Το μνημείο «πεσόντων της ΕΡΤ» με τον ευφάνταστα -και εντέχνως- αοριστολογικό τίτλο «Μνήμες και χρέος» έχει προκαλέσει ήδη πάρα πολλά σχόλια και άφθονο (πικρό, δυστυχώς,) γέλιο. Είτε ως καθαυτό αντικείμενο-έκθεμα, λόγω τής ανέμπνευστα τραγικής αισθητικής του και τις δόλιες επιλογές των συμβόλων που επελέγησαν, είτε ως προς την ευτελή δημαγωγική στόχευση που εξυπηρετεί η δημιουργία του. Στόχευση η οποία μαστιγώνει με θρασύτητα  την αντικειμενικότητα τής ερμηνευτικής προσέγγισης των ιστορικών δεδομένων, αλλά και των ίδιων των κοινωνικο-πολιτικών καταστάσεων που αποτέλεσαν την αφορμή του.

Τα όσα δε ιλαροτραγικά διαδραματίστηκαν κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων του, με πρωταγωνιστές τον πρόεδρο της ΕΡΤ Διονύση Τσακνή και την πρώην βουλευτή Ραχήλ Μακρή, ήταν ένα ακόμα επισφράγισμα του κλίματος τριτοκοσμικής φαιδρότητας που κυριαρχεί στο δημόσιο πολιτικό βίο της χώρας.

Το γεγονός ότι ένας -κομματικά διορισμένος- πρόεδρος δημόσιου οργανισμού μπορεί από μικροφώνου μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες να κραυγάζει «σκάσε, σκάσε, σκάσε!» προς κάποιο πρόσωπο (ασχέτως του πόσο ευτελώς ιλαρό τυχόν μπορεί να είναι για πολλούς το εν λόγω δημόσιο πρόσωπο) χωρίς να υφίσταται καμία συνέπεια λογοδοσίας και, χωρίς ως θεσμικό πρόσωπο να νοιώθει την ανάγκη να απολογηθεί έστω ατύπως για την συμπεριφορά του, καταδεικνύει την κατάπτωση των ηθών που διέπουν το πνεύμα κομματο-κρατούμενης διοίκησης τού κράτους μας.

«Ο βιασμός της ιστορικής πραγματικότητας»

_

Το στοιχείο που κυρίως πρέπει να μας προβληματίζει, είναι η σημασιολογία που εμπεριέχει η πολιτική βούληση για τη δημιουργία του συγκεκριμένου μνημείου.  

Το μνημείο αυτό, ουσιαστικά πρόκειται για ‘μνημείο δημαγωγίας’. Αποτελεί για τον αυριανό Ιστορικό μία συμπυκνωμένη καταγραφή των μεθόδων που χρησιμοποιούν τα ωφελιμιστικά καθεστώτα προκειμένου να χειραγωγήσουν τον συναισθηματισμό των ανθρώπων. Διότι, όταν το συναίσθημα τρέφεται και χειραγωγείται οδηγούμενο προς στοχευμένη κατεύθυνση, το κριτικό σκέπτεσθαι ναρκώνεται, εξουδετερώνεται. Οπότε, οι μάζες γίνονται εύκολα πλέον καθοδηγούμενα έρμαιά του, να αντιλαμβάνονται ως (τεχνητή) πραγματικότητα αυτό που ο εντέχνως φορτισμένος με συναίσθημα ψυχισμός τους τούς υποβάλλει.

Έτσι, σύμφωνα με το παγίως εμπεδωμένο δημαγωγικό δόγμα της αναχρονιστικής αριστεράς, ότι: «Δεν θα μας επιβάλει η πραγματικότητα το αν ο γάιδαρος πετάει ή δεν πετάει, αλλά αυτό είναι κάτι που το καθορίζουμε μόνο εμείς», έτσι και εδώ η κομματική νομενκλατούρα αποφάσισε ότι κατά το τότε (με άστοχο και ανόητο τρόπο πραγματοποιηθέν, είναι η αλήθεια) κλείσιμο της ΕΡΤ, η κινηματική αντίσταση του «λαού» θρήνησε νεκρούς, θύματα της κακής μη-αριστερής κατασταλτικής εξουσίας. Διότι για την ελληνική αριστερά, κάθε εξουσία που δεν την ασκεί η ίδια, είναι εκ προοιμίου «κακή και απεχθής εξουσία». Και εάν για αυτό δεν υπάρχουν εμφανείς αποδείξεις, θα πρέπει να τις επινοήσουμε.

