολύ φθηνό.
Credit Suisse
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τα τελευταία εμπόδια του προγράμματος διάσωσης, τουλάχιστον για την τρέχουσα δεκαετία, σημειώνει η Credit Suisse στην τελευταία της έκθεση για την ευρωπαϊκή οικονομία, εκτιμώντας πως μετά από τα συνολικά 11 δισ. ευρώ που θα χρειαστεί το 2014 και το 2015, το χρηματοδοτικό κενό της Ελλάδας από το 2016 έως και το 2020 θα είναι σχεδόν μηδενικό.
Όπως σημειώνει η ελβετική τράπεζα, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας πέραν του 2015 και εώς το 2020, είναι μηδενικές, καθώς έχουν υπερκαλυφθεί ήδη από τα μέτρα που λαμβάνει η χώρα. Αυτό που απομένει μέχρι τότε για το ελληνικό πρόγραμμα, είναι η κάλυψη του κενού του 2014- 2015, το οποίο διαμορφώνετια στα 4 και τα 7 δισ. ευρώ αντίστοιχα, με βάση και τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, συνολικά δηλαδή 11 δισ. ευρώ.
Όσον αφορά το ελληνικό έλλειμμα, η CS εκτιμά πως από τα 7 δισ. για το 2013 θα υποχωρήσει στο 1 δισ. το 2016.
Με δεδομένα τα παραπάνω, η τράπεζα εκτιμά πως η συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα ξεκινήσει το 2014, όταν η Ελλάδα σημειώσει πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά η όποια ελάφρυνση δεν θα έλθει μέσω ενός νέου κουρέματος των ομολόγων.
Όπως σημειώνει Credit Suisse, οι υψηλές ακόμα αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων δεν κάνουν την λύση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής κατάλληλη για την αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος και πιο πιθανές λύσεις είναι η καλύψη μέρους του χρηματοδοτικού κενού με πρόσθετα κεφάλαια από την ευρωζώνη, η έκδοση εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου, ή η χρηματοδότηση από τον ESM με εγγύηση περιουσία του ελληνικού δημοσίου.
Goldman Sachs
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να δείχνει σημάδια βελτίωσης, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs σε σημερινή της έκθεση, όμως η εικόνα της αγοράς ομολόγων της χώρας δεν το αντικατοπτρίζει αυτό, εν μέρει λόγω του συνεχιζόμενου κινδύνου πολιτικής αστάθειας.
Το 2013 αποτελεί το πέμπτο έτος ύφεσης για την ελληνική οικονομία, με την σοβαρότατη οικονομική κρίση που χτύπησε τη χώρα, να αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίπονη, τόσο για τον δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό της τομέα. Οι δημοσιονομικές πολιτικές του 2008 και του 2009 διεύρυναν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και του λογαριασμού τρεχουσών συναλλαγών, χωρίς να στηρίζουν σχεδόν καθόλου το ΑΕΠ της χώρας.
Το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής που χρειάστηκε να υποστεί η Ελλάδα και οι προσαρμογές στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, καθώς και γενικότερα η ταχύτητα της προσαρμογής που απαίτησαν τα πακέτα διάσωσης της χώρας, οδήγησαν σε κίνδυνο εξόδου από το ευρώ, σε πολιτική αστάθεια, σε συνολική συρρίκνωση του ΑΕΠ από το β τρίμηνο του 2008 μέχρι σήμερα, της τάξης του 23% και εκτόξευση της ανεργίας στο 27,5%.
Ωστόσο, όπως τονίζει η GS, την ίδια περίοδο, η οικονομία της Ελλάδας έκανε επίσης σημαντική πρόοδο. Το εμπορικό έλλειμμα συρρικνώθηκε από την κορυφή των 7,5 δισ. ευρώ το μήνα το 2008, σε σχεδόν μηδενικό αυτή τη στιγμή. Μέρος αυτής της προσαρμογής είναι κυκλικό αλλά υπάρχει και ένα μεγάλο κομμάτι που είναι δομικό.
Επίσης, παρά την πολύ αδύναμη ανάπτυξη, η πορεία του προϋπολογισμού της χώρας ήταν εντός των απαιτήσεων της τρόικας μέχρι στιγμής στο τρέχον έτος. Χάρη κυρίως στις βαθιές περικοπές δαπανών, η Ελλάδα πλησιάζει σταδιακά τον στόχο εξισορρόπησης του προϋπολογισμού και αυτό θα βοηθήσει στην σταθεροποίηση της ανάπτυξης μόλις μετριαστεί η δημοσιονομική προσαρμογή, το 2014.
