Κατά 40% μειώθηκε ο πλούτος των νοικοκυριών
Η διάμεση αξία του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της κρίσης μειώθηκε κατά 40%
Η διάμεση αξία του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της κρίσης μειώθηκε κατά 40%
Τον δραματικό αντίκτυπο της κρίσης στα ελληνικά νοικοκυριά αποτυπώνει μελέτη που δημοσιεύεται στο 45ο τεύχος (Ιούλιος 2017) του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύτηκε σήμερα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η διάμεση αξία του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της κρίσης μειώθηκε κατά 40%, ενώ το διάμεσο ετήσιο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 26% την περίοδο 2009-2014.
Πρόκειται για μελέτη του Ευάγγελου Χαραλαμπάκη με τίτλο: “Πόσο έχει επηρεάσει η κρίση την οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών; Μια συγκριτική ανάλυση των δύο κυμάτων της έρευνας HFCS”.
Σκοπός της μελέτης είναι να διερευνήσει κατά πόσον η κρίση επηρέασε την οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών σε μικροοικονομικό επίπεδο την περίοδο 2009-2014, χρησιμοποιώντας στοιχεία των δύο κυμάτων της έρευνας για την οικονομική κατάσταση και την κατανάλωση των νοικοκυριών (Household Finance and Consumption Survey – HFCS).
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος και παρέχει λεπτομερή πληροφόρηση για τα περιουσιακά στοιχεία, τα δάνεια και τον καθαρό πλούτο των νοικοκυριών, καθώς επίσης και για το εισόδημα και την κατανάλωσή τους. Το ευρωπαϊκό δείγμα του δεύτερου κύματος περιλαμβάνει περισσότερα από 84.000 νοικοκυριά σε 20 ευρωπαϊκές χώρες. Για την Ελλάδα, το πρώτο κύμα της HFCS διεξήχθη το 2009 με δείγμα 2.971 νοικοκυριά, ενώ το δεύτερο κύμα το 2014 με δείγμα 3.003 νοικοκυριά.
Η ανάλυση των στοιχείων των δύο κυμάτων της HFCS για την Ελλάδα μας δίνει τη δυνατότητα να διερευνήσουμε αν τα βασικά οικονομικά μεγέθη των ελληνικών νοικοκυριών επηρεάστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η κρίση είχε έντονη αρνητική επίδραση στον καθαρό πλούτο, στα περιουσιακά στοιχεία, στο εισόδημα και στην κατανάλωση των νοικοκυριών. Η διάμεση αξία του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της κρίσης μειώθηκε κατά 40% και η μεταβολή αυτή είναι στατιστικά σημαντική. Επιπλέον, η μείωση της αξίας του καθαρού πλούτου το 2014 σε σχέση με το 2009 είναι στατιστικά σημαντική σε όλο το εύρος της κατανομής. Η πτώση της αξίας του καθαρού πλούτου αποδίδεται στη μείωση κυρίως της αξίας της ακίνητης περιουσίας και δευτερευόντως των καταθέσεων. Επίσης, η μελέτη καταδεικνύει μείωση της αξίας του υπολοίπου των συνολικών δανείων των νοικοκυριών και των ενυπόθηκων δανείων, αλλά η μεταβολή αυτή δεν είναι στατιστικά σημαντική. Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται στατιστικά σημαντική μείωση του υπολοίπου των μη ενυπόθηκων δανείων.
Εκτός από τον καθαρό πλούτο των νοικοκυριών, το διάμεσο ετήσιο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 26% την περίοδο 2009-2014. Η μείωση του εισοδήματος είναι στατιστικά σημαντική σε όλο το εύρος της κατανομής. Το περιορισμένο εισόδημα και η επιβολή φόρων έπληξαν σημαντικά και την κατανάλωση των νοικοκυριών. Το διάμεσο ύψος της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης τροφίμων μειώθηκε κατά 27%. Η μείωση αυτή είναι στατιστικά σημαντική σε όλο το εύρος της κατανομής. Η αποταμίευση των νοικοκυριών περιορίστηκε κατά την περίοδο της κρίσης. Τέλος, το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσαν ότι τα έξοδά τους είναι χαμηλότερα από το εισόδημά τους μειώθηκε από 21,9% το 2009 σε 13,5 % το 2014. Τα ευρήματα αυτά αντανακλούν, στο μικροοικονομικό επίπεδο, τη μεγάλη μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία κατά την περίοδο 2009-2014 και τη συνακόλουθη μείωση της απασχόλησης.
Το τρίτο κύμα της έρευνας HFCS για τα ελληνικά νοικοκυριά θα διεξαχθεί εντός του 2017 και θα ενσωματώνει πρόσθετες ερωτήσεις για το παθητικό των νοικοκυριών και συγκεκριμένα για τις οφειλές τους προς εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, προσφέροντας μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το συνολικό χρέος των ελληνικών νοικοκυριών.
Το τεύχος περιλαμβάνει επίσης τις εξής μελέτες:
Heather D. Gibson και Γεωργία Παύλου: “Εξαγωγική δραστηριότητα και οικονομικές επιδόσεις: εμπειρικά αποτελέσματα από τις ελληνικές επιχειρήσεις”
Η μελέτη αποσκοπεί στην εμπειρική διερεύνηση των διαφορών μεταξύ εξαγωγικών και μη εξαγωγικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, σε όρους παραγωγικότητας της εργασίας και κερδοφορίας διαχρονικά, κατά τομέα οικονομικής δραστηριότητας και κατά μέγεθος.
Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρική βιβλιογραφία, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις έχουν καλύτερες επιδόσεις από τις μη εξαγωγικές επιχειρήσεις, ενώ είναι κατά κανόνα μεγαλύτερες, πιο παραγωγικές και υψηλότερης έντασης κεφαλαίου. Επιπλέον, διαφαίνεται κυρίως ότι οι εκ των προτέρων παραγωγικότερες επιχειρήσεις είναι εκείνες που λαμβάνουν την απόφαση να στραφούν προς ξένες αγορές και όχι τόσο ότι η εξαγωγική δραστηριότητα οδηγεί απαραίτητα σε υψηλότερη παραγωγικότητα. Στο επίπεδο της επιχείρησης, η στροφή αυτή συνεπάγεται σημαντική αύξηση του παραγόμενου προϊόντος, του ρυθμού μεταβολής της παραγωγικότητας, αλλά και της απασχόλησης. Μάλιστα, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, οι νέες αυτές θέσεις εργασίας θεωρούνται σχετικά σταθερές, λόγω των υψηλότερων ποσοστών επιβίωσης των εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Η μελέτη χρησιμοποιεί στοιχεία για τις εξαγωγικές και τις μη εξαγωγικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα την περίοδο 2006-2014 για να διερευνήσει τις πιο πάνω σχέσεις. Τα στοιχεία αφορούν 60.325 επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς δραστηριότητας. Αντλούνται από τη βάση δεδομένων της ICAP που παρέχει ετήσια στοιχεία ισολογισμών και αποτελεσμάτων χρήσεως των επιχειρήσεων, καθώς και στοιχεία για τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας στον οποίο δραστηριοποιείται η επιχείρηση, τον αριθμό των απασχολουμένων, το έτος σύστασης της επιχείρησης και το εξαγωγικό της καθεστώς. Με βάση αυτά κατηγοριοποιούνται οι επιχειρήσεις κατά τομέα δραστηριότητας, ενώ δημιουργούνται και εξετάζονται έξι διαφορετικές δυαδικές μεταβλητές ανάλογα με το εξαγωγικό καθεστώς της επιχείρησης.
Για να διερευνηθούν οι διαφορές στην παραγωγικότητα μεταξύ εξαγωγικών και μη εξαγωγικών επιχειρήσεων υιοθετείται η μεθοδολογία που εισήχθη από τους Bernard and Jensen (1995, 1999). Μέσω αυτής υπολογίζεται η μέση ποσοστιαία απόκλιση της παραγωγικότητας της εργασίας μεταξύ εξαγωγικών και μη εξαγωγικών επιχειρήσεων (exporter productivity premium), η οποία προκύπτει αφού ελεγχθεί η επίδραση των λοιπών χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων.
Από τη μελέτη προκύπτει ότι η μέση ποσοστιαία απόκλιση της παραγωγικότητας μεταξύ εξαγωγικών και μη εξαγωγικών επιχειρήσεων εκτιμάται σε 14% για το σύνολο του δείγματος, καταδεικνύοντας ένα σημαντικό πλεονέκτημα παραγωγικότητας για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, που είναι ακόμη ισχυρότερο σε κάποιους τομείς δραστηριότητας. Επίσης, τα αποτελέσματα δείχνουν υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας για τις μόνιμα εξαγωγικές και τις νέες εξαγωγικές επιχειρήσεις, ενώ υπάρχει αρνητική, αν και μη στατιστικά σημαντική, επίδραση για τις επιχειρήσεις που διακόπτουν την εξαγωγική τους δραστηριότητα. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ εξαγωγικής δραστηριότητας και ρυθμού μεταβολής της παραγωγικότητας, εκτιμάται υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας για τις μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις – ιδιαίτερα για τις μικρές επιχειρήσεις. Τέλος, η μέση ποσοστιαία απόκλιση της κερδοφορίας μεταξύ εξαγωγικών και μη εξαγωγικών επιχειρήσεων εκτιμάται σε 2,8% για το σύνολο του δείγματος κατά την υπό εξέταση περίοδο και είναι ακόμη υψηλότερη σε κάποιους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, εύρημα που συνάδει με την υπόθεση ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις τείνουν να είναι σχετικά πιο κερδοφόρες.
Από τη μελέτη συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή πολιτικών που ενθαρρύνουν τη δημιουργία και δραστηριότητα επιχειρήσεων υψηλής παραγωγικότητας, με ιδιαίτερη στόχευση στις μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, μπορεί να συμβάλει στην αύξηση των εξαγωγών, στη μείωση της ανεργίας και στην επίτευξη διατηρήσιμων υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Θεοδώρα Κοσμά, Ευαγγελία Παπαπέτρου, Γεωργία Παύλου, Χριστίνα Τσόχατζη και Πηνελόπη Ζιούτου: “Προσαρμογή της αγοράς εργασίας και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης: ευρήματα από την τρίτη έρευνα πεδίου για την ανάλυση της δυναμικής των μισθών”
Η μελέτη περιγράφει τα βασικά ευρήματα για την ελληνική οικονομία της τρίτης έρευνας πεδίου που διενήργησε το ερευνητικό δίκτυο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) για την ανάλυση της δυναμικής των μισθών (Wage Dynamics Network). Στόχος της έρευνας είναι η συλλογή στοιχείων για την ανάλυση της μισθολογικής πολιτικής των επιχειρήσεων. Ιδιαίτερη επιδίωξη της τρίτης έρευνας πεδίου ήταν να διερευνηθεί με ποιους τρόπους οι επιχειρήσεις προσάρμοσαν τις αμοιβές των εργαζομένων τους και την απασχόληση, ανταποκρινόμενες στις εξωγενείς διαταραχές που τις επηρέασαν, καθώς και σε ποιο βαθμό, κατά την εκτίμησή τους, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια στην αγορά εργασίας, κατέστησαν ευκολότερη την προσαρμογή αυτή.
Στην Ελλάδα, η τρίτη έρευνα πεδίου διεξήχθη από την Τράπεζα της Ελλάδος το δεύτερο εξάμηνο του 2014 και στις αρχές του 2015. Χρησιμοποιήθηκε ένα εναρμονισμένο ερωτηματολόγιο που περιείχε έναν κορμό “κύριων” ερωτήσεων, κοινών για όλες τις χώρες, αλλά και κάποιες “μη κύριες” ερωτήσεις, που τέθηκαν μόνο σε ορισμένες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος. Η χρήση εναρμονισμένου ερωτηματολογίου αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων που θα επιτρέπει τη συγκριτική ανάλυση των στοιχείων των επιμέρους χωρών. Στην Ελλάδα, το ερωτηματολόγιο εστάλη σε επιχειρήσεις με περισσότερους από 20 εργαζομένους και σε επιλεγμένους κλάδους. Το τελικό δείγμα περιλαμβάνει 402 επιχειρήσεις, εκ των οποίων σχεδόν το 70% απασχολεί 20-200 άτομα, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (19%) απασχολεί πάνω από 200 άτομα. Όσον αφορά τη σύνθεση κατά κλάδο, το δείγμα κατανέμεται αρκετά ομοιόμορφα ανάμεσα στη μεταποίηση (39%), στο εμπόριο (35%) και στις υπηρεσίες (26%).
Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά την περίοδο 2010-2013 είχε σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι επιχειρήσεις αντέδρασαν στις εξωγενείς διαταραχές που υπέστησαν, προσαρμόζοντας τόσο την απασχόληση όσο και το μισθολογικό τους κόστος. Είναι ενδιαφέρον δε ότι το ποσοστό των επιχειρήσεων που προσάρμοσαν τους μισθούς στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα πεδίου.