Είναι πολύ βολικό να γράφεις την Ιστορία με τον αυθαίρετο τρόπο που ιδιωφελώς σε βολεύει και σε εξυψώνει. Εξάλλου, κάθε ολοκληρωτικής ιδεολογικής κατεύθυνσης καθεστώς αυτό κάνει:

Επινοεί πολωμένα ιστορικά αφηγήματα τα οποία «αποδεικνύουν» την ανωτερότητά τους, αλλά και την επείγουσα εθνική αναγκαιότητα για παραμονή τους στην εξουσία∙ αφηγήματα που επιχειρεί με κάθε τρόπο να τα εμφυτεύσει ανεπεξέργαστα στις ανθρώπινες συνειδήσεις.

Και οι… νεκροί;

_

Ατυχώς, για πολλούς ανθρώπους αυτό το ερώτημα-απορία, ισχύει:

«Υπήρξαν πράγματι νεκροί, θύματα της κρατικής βίας και δυνάμεων καταστολής, άνθρωποι που έπεσαν αντιστεκόμενοι στην επιβολή κλεισίματος του οργανισμού;»

Αυτό που για αρκετό κόσμο είναι καταφανές (ότι δηλαδή σε καμία περίπτωση δεν υπήρξαν τέτοια θύματα, ούτε καν οι προϋποθέσεις), για μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού η αλήθεια εξακολουθεί ακόμα να είναι καπελωμένη από την χυδαία προπαγάνδα.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ακόμα πιστεύουν ότι σκοτώθηκαν άνθρωποι. Και το χειρότερο, πολλοί που αν και κατά βάθος γνωρίζουν ότι αυτό δεν έχει συμβεί, επιλέγουν να συμπεριφέρονται σαν να έχει ακριβώς συμβεί…

Για τους περισσότερους όμως, η προπαγάνδα έχει λειτουργήσει διαφορετικά∙ πιο υποχθόνια και ύπουλα:

Οι πολίτες αυτής της κατηγορίας, απλώς, «δεν είναι σίγουροι…».

Και δεν είναι σίγουροι, επειδή για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν έχουν συχνή πρόσβαση στην έγκυρη πληροφόρηση.

Όταν λοιπόν λόγω μερικής άγνοιας δεν είσαι σε θέση να πεις στον εαυτό σου με έγκυρη βεβαιότητα πως ‘Δεν σκοτώθηκε ούτε τραυματίστηκε ποτέ κανένας σε οποιοδήποτε επεισόδιο σχετιζόταν με το κλείσιμο της ΕΡΤ’, τότε έχεις αμφιβολίες οπότε κρατάς καλού-κακού μία επιφύλαξη. Λες μέσα σου: «Και αν όντως είχαν σκοτωθεί άνθρωποι; Οπότε καλύτερα να μην εκφέρω άποψη».

Εκεί ακριβώς είναι όμως όπου οι εμπνευστές της προπαγάνδας στοχεύουν: Στο να δημιουργήσουν αμφιβολίες και να τις συντηρήσουν σταθερά ζωντανές∙ υπέρ εκείνων φυσικά και, υπέρ της πόλωσης. Να τις θρέψουν και να τις γιγαντώσουν, ώστε να έρθει το πλήρωμα του χρόνου και η αμφιβολία του κόσμου να έχει πια αποσκληρυνθεί μετεξελισσόμενη σε μία αόριστη και θολή ‘βεβαιότητα’.

Έτσι λοιπόν, το περιβόητο μνημείο της ΕΡΤ επιτελεί τον πονηρό σκοπό για τον οποίο στήθηκε. Καταξιώνει με ύπουλο τρόπο στην υποσυνείδητη συλλογική μνήμη το προϊόν μίας πολιτικής εξαπάτησης, εξισώνοντάς το έτσι να μοιάζει με αληθινό ιστορικό γεγονός. Το ίδιο το «ιστορικό» γεγονός-φάντασμα μπορεί τελικά να ξεφτίσει ως τέτοιο στη μνήμη. Όμως, τα στοχευμένα μηνύματα και οι γενικές εντυπώσεις που εντέχνως προκάλεσε, θα παραμείνουν στο υποσυνείδητο.

Αισχρό;

Όχι μόνο, αλλά και ηθικά χυδαίο.

= = = = =

Κάποιοι θα αναρωτηθούν:
« Μα καλά, δεν γνωρίζουν ότι το ψέμα θα ξεγυμνωθεί; «

Το γνωρίζουν ότι θα υπάρξουν (όπως και υπήρξαν) πολλές φωνές που θα αποδομήσουν την απάτη, θα πληροφορήσουν για την αλήθεια. Όμως, ο αντίλογος της αλήθειας δεν τους πολυ-νοιάζει. Γνωρίζουν ότι ο αντίλογος έχει κυρίως απήχηση σε όσους ήδη δεν είναι με τη δική τους πλευρά. Το δικό τους ακροατήριο όπου οι ίδιοι στοχεύουν είναι άλλο. Είναι οι ευκολόπιστοι, οι ανενημέρωτοι,  όσοι έχουν προσεγγίσει με καθαρά ωφελιμιστική σκοπιά το νόημα του πολιτικού γίγνεσθαι.

Αυτό για το οποίο στην κυβέρνηση ΣυριζαΑνελ ενδιαφέρονται είναι ότι, πέραν από τους αφελείς, τους εγκάθετους και τους παρατρεχάμενους, που έτσι κι αλλιώς θα συσπειρωθούν γύρω από το παραμύθι, θα είμαι πολλοί εκείνοι οι άλλοι οι οποίοι «απλώς» θα μείνουν με την αμφιβολία. Και που άρα, οι τελικές εντυπώσεις  θα απομείνουν γέρνοντας στα σημεία υπέρ εκείνων. Ή, έστω, ουδέτερες∙ αλλά σε κάποιο βολικό αύριο, δυνητικά εξαργυρώσιμες υπέρ εκείνων.

= = = = =

«Και αυτή η σκοπιμότητα επετεύχθη»

Έχουν ήδη πια περάσει αρκετές μέρες. Το «μνημείο» στήθηκε, έκανε τον χρήσιμο ντόρο του και πλέον παραμένει εδραιωμένο στη θέση του. Η σκόνη που σηκώθηκε από την ολιγοήμερη -πιο αποστασιοποιημένης και ορθολογικής υφής- αντίσταση στην εξαπάτηση, σιγά-σιγά κατακάθεται.

Η φασαρία θα ξεχαστεί, οι παραπειστικές εντυπώσεις όμως θα παραμείνουν. Ήδη σήμερα, η επικαιρότητα κυριαρχείται από άλλα ζητήματα. Το κομματικό καθεστώς την ολοκλήρωσε (και αυτή) τη μικρή ‘δουλίτσα’ του.

Και η ζωή στη δημόσια σφαίρα συνεχίζεται ανεπηρέαστη στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο της. Σαν να μη συνέβη τίποτα το άθλιο, το μεμπτό. Σαν να μη αλλοιώθηκε για μία ακόμα φορά το νόημα των γεγονότων.

Η κοινωνία κουρασμένη πια και πελαγωμένη, το αποδέχθηκε και αυτό καταπίνοντάς το απαθής μέσα στο χωνευτήρι των πάντων∙ όπως τόσα και τόσα άλλα, με τον ίδιο τρόπο. Κατάσταση γιορτής για κάθε μοχθηρό καθεστώς.

Η τοξικότητα τού πολιτικού οπισθοδρομισμού εδώ και πολύ καιρό, εμποτίζει καθημερινά στάλα-στάλα το ναρκωτικό δηλητήριό της στα ενδότερα τού δημόσιου βίου και της ψυχικής ζωής των πολιτών.

Η θρασύτητα στη χρήση τού παραπειστικού ψεύδους κερδίζει συνεχώς τις αναμετρήσεις με τη λογική, στα αμέτρητα πεδία μικρών (και μεγάλων) μαχών όπου βομβαρδίζει ανελέητα το κοινωνικο-πολιτικό τοπίο.

Έχει πολλή δύναμη επιρροής των εξελίξεων το θράσος. Και, όσο επιβραβεύεται από τα αποτελέσματα της δράσης του, τόσο πιο βίαια ανατροφοδοτείται και… αποθρασύνεται.

Αυτή είναι πλέον η παγιωμένη καθημερινότητα. Ένα ρεύμα παρακμής που κυριαρχεί και διαπνέει συνολικά τη δημόσια σφαίρα και τη ζωή των κατοίκων της Ελλάδος.

Μία τελματώδη κατάσταση (αν)ισορροπίας που κυοφορεί εφιαλτικές προοπτικές για το μέλλον του τόπου. Και, ατυχώς, οι πολιτικές δυνάμεις που (θα έπρεπε να) αποτελούν το αντίδοτο αυτής της παθογένειας, δείχνουν άβουλες, ανίσχυρες, άτολμες στο να αλλάξουν τους όρους και τον στίβο των εξελίξεων∙ Οι δε πιο τολμηρές και συνεγερτικές, συνήθως λοιδορούνται.
 
Και όχι∙ αυτό δεν είναι κάτι που σχετίζεται με τα αδιέξοδα της οικονομικής δυσπραγίας. Σχετίζεται με την ίδια την έμψυχη πρώτη ύλη∙ τον κοινωνικό ιστό που συνεχώς ‘ξεφτίζει, αποδομείται, απονεκρώνεται’.
Ή που, μυωπικά εγκαταλείπεται να ‘ξεφτίζει αποδομείται απονεκρώνεται’, στο βωμό τής πολιτικάντικης και δήθεν οραματικής, πλην όμως πάντοτε κοντόφθαλμης, σκοπιμότητας.

Facebook Comments