Στο βραχυπρόθεσμο δίαστημα, η μείωση των κινδύνων πτώχευσης και εξόδου από το ευρώ θα προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις για την Ελλάδα και η αποπληρωμή των οφειλών του δημοσίου θα βελτιώσει τη ρευστότητα.
Τριπλή ψήφος εμπιστοσύνης στα ελληνικά ομόλογα
Η Goldman Sachs θεωρεί ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν αντικατοπτρίζουν τη βελτίωση της οικονομίας. Και η αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων διεθνώς, έχει επίσης επηρεάσει τις ελληνικές αποδόσεις, αυτή όμως η διεθνής τάση τροφοδοτείται από τις προσδοκίες επιτάχυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, κάτι που βοηθά τις ελληνικές εξαγωγές. Έτσι,όπωςκαταλήγει, βλέπει περιθώριο περαιτέρω υποχώρησης των ελληνικών αποδόσεων.
«Αγοράστε ελληνικά ομόλογα» λένε, έμμεσα, και η Barclays και η Royal Bank of Scotland , επισημαίνοντας πως οι επενδυτές που πιστεύουν στην οικονομική ανάκαμψη της Eυρωζώνης θα πρέπει να αγοράσουν ομόλογα των περιφερειακών χωρών.
Έρευνα της Barclays έδειξε πως τα κρατικά ομόλογα των χωρών όπως η Ιταλία και η Ισπανία, θα υπεραποδώσουν στο υπόλοιπο του έτους, ενώ η Royal Bank of Scotland επισημαίνει πως τα ομόλογα της περιφέρειας του ευρώ, θα αποτελέσουν επίσης ένα μέσο αντιστάθμισης του υψηλότερου κινδύνου του releveraging ( της ανάληψης περισσότερου χρέους), καθώς το μειωμένο κόστος κεφαλαίου κάνει τον δανεισμό πιο εύκολο.
Ενώ οι αμερικάνικες εταιρείες έχουν ήδη προχωρήσει σε εξαγορές και συγχωνεύσεις, οι ευρωπαϊκές έχουν παραμείνει πολύ συντηρητικές. Ωστόσο, με την βελτίωση της ανάπτυξης, το releveraging θα επιστρέψει και στην Ευρώπη, όπως σημειώνει ο επικεφαλής ανάλυσης της RBS , Alberto Gallo.
Το releveraging βοηθά τις εταιρείες να επενδύσουν ή να ενισχύσουν τον πλούτο των μετόχων τους, ωστόσο αυξάνει την πιθανότητα ζημιών. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε πτώση των τιμών των ομολόγων , καθώς οι εταιρείες προχωρούν στην άντληση χρέους από την πιστωτική αγορά, αυξάνοντας έτσι την προσφορά εταιρικών ομολόγων.
Η δυνατότητα του releveraging στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αποτελεί σύμπτωμα μίας ισχυρότερης οικονομίας, αλλά αυξάνει το ρίσκο στους επενδυτές της πιστωτικής αγοράς, όπως επισημαίνει ο Gallo.
Η Barclays υποστηρίζει πως τα κρατικά ομόλογα των χωρών της περιφέρειας του ευρώ – Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία – θα υπεραποδόσουν σε σχέση με τα γερμανικά, μέχρι το τέλος του 2013, λόγω της απόφασης-έκπληξης της Fed να μην ξεκινήσει την μείωση του προγράμματος αγοράς ομολόγων, της αναμενόμενης περαιτέρω βοήθειας ενίσχυσης της ρευστότητας από την ΕΚΤ και της επιστροφής της επενδυτικής όρεξης για ρίσκο.
Όπως τονίζει, τα spreads της περιφέρειας έχουν πολύ καλύτερη πορεία σε σχέση με τα γερμανικά και παρά το sell-off στα assets πολύ υψηλού ρίσκου – όπως οι αναδυόμενες αγορές – ποτέ δεν σημείωσαν μεγάλη υποαπόδοση. Με την όρεξη για ρίσκο να επιστρέφει, τα ομόλογα των χωρών της περιφέρειας θα συνεχίσουν να υπεραποδίδουν, καταλήγει η Barclays.
Facebook Comments