Συχνά στο δημόσιο διάλογο αποδίδονται στο κράτος οι χαρακτηρισμοί «ανορθόλογο» (αναφορικά με το τρόπο λειτουργίας του) και  «αναποτελεσματικό» (αναφορικά με τις συνέπειες των πεπραγμένων του). Αναποτελεσματικό μπορεί να είναι ένα κράτος, που δεν παράγει ικανοποιητικά αποτελέσματα στα πεδία ευθύνης του. Τουλάχιστον τέτοια, που να ικανοποιούν τους λήπτες των υπηρεσιών του, τους πολίτες (πχ εκπαίδευση, υγεία, δικαιοσύνη, δημόσια τάξη, ασφάλεια κλπ).

Στην Ελλάδα σήμερα δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με συνήθεις αναποτελεσματικότητες, αλλά με θεμελιακές ανατροπές. Ζούμε σε καθεστώς κρατικής χρεοκοπίας. Ουσιαστικά το μοντέλο σαράντα ετών λειτουργίας του κράτους έχει αποτύχει. Το οικονομικό μοντέλο, του ασύστολου δανεισμού για «επιδότηση» της κατανάλωσης και του προσοδοθηρικού παρασιτισμού, με το οποίο πορεύτηκε η Τρίτη Ελληνική δημοκρατία μετά τη μεταπολίτευση, έχει επίσης καταρρεύσει.

Υπό αυτά τα δεδομένα γίνεται λόγος για αναγκαιότητα αλλαγών, μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών σε διάφορα πεδία και τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Όμως η πιο καθοριστική μεταρρύθμιση είναι αυτή που αφορά το κράτος και το πολιτικό σύστημα που το εποπτεύει και το καθοδηγεί.

Κράτος, πολιτικό σύστημα και ευρείες κοινωνικές δυνάμεις εκδήλωσαν τις  τελευταίες δεκαετίες έναν έντονο αρνητισμό απέναντι σε αλλαγές, που συνδέθηκαν με την αναπτυξιακή και κοινωνική πρόοδο, σύμφωνα με πιο επιτυχημένα πρότυπα ευημερίας. Η εξήγηση του γιατί συνέβη αυτό είναι εύκολη: μετά τη μεταπολίτευση οικοδομήθηκε μια πολιτικοκοινωνική συμμαχία, εντός της οποίας ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, υπό το καταθλιπτικό βάρος της πατερναλιστικής αριστερόστροφης θολοκουλτούρας, που διαφέντευε ιδεολογικά τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, ωθήθηκαν να λατρέψουν και να αποθεώσουν το κρατισμό και να αναθέσουν την ευθύνη για τη φροντίδα της ζωής τους στο κράτος-πατερούλη/τροφό.

Η λογική του κομματικού κράτους επέτρεψε στους πολιτικούς να καταλαμβάνουν το κράτος ως λάφυρο, όταν τα κόμματα τους κέρδιζαν τις εκλογές.

Τότε αυτομάτως ήσαν σε θέση να λειτουργήσουν ως παντοδύναμες οντότητες. Μπορούσαν να διανέμουν θέσεις και χρήματα κατά το δοκούν, χωρίς να ζητείται η  επαρκής αιτιολόγηση των ενεργειών τους.

Η συναλλαγή των πολιτών με τους πολιτικούς εξασφάλιζε κέρδη, προνόμια, οφέλη και στις δύο πλευρές. Μαζικούς διορισμούς στο δημόσιο, ιδίως σε προνομιακές θέσεις, μονιμότητα, εξαιρετικά «ευνοϊκές» συνθήκες εργασίας, προστασίας, συνταξιοδότησης, απουσία μηχανισμών ελέγχου εις το διηνεκές για τους μέν. Πολιτική ενδυνάμωση και νομή της εξουσίας για τους δε. Ο συνδυασμός αυτός προσανατόλιζε την ελληνική νεολαία προς το δημόσιο και ακύρωνε για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού κάθε κίνητρο για πρωτοβουλίες, δημιουργικότητα, καινοτομία, επιχειρηματική διάθεση, ανάληψη κινδύνου για επενδύσεις.

