Πόσο ορατή είναι η έξοδος από τη κρίση;
Θα είναι η σημερινή οικονομική κρίση μεσοπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης διάρκειας;
Θα είναι η σημερινή οικονομική κρίση μεσοπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης διάρκειας;
Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που διατυπώνονται καθημερινά, όχι μόνο από τα χείλη προβληματισμένων πολιτών, αλλά και από σημαντικούς οικονομολόγους, ακόμη και από υψηλόβαθμους αξιωματούχους «μεγάλων» και ισχυρών κρατών.
Οι πάντες «ψάχνονται». Ανιχνεύουν, μελετούν, αξιολογούν στοιχεία και δεδομένα και προσπαθούν να ανακαλύψουν τη βέλτιστη φόρμουλα, που θα ανανεώσει την εμπιστοσύνη επενδυτών και πολιτών στις οικονομίες και το πιστωτικό σύστημα. Που θα επαναφέρει το πρώτο κόσμο σε τροχιά μακρόχρονης ανάπτυξης. Που θα εγγυηθεί την επιστροφή της ευημερίας για τη μεσαία τάξη και τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού.
Σε προγενέστερες κρίσεις, και κυρίως στη μεγάλη του 1929, η κυριαρχία του πρώτου κόσμου, αυτού που επικράτησε να αποκαλείται Δύση, ήταν αυτονόητη, πανθομολογούμενη και αποδεκτή από όλους. Ουδείς την αμφισβητούσε διεθνώς. Ήταν οι δικές του οικονομίες που πυροδότησαν τη κρίση. Και ήταν επίσης καθαρά θέμα του ανεπτυγμένου πρώτου κόσμου να επαναφέρει την οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά και να αποπληρώσει τα χρέη που σωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Σήμερα το διεθνές περιβάλλον έχει αλλάξει σημαντικά σε σχέση με τη δεκαετία του ’30. Η κρίση εκτυλίσσεται παράλληλα με μια σημαντική αναδιάταξη της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής, της παγκόσμιας οικονομίας και των συντελεστών ισχύος.
Η παγκοσμιοποίηση και η κατάρρευση των χωρών της σοβιετικής ζώνης είναι οι δύο κυριότεροι υπεύθυνοι για τη μεταβολή των διεθνών σταθερών.
Η απελευθέρωση της διακίνησης ανθρώπων, εμπορευμάτων, κεφαλαίων και αγορών, άνοιξε το δρόμο για ολική ανατροπή του έως τότε διαμορφωμένου σκηνικού. Οι επιχειρήσεις των ανεπτυγμένων χωρών μπορούσαν πλέον, χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς, να αναζητήσουν προορισμούς χαμηλού εργατικού κόστους, να επενδύσουν εκεί τα κεφάλαια τους και να επεκτείνουν ή και να μεταφέρουν πλήρως στα σημεία αυτά τη παραγωγή τους.
Άρχισαν να παράγονται ολοένα φθηνότερα και ανταγωνιστικότερα προϊόντα, που επανέρχονταν για να καταναλωθούν από τις κοινωνίες του πρώτου κόσμου, οι οποίες, αγοράζοντας τα ίδια πράγματα φθηνότερα, έβλεπαν την αγοραστική τους δύναμη να αυξάνεται. Ταυτόχρονα άρχισαν να βγαίνουν από την ανέχεια οι κάτοικοι των περιοχών, που έως τότε κατατάσσονταν στο τρίτο κόσμο. Οι μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις στο έδαφος τους δημιουργούσαν εκατομμύρια θέσεις εργασίας και προσέφεραν, στοιχειώδη στην αρχή, υψηλότερα στη συνέχεια, εισοδήματα για τους πληθυσμούς τους, επιτρέποντας τους να «ζούν». Κάτι που δεν ήταν πρίν δεδομένο.
Οι χώρες της Ασίας αρχικά, κάποιες της Λατινικής Αμερικής στη συνέχεια και ακολούθως οι πρώην σοβιετικές (λιγότερο), μετατράπηκαν σε ατμομηχανές της παγκόσμιας οικονομίας. Η Κίνα έγινε το «εργοστάσιο του κόσμου». Η Δύση λόγω υψηλού κόστους παραγωγής αρκούνταν στον έλεγχο και την εκμετάλλευση των νέων τεχνολογιών, στην ανάπτυξη των καινοτομιών και στη κατανάλωση των φθηνών εισαγόμενων προϊόντων.
Οι αναδυόμενες οικονομίες αποκτούν σταδιακά ισχύ και ασκούν ισχυρή πίεση στο πρώτο κόσμο. Εκτός από συνεχή βελτίωση της θέσης τους στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, διεκδικούν και την ανάλογη ισχύ και συμμετοχή στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και στη λήψη των αποφάσεων.
Οι ιστορικές ισορροπίες μεταβάλλονται ραγδαία. Δεν βρισκόμαστε παρά στην αρχή αυτής της διαδικασίας και θα ήταν παράλογο και παράτολμο να αποπειραθεί κανείς προβλέψεις για το μέλλον. Πόσο μάλλον αφού η ιστορία της ανάπτυξης δεν υπήρξε ποτέ ευθύγραμμη, ούτε αποκλειστικά οικονομική.
Με φόντο αυτό το διεθνές περιβάλλον, πόσο σίγουρο είναι ότι θα υπάρξει ικανοποιητική ανάπτυξη στην Ευρώπη, η οποία θα επιτρέψει μεσοπρόθεσμα τη μείωση των σωρευμένων χρεών των οικονομιών της; Ποιος βεβαιώνει ότι δεν θα βαθύνει η ύφεση;
ΗΠΑ και Ιαπωνία ουσιαστικά εμφανίζουν συναντίληψη στην εφαρμογή επεκτατικών πολιτικών. Η ΕΕ, με πρωτοπόρο τη Γερμανία, αντιστέκεται κάπως και πολιτεύεται περιοριστικά. Πιέζεται όμως έντονα από τους άλλους δύο, αλλά και από τους λαούς της, να προσχωρήσει κι αυτή σε χαλαρότερες πολιτικές.
Αν υπάρξει ικανοποιητική ανάπτυξη, η επεκτατική πολιτική και η ανάληψη νέων χρεών ίσως λειτουργήσουν θετικά. Αν η ανάπτυξη είναι αργή, εάν επικρατήσει στασιμότητα ή εάν η ύφεση επιμείνει, μέχρι ποίου σημείου είναι σκόπιμη σήμερα μια συσσώρευση νέων χρεών; Υπάρχει όριο; Και για ποιες χώρες;
Οι κοινωνίες του πρώτου κόσμου έχουν εθιστεί με ισχυρές κοινωνικές πολιτικές και στα πλαίσια του κοινωνικού κράτους απολαμβάνουν σημαντικού βαθμού προστασίας. Γερνούν επικίνδυνα όμως και δεν ανανεώνονται. Σε συνδυασμό με την επέκταση του προσδόκιμου ζωής, δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα στα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, που βάλλεται οικονομικά ως μη διατηρήσιμο.
Λιγότεροι άνθρωποι, χαμηλότερα αμειβόμενοι, καλούνται να συντηρήσουν υψηλού επιπέδου και υψηλού κόστους παροχές για όλο και περισσότερους συμπολίτες τους, που αποχωρούν από την αγορά εργασίας. Η εξίσωση δεν φαίνεται επιλύσιμη. Οι λαοί διεκδικούν διατήρηση ή και διεύρυνση «κεκτημένων», που φαίνεται να μην είναι διατηρήσιμα. Επειδή ακριβώς ελλείπουν οι πόροι που θα συνεχίσουν να τα χρηματοδοτούν. Αυτή είναι η φάση που οξύνεται και η σύγκρουση πολιτικών συστημάτων και κοινωνιών.
Η κρίση συνεπώς ίσως είναι το αφανές αποτέλεσμα μετασχηματισμών που συντελούνται στο παγκόσμιο σύστημα. Ίσως είναι μια διαδικασία που επιταχύνει αλλαγές, τις οποίες ακόμη δεν γνωρίζουμε ή δεν έχουμε αντιληφθεί. Ίσως είναι το ξεκίνημα μιας νέας φάσης, μεταβατικής, στο δρόμο προς ένα ιστορικά διαφορετικό πρότυπο ανάπτυξης, όπου οι σταθερές που γνωρίσαμε στο παρελθόν θα έχουν αντικατασταθεί από καινούργιες. Ίσως αποτελέσει ένα καθαρτήριο για τις παντοειδείς αμετροέπειες κρατών, ιδιωτών, πιστωτικών ιδρυμάτων, με εξυγιαντικά χαρακτηριστικά.
Αυτό όμως που αποτελεί μάλλον βεβαιότητα είναι ότι η σημερινή κρίση έχει οδηγήσει σε μια εποχή αβεβαιότητας και κινδύνων. Σε μια εποχή απρόβλεπτων συνθηκών και καταστάσεων, τις οποίες δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε. Είμαστε όμως σε θέση να προετοιμαστούμε, για να τις αντιμετωπίσουμε, με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος. Αρκεί να κατανοήσουμε το πρόβλημα και να δείξουμε βούληση να το λύσουμε.
Μπορεί ο πρώτος κόσμος να αποδεχτεί μείωση της επιρροής, των εισοδημάτων και του επιπέδου διαβίωσης του σε όφελος των αναδυόμενων κοινωνιών; Εάν ναι, η νέα ισορροπία είναι ζήτημα χρόνου. Εάν όχι, ουδείς μπορεί να αποτρέψει τις παραγωγικές κοινωνίες του τρίτου και του δεύτερου κόσμου να διεκδικήσουν την αναρρίχηση τους, εφόσον οι οικονομίες τους το υποστηρίζουν, σε υψηλότερες βαθμίδες ευημερίας. Τουλάχιστον με ειρηνικά μέσα. Είναι ανήθικο και άδικο να επιχειρήσεις να αποστερήσεις με βίαιο τρόπο το μερίδιο ευημερίας, που δικαιούνται άλλες κοινωνίες, σκληρά εργαζόμενες και αγωνιζόμενες, προκειμένου να προστατεύσεις παντί τρόπω το αντίστοιχο δικό σου σε επίπεδο μη διατηρήσιμο.
Η εποχή και οι μέθοδοι της αποικιοκρατίας έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Facebook Comments