Επιπλέον, φαίνεται ότι η εφαρμογή των πρόσφατων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας έχει καταστήσει ευκολότερη την προσαρμογή των επιχειρήσεων στις εξωγενείς διαταραχές. Συγκεκριμένα, ένα σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων αναφέρει ότι είναι ευκολότερο να προσαρμόσουν τις αμοιβές προσωπικού και την απασχόληση τώρα σε σχέση με παλαιότερα. Από αυτές, ένα σημαντικό ποσοστό αποδίδει τη μεγαλύτερη αυτή ευελιξία κυρίως στις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας.
Όσον αφορά τις ενδεχόμενες εναπομείνασες δυσκαμψίες στην ελληνική αγορά εργασίας, από την έρευνα προκύπτει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αξιολογούν πλέον την οικονομική αβεβαιότητα ως το πιο σημαντικό εμπόδιο για την πρόσληψη προσωπικού με συμβάσεις αορίστου χρόνου, ενώ ακολουθούν οι υψηλοί φόροι μισθοδοσίας. Αντιθέτως, το θεσμικό πλαίσιο, το οποίο έχει μεταρρυθμιστεί ριζικά κατά την πρόσφατη περίοδο, δεν θεωρείται πλέον σημαντικό εμπόδιο για την πρόσληψη προσωπικού με συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Ιωάννης Χατζηβασίλογλου: “Η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και υποχρεώσεων των (αντ)ασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τη Φερεγγυότητα ΙΙ”
Η μελέτη παρουσιάζει και αναλύει τις βασικές αρχές και τις παραδοχές επί των οποίων βασίζονται οι αποτιμήσεις των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων των (αντ)ασφαλιστικών επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της Φερεγγυότητας ΙΙ (Solvency II). Η Φερεγγυότητα ΙΙ προκρίνει μεθόδους “σχετικής αποτίμησης”, οι οποίες είναι “συνεπείς με την αγορά” (market consistent valuation), προσεγγίζουν δηλαδή την τιμή του εκάστοτε αποτιμώμενου στοιχείου σε σχέση με την τιμή λοιπών παρόμοιων στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών στην αγορά. Στη μελέτη παρουσιάζεται η εφαρμογή των μεθόδων αυτών στην αναγνώριση και αποτίμηση συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού και υποχρεώσεων (ενδεχόμενων υποχρεώσεων, υπεραξίας και άυλων περιουσιακών στοιχείων, συνδεδεμένων επιχειρήσεων, χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, ακινήτων και αναβαλλόμενων φόρων) και αναλύονται οι επιτρεπόμενες μέθοδοι στάθμισης για τον κίνδυνό τους. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι βασικές αρχές αποτίμησης των υποχρεώσεων προς τους ασφαλισμένους (δηλαδή των τεχνικών προβλέψεων), γίνεται σύνδεση του υπολογισμού τους με την τιμή που λαμβάνουν στο πλαίσιο μιας θεωρητικής μεταβίβασής τους και αναλύονται στις βασικές συνιστώσες τους. Επίσης, αναλύονται οι έννοιες της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου σύμφωνα με το κόστος κεφαλαίου, ενώ παράλληλα αναλύονται κομβικές για τους σχετικούς υπολογισμούς έννοιες όπως η επιχείρηση αναφοράς, οι αντισταθμίσιμοι και μη αντισταθμίσιμοι κίνδυνοι, η αγοραία αξία του κινδύνου και η αναμενόμενη και μη αναμενόμενη ζημία. Καθίσταται σαφές ότι η Φερεγγυότητα ΙΙ διασφαλίζει ότι: α) η ασφαλιστική επιχείρηση αφενός μπορεί να αντέξει σε αρκούντως μεγάλες ζημίες για μία χρονιά και β) αφετέρου διαθέτει τα εχέγγυα ανακεφαλαιοποίησης του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων, είτε άμεσα ώστε να συνεχίσει η ίδια τις εργασίες της είτε έμμεσα μέσω μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση.
Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ ανάγκην της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στο 45ο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης περιλήψεις των “Δοκιμίων Εργασίας” τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) ο Τομέας Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου 2017.
Το τεύχος του Οικονομικού Δελτίου είναι διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή στο δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Facebook Comments