Οι πράξεις ενδοοικογενειακής βίας  αποτελούν για την ψυχοσύνθεση και τη σωματική κατάσταση (ανάλογα με το είδος της βίας – σωματική, ψυχολογική, συναισθηματική) των θυμάτων, παράγοντα που καθορίζει όχι μόνο την ταυτότητά τους μέσα στο στενό οικογενειακό ή συντροφικό πλαίσιο, αλλά και την κοινωνική τους ταυτότητα ως μέλη ενός ευρύτερου συνόλου.

Η βία στην οικογένεια αντιμετωπίζεται πλέον παγκόσμια, ως ιδιαίτερα σημαντικό θέμα. Σύμφωνα με τον Shackelford  (έρευνα 2001) το ένα τέταρτο των ανθρωποκτονιών, στις οποίες προϋπήρχε διαπροσωπική σχέση, αφορούσε συζύγους.

Συνήθως τα θύματα είναι γυναίκες, ηλικιωμένοι και  μικρά παιδιά, τα οποία ακόμα και αν δεν δέχονται άμεσα την βία, γίνονται μάρτυρες αυτής. Ωστόσο η επιθετικότητα έχει πολλές μορφές ενώ δράστης μπορεί να είναι και γυναίκα. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2010 της Parity (οργανισμού για τα δικαιώματα των ανδρών), περισσότερο από το 40% των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι άνδρες.

Μελέτες που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου (Klinger & Stein, 1996), δείχνουν ότι και σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε πράξεις βίας. Γι’αυτόν τον λόγο μάλλον οι υπάρχουσες θεωρίες σε σχέση με το συγκεκριμένο έγκλημα είναι ανεπαρκείς και θα πρέπει να επανεξετασθούν.

Ωστόσο αν θα θέλαμε να παραθέσουμε κάποια στοιχεία, σχετικά πρόσφατων πορισμάτων  που να βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό σε συμφωνία, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στα εξής (De Keseredy 2006, Renezetti 2006):

  • Οι περισσότερες σεξουαλικές βιαιοπραγίες σε ετερόφυλες σχέσεις διαπράττονται από άνδρες.
  • Ένα μεγάλο ποσοστό της χρήσης βίας από γυναίκες αφορά σε αυτοάμυνα στην κακοποίηση του συντρόφου τους.

Στις  περιπτώσεις κατά την οποίες τα θύματα είναι μικρής ηλικίας, όπως σημειώνει και ο Καθηγητής Εγκληματολογίας Α. Μαγγανάς (2009), «επηρεάζονται βαθύτατα και σε μακροπρόθεσμη βάση, αφού εκδηλώνουν ανορεξία, διαταραχές στον ύπνο, γλωσσική καθυστέρηση, δυσλεξία, επιθετικότητα, κατάθλιψη».

Τα  αίτια της  ενδοοικογενειακής βίας ποικίλουν. Σε πολλές περιπτώσεις οι δράστες είχαν ως παράδειγμα ανάλογα πρότυπα συμπεριφοράς στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Όταν στο πλαίσιο της οικογένειας δημιουργούνται σχέσεις δράστη- θύματος, οριοθετείται ταυτόχρονα ένας χώρος επώασης εγκληματικών καταστάσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται ως  προεγκληματικές επικίνδυνες καταστάσεις. Οι τελευταίες, σε περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε σοβαρότερα εγκλήματα (όπως αυτό της ανθρωποκτονίας), τα οποία θα αποτρέπονταν αν σταματούσε η κλιμάκωση της βίας. Άλλωστε η εγκληματική σκέψη δεν φανερώνεται αυτόματα όταν υφίσταται διαπροσωπική σχέση μεταξύ των πρωταγωνιστών, αλλά όταν η δικαιολόγή της στο μυαλό του δράστη είναι επαρκής.

Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του φαινομένου σχετίζονται με τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου βίας και θυματοποίησης. Κάποια παιδιά οικοδομούν την μετέπειτα ζωή τους πάνω στο συγκεκριμένο σχέδιο. Το σύνδρομο κακοποίησης αφορά patterns εκδήλωσης επιθετικότητας τα οποία αποτελούν προϊόν μίμησης της συμπεριφοράς των γονέων ή σημαντικών άλλων στη ζωή του παιδιού. 

Ο δράστης, άτομο με σοβαρές συναισθηματικές, γνωστικές και ηθικής ανάπτυξης ελλείψεις, χρησιμοποιώντας τη βία προσβάλλει βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Σε σχέση με την  έως έναν βαθμό ανοχή του κοινωνικού συνόλου, αυτή σχετίζεται με  τα στερεότυπα και τις νόρμες  που έχουν κυριαρχήσει εδώ και αιώνες.                                        

Σε πρόσφατη έρευνα στον ελληνικό χώρο (Σ. Παπαμιχαήλ  2007)  διαφαίνεται   η σχέση μεταξύ φύλου  και κοινωνικών αναπαραστάσεων  σε σχέση με το  θύμα και τον δράστη  κακοποίησης. Παρουσιάζεται  έντονα το πρότυπο του άνδρα που κυριαρχεί στις σχέσεις , είναι καταξιωμένος κοινωνικά και οικονομικά ,ενώ η αποτροπή της βίας και της διατήρησης μιας υγιούς σχέσης, θεωρείται ευθύνη της γυναίκας. Επιπλέον θεωρείται ότι η γυναίκα θα πρέπει να είναι μετριοπαθής και να μην έχει προκλητική συμπεριφορά .

Από την άλλη μεριά τα ίδια τα πρότυπα που κυριαρχούν σε σχέση με τον ρόλο των ανδρών εξηγούν γιατί  οι άνδρες που είναι θύματα δεν καταγγέλλουν την πράξη ή δεν αντιδρούν.

Ο  «σκοτεινός αριθμός»  των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας είναι υψηλός. Όταν αναφερόμαστε στον «σκοτεινό αριθμό» εγκληματικότητας εννοούμε ότι τα εγκλήματα δεν καταγγέλλονται και παραμένουν στο πλαίσιο της «αφανούς εγκληματικότητας». Οι λόγοι της σιωπής σχετίζονται με παράγοντες όπως ο φόβος, η ελλιπής ενημέρωση, η οικονομική ανέχεια, η φυσική και ψυχολογική αδυναμία κ.α. Πολλές φορές τα θύματα εγκλωβίζονται σε έναν ρόλο και έχουν την αίσθηση ότι δεν υπάρχει διέξοδος.  Η  ανοχή του άμεσου και ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, καθώς και η έλλειψη πρόνοιας   για τα κακοποιημένα άτομα , οδηγούν  στην   άρνηση  τους να καταγγείλουν το συμβάν και  επιλέγουν να βιώνουν  το πρόβλημα σιωπηλά, στο πλαίσιο της οικογένειας, ελπίζοντας ότι στο μέλλον ο δράστης θα αλλάξει συμπεριφορά. Γίνεται αντιληπτό ότι τα θύματα των εγκλημάτων βίας στην οικογένεια είναι τα ασθενέστερα, τόσο στον οικογενειακό κύκλο, όσο και στον κοινωνικό.

Η κουλτούρα ανοχής της κοινωνίας μας σε σχέση με το φαινόμενο, υφίσταται  ακόμα και σήμερα. Μια ένοχη ανοχή που παρουσιάζεται ως διακριτικότητα.

Οι στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους οικογενειακούς ρόλους, οδηγούν σε απομόνωση τα θύματα. Η απανθρωποποίηση των  θυμάτων μέσω της βίας λειτουργεί αρνητικά στην πορεία της ζωής τους. Δεν πλήττεται ωστόσο μόνο το άτομο αλλά και οι βάσεις του κοινωνικού μας οικοδομήματος που είναι ανθρωποκεντρικό.

Σύμφωνα  με τον Kant, «μόνο το ανθρώπινο υποκείμενο έχει απόλυτη αξία». Η αναγνώριση της αξίας του ανθρώπου είναι αυτή  που αποτελεί  την ουσία  και  τη  βάση μιας υγιούς  κοινωνίας.

Το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας μας αφορά γιατί σχετίζεται με την ίδια τη λειτουργία του συνόλου και τη διατήρηση του κοινωνικού ιστού. Οι στέγες και τα καταφύγια των θυμάτων θα πρέπει να ενισχυθούν αλλά και οι δικονομικοί κανόνες θα πρέπει να κάνουν δυνατή την απόδειξη από το θύμα ενός τέτοιου εγκλήματος. Οι  επίσημοι φορείς κοινωνικού ελέγχου είναι αναγκαίο να αντιληφθούν (στις περιπτώσεις που δεν το έχουν κάνει ήδη) ότι δεν πρόκειται για «εσωτερική υπόθεση» της κάθε οικογένειας, αλλά για έγκλημα που πλήττει ολόκληρη την κοινωνία με άμεσα και μακροπρόθεσμα καταστροφικά αποτελέσματα.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·         Αλεξιάδης Σ., «ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ», ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2011

·         Mαγγανάς Α., «Θέματα Εγκληματολογικά και Ποινικού δικαίου», Νομική Βιβλιοθήκη, 1999

·         Παπαμιχαήλ Σ.,όπως αναφέρεται : «Η Εγκληματολογία στην Ελλάδα σήμερα»,2007

·         M.A.HoggG.M.Vaughan, «Κοινωνική Ψυχολογία»,GUTENBERG,  2010

·         Cusson M., «Σύχρονη Εγκληματολογία», Νομική Βιβλιοθήκη, 2009

·         E. DE GREERR, «Έρωτας και Εγκλήματα από Έρωτα», Νομική Βινλιοθήκη

Facebook Comments