Η αγορά ως θεσμός, αλλά και ως πλαίσιο λειτουργίας, χειραγωγούνταν από τη διοίκηση, τις πολιτικές ελίτ και ένα στενό πλέγμα συμφερόντων. Η επιχειρηματική δραστηριότητα ετεροπροσδιοριζόταν από άτυπες ή υπόγειες συμφωνίες με δημόσιους λειτουργούς, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη, τα οποία δεν θα αποκόμιζε μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς και χωρίς τη σύμπραξη της κρατικής μηχανής. Το πλέγμα των κανόνων του παιγνιδιού ήταν και είναι ένας απέραντος λαβύρινθος, ο οποίος με επιλεκτικό τρόπο χρησιμοποιείται κατά βούληση για να ευνοήσει ημετέρους ή να πιέσει και να περιθωριοποιήσει μη αρεστούς.

Ο κρατικός μηχανισμός, ως κομματικός μηχανισμός σε διατεταγμένη υπηρεσία, παρενέβαινε στη κατανομή των οφελών, είτε μεταξύ συστήματος εξουσίας και κοινωνικών ομάδων, είτε μεταξύ επιχειρηματικών συμφερόντων και κοινωνίας. (ή μεταξύ αυτών).

Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε μια σχέση αλληλεξάρτησης, μια αμφίδρομη διαδικασία εξαχρείωσης, όπου το πολιτικό σύστημα απολάμβανε την υποστήριξη των κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων, που ευνοούνταν από τη δράση του και, με τη σειρά του, στηριζόταν επάνω τους για να επιβιώσει και αναπαραχθεί.

Η υποστήριξη αυτή έδινε στη κοινωνία την εντύπωση ενός άκοπου κεκτημένου. Δεν χρειαζόταν να κοπιάσεις για να ανταμειφθείς. Αρκούσε η πελατειακή συναλλαγή με το κατάλληλο γρανάζι του συστήματος. Η κοινωνία εθίστηκε στη στρέβλωση, την εξέλαβε και την αποδέχτηκε ως φυσιολογική λειτουργία. Ο μετριασμός ή η απουσία της ενεργοποιούσε τις έντονες αντιδράσεις των πολιτών.

Μοιραία προκύπτουν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τη δομή, λειτουργία και αποτελεσματικότητα του κράτους.

  • Είναι πράγματι το ελληνικό κράτος αναποτελεσματικό;
  • Αν ναι, πώς είναι δυνατόν η αναποτελεσματικότητα να έχει τόσο μεγάλη διάρκεια και «αντοχή» στο χρόνο;
  • Αφού η αναποτελεσματικότητα είναι από τους πάντες ομολογημένη και αντιληπτή δια γυμνού οφθαλμού, γιατί κανείς δεν φροντίζει να τη διορθώσει;
  • Μήπως τελικά δεν πρόκειται για αναποτελεσματικότητα, αλλά πίσω από αυτό το χαρακτηρισμό υποκρύπτεται κάτι άλλο; Μήπως οι «ερμηνευτές» δεν χρησιμοποιούν τη σωστή οπτική, για να αξιολογήσουν δομές, πρόσωπα, αποφάσεις;

Η αποτελεσματικότητα είναι μια μετρήσιμη αποτίμηση και δηλώνει το βαθμό επιτυχούς ανταπόκρισης ποιοτικά και ποσοτικά στις στοχεύσεις που έχουν τεθεί.

Τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας τίθενται από την ορθή κρίση και λογική. Το ορθολογικό όμως μπορεί να μην επιτυγχάνεται πάντα, είτε από λάθος εκτίμηση δεδομένων, είτε από άγνοια (ή αγνόηση) του συνόλου των διαθεσίμων επιλογών και εργαλείων, είτε από αντικειμενική αδυναμία.

Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς για ποιους λόγους επί σαράντα περίπου χρόνια το ελληνικό κράτος συνεχίζει να δρά ανορθόλογα και να παράγει αναποτελεσματικότητα; Γιατί οι κρατούσες συμπεριφορές, αντιλήψεις, εφαρμοσμένες πολιτικές, που κυριαρχούν στο δημόσιο βίο, φαίνεται να περιέχουν τόσο έντονα ανορθολογικά στοιχεία, με συνέπεια να αποτυγχάνουν να φέρουν σε πέρας τους επιθυμητούς στόχους; Θα ήταν τουλάχιστον αξιοπερίεργο και προβληματικό να δεχτούμε ότι το πολιτικό σύστημα μακροχρόνια και συστηματικά αποφασίζει και ενεργεί με ανορθολογικούς κανόνες και συμπεριφορές. Ακόμη, όταν οι στόχοι βρίσκονται σε αντίφαση διαρκείας με τα εργαλεία που έχουν επιλεγεί για την υλοποίηση τους, η συναίσθηση της αποτυχίας κινητοποιεί διορθωτικές παρεμβάσεις. Στη περίπτωση του κράτους αυτό δεν συνέβη ποτέ ιστορικά. Οι όποιες διορθωτικές κινήσεις έχουν επιχειρηθεί, λειτουργούν συγκαλυπτικά, χωρίς να αλλάζουν τα δεδομένα.

Πρέπει να αναζητηθεί λοιπόν μια πιο πειστική ερμηνεία.

Πράγματι. Η λογική της λειτουργίας του κράτους είναι μεν αναποτελεσματική υπό την οπτική του «δημοσίου συμφέροντος», αλλά δεν εκλαμβάνεται ως τέτοια σύμφωνα με τα «απόκρυφα» κριτήρια, με τα οποία λειτουργεί το ίδιο το Κράτος. Το εκλαμβανόμενο από τον εξωτερικό παρατηρητή ως ανορθολογικό, είναι τελικά ορθολογικό σύμφωνα με την εσωτερική λογική και αντίληψη του «συστήματος» εξουσίας. Διότι πρυτανεύει ένας άλλου τύπου ορθολογισμός: ο πολιτικός, ο κομματικός, ο προσωπικός. Ο ορθολογισμός που εξυπηρετεί σκοπιμότητες.

Αυτή η τεράστια αντίθεση μεταξύ συλλογικού και ατομικού, που αναπαράγεται διαχρονικά υπό διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και υπό διαφορετικές μορφές διακυβέρνησης, υποδηλώνει ότι πρόκειται για ενδογενές και συστημικό χαρακτηριστικό του τρόπου της κρατικής λειτουργίας και όχι με ό,τι έχουμε εθιστεί να χαρακτηρίζουμε ως αποτελεσματικότητα.

Στη πραγματικότητα το κράτος στη χώρα μας έχει αυτονομηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν λειτουργεί απλώς ως εξισορροπητικό σύστημα εξουσίας για τη παγίωση του κοινωνικοοικονομικού συσχετισμού δυνάμεων ή για την διασφάλιση μιας κοινωνικής ισορροπίας.

Αντίθετα διεκδικεί για τον εαυτό, και όχι για να επιτελέσει τις θεσμικές του λειτουργίες, ολοένα μεγαλύτερο μέρος του πλούτου που δημιουργείται ενός της χώρας. Κι αυτό επιτυγχάνεται είτε με την άμεση εμπλοκή του στη παραγωγική διαδικασία, είτε με την αξιοποίηση μηχανισμών απόσπασης ιδιωτικού πλούτου.

Έτσι γίνεται κατανοητό γιατί ό στόχος του ΔΥ δεν είναι η εξυπηρέτηση του πολίτη, αλλά η ταλαιπωρία του. Διότι προσβλέπει στη συντήρηση και επαύξηση της γραφειοκρατίας, προκειμένου να δικαιολογούνται ολοένα περισσότερες οργανικές θέσεις στις κρατικές δομές. Προκειμένου να θωρακίζεται η θέση του και να αναβαθμίζεται ο ρόλος και η «χρησιμότητα» του.

Αυτή είναι η εξήγηση γιατί ο εκπαιδευτικός σκέπτεται, πράττει, διεκδικεί έχοντας στο μυαλό του κύρια τη δική του εξασφάλιση (αποδοχές-συνθήκες-ωράρια) και όχι τόσο την εξυπηρέτηση των αναγκών εκείνων στους οποίους απευθύνεται.

Έτσι εξηγείται γιατί ο εργαζόμενος στις συγκοινωνίες, στην ηλεκτρική ενέργεια, στην αποκομιδή σκουπιδιών, δεν έχει ως πρώτιστο μέλημα του την εξυπηρέτηση της κοινωνίας, δηλαδή εκείνους για τους οποίους υποτίθεται ότι εργάζεται. Να γιατί δεν έχει κανένα ενδοιασμό να τους εκβιάσει και να τους εξουθενώσει, προκειμένου να προσποριστεί προσωπικά ή συντεχνιακά ωφελήματα.

Η απροθυμία του πολιτικού συστήματος να λειτουργήσει αποτελεσματικά υπέρ του συλλογικού συμφέροντος προκαλεί ένα πρόσθετο κόστος, που καταλογίζεται τελικά στη κοινωνία. Κόστος που συνεχώς ανατιμάται και διευρύνεται. Αδυναμίες, λάθη, άγνοια, σπατάλες, ιδιοποίηση δημόσιου πλούτου, εξυπηρέτηση ειδικών συμφερόντων, εξαργυρώνονται με πρόσθετες παροχές του κράτους σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες πίεσης, ή με τη παροχή προστασίας σε αυτές από τον ανταγωνισμό, προκειμένου να αντισταθμιστεί με αυτό το τρόπο η μειωμένη πολιτική αξιοπιστία απέναντι στη κοινωνία. Είναι ευνόητο ότι οι παροχές αυτές συνήθως απέχουν από την έννοια του δημοσίου συμφέροντος και γι αυτό έχουν σημαντικό «κόστος». Οικονομικό θεσμικό, κοινωνικό.

Συνεπώς, ο ορισμός του τι είναι αποτελεσματικό ή όχι, τι είναι θετικό ή αρνητικό, και για ποιόν, εξαρτάται απολύτως από τη χρονική στιγμή, από τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που εμπλέκονται, από τους στόχους που επιδιώκονται.

Αυτό ακριβώς το χάσμα μεταξύ ανορθόλογων κυβερνητικών επιλογών από την οπτική του δημοσίου συμφέροντος, αλλά ορθολογικών από την οπτική του κομματικού συμφέροντος, ήταν τεράστιο και αποδείχθηκε καταλυτικό για να οδηγηθεί η χώρα στη κρίση και στη χρεοκοπία.

Ο κρατικός ανορθολογισμός δεν ήταν άγνοια, αδυναμία ή λάθος. Ήταν μια θάλασσα συνειδητών επιλογών, που δημιούργησαν μια οικονομία και μια κοινωνία, το εξελικτικό μοντέλο των οποίων εμπεριείχε ημερομηνία λήξης, έστω κι αν αυτή ήταν αδύνατο να προβλεφθεί με ακρίβεια.

Το ελληνικό κράτος λοιπόν είναι σχεδιασμένο και προσανατολισμένο στη παραγωγή μιας διαρκούς αναποτελεσματικότητας, η οποία έχει πάρει συστημικά χαρακτηριστικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά, εκτός του γεγονότος ότι οδήγησαν στη κρίση,  επαναβεβαιώθηκαν και κατά τη διάρκεια της κρίσης, στη προσπάθεια αντιμετώπισης της( !!!), προκαλώντας τρομακτική αύξηση του κόστους και της διάρκειας της, με ιδιαίτερα επώδυνες επιπτώσεις στη παραγωγική δραστηριότητα, την ανεργία και τα εισοδήματα.

Αυτό το κράτος που περιγράψαμε ΔΕΝ επιδέχεται βελτιώσεων ή μετασχηματισμών. Ο ανορθολογισμός είναι συστατικό του γενετικού του κώδικα. Οιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης του είναι καταδικασμένη να αφομοιωθεί από το συστημικό ανορθολογισμό, να αλλοιωθεί και να αποτύχει.Το ζητούμενο «καλύτερο κράτος» μπορεί να γεννηθεί μόνο μέσα από τις στάχτες του υπάρχοντος.

Βιβλιογραφία: Τάσου Γιαννίτση «Η Ελλάδα στη κρίση». Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. 2013.

Facebook